Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Οι Μίμοι είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι μιας κοινωνίας οι οποίοι καλύπτουν μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων με τις ιδιαιτερότητες, τις παραξενιές και τις αδυναμίες τους. Μαστροποί, μεσίτες, δάσκαλοι, βιοτέχνες, άνθρωποι αδικημένοι αλλά και πρόσωπα που επιβιώνουν με πονηριά, κατευθυνόμενοι όλοι από τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις ποικίλες ανάγκες τους, ακολουθώντας καθένας το δικό του μονοπάτι. Όλα αυτά δίνονται σε μια ατμόσφαιρα γκροτέσκου, χαράς και ευθυμίας, περιέχοντας, ωστόσο, έναν σπαραγμό κι ένα δάκρυ, κάτι που αποτυπώνεται στις μάσκες κυρίως των δούλων καθώς και στην κίνηση των σωμάτων που έχουν καμφθεί από την κούραση.
Έως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα σώζονταν ελάχιστα ολιγόστιχα αποσπάσματα. Τη χρονιά εκείνη όμως δημοσιεύτηκε ένας πάπυρος που έφερε στο φως επτά, σχεδόν ακέραιους, μιμιάμβους και εκτενή αποσπάσματα από έναν όγδοο. (Η δημοσίευση αυτή στάθηκε η αφορμή για το ποίημα του Καβάφη "Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδου")
Στον μιμίαμβο εκβάλλουν, όπως δηλώνει και το ίδιο το όνομα, δυο παλαιότερα είδη, ο μίμος, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Σώφρων ο Συρακούσιος (5ος αι. π.Χ.), και ο ίαμβος με κυριότερους εκπροσώπους τον Αρχίλοχο και ο Ιππώνακτα. Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα είναι σύντομα διαλογικά ποιήματα -τα εκτενέστερα μόλις που υπερβαίνουν τους 100 στίχους- γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο και σε ένα μέτρο που το χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ο Ιππώναξ, τον χωλίαμβο, δηλ. σε ιαμβικό τρίμετρο που έχει μακρά την (κανονικά βραχεία) προτελευταία συλλαβή. Δεν γνωρίζουμε αν οι μιμίαμβοι ερμηνεύονταν από ένα πρόσωπο, που υποδυόταν όλους τους ρόλους, ή από περισσότερα. Πρόκειται πάντως για έναν σύντομο θεατρικό διάλογο με σκηνές της καθημερινής ζωής, όπου απομυθοποιούνται οι κοινωνικές συμβατικότητες. Δινόταν έμφαση στους χαρακτήρες και όχι στην πλοκή του έργου. Κοστούμια και σκηνικά, αν υπήρχαν, ήταν πολύ απλά. Η γλώσσα του μίμου πολύ απλή, καθημερινή, χυδαία. Η μορφή πιθανώς σε πεζό, σπανιότερα ίσως σε ποιητικό λόγο.
Ο Ηρώνδας δεν μπορεί να θεωρηθεί “μεγάλος” ποιητής, εκφράζει όμως μία σημαντική λογοτεχνική παράδοση της εποχής του. Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι κάπως ακραία.
Μέσα σε ήχους κωμικούς και σε ανάσες γέλιου παρουσιάζονται διάφορες ιστορίες, ενώ συμμετέχει σχεδόν όλο το σώμα του θιάσου με κύριο χαρακτηριστικό τη μίμηση επιστρατεύοντας συγχρόνως το σώμα τους με μια κίνηση αντίστοιχη των Σατύρων . Η Άννα Κοκκίνου είχε μια πρωτότυπη ιδέα να παρουσιάσει την απαρχή της επιθεώρησης, με ρόλους διττούς, ήρωες με γέλιο και κλάμα, ωραία κοστούμια, καταπληκτική μουσική, εξαιρετική υπόδυση όλων των ηθοποιών.
Πρώτη ιστορία ο «Νταβατζής» με τους Άννα Κοκκίνου, Νίκο Νίκα και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Ο Νταβατζής (Άννα Κοκκίνου), μεγάλος σε ηλικία εμφανίζεται υπόλογος ενώπιον του δικαστηρίου. Εκφραστική η στάση σώματος, ενός ανθρώπου, που δε ντρέπεται για το επάγγελμά του, ζητά την επιείκεια των δικαστών και μιλώντας για το Θαλή, καταγγέλλει ότι « έχει πάθει από αυτόν ό,τι ο ποντικός από την πίσσα».
Παρουσιάζει τη γυμνή κοπέλα με την οποία συνευρέθηκε ο Θαλής και προφανώς ταλαιπώρησε αποφεύγοντας να δώσει το αντίτιμο. Μιλά για τον εαυτό του και την οικογένειά του αναφέροντας αυτοσαρκαστικά ότι απ’ τον παππού του και τον πατέρα του έως και τον ίδιο είχαν έναν συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Όμως βάζει και κάποια όρια στην ανοχή του: «Πάρε με Θαλή και κάνε μου φάλαγγα, αλλά να έχει κατατεθεί εδώ μπροστά στο δικαστήριο το αντίτιμο.» Μετά την καταστροφή που συνέβη στο «εμπόρευμά» του μαζεύει την ταλαίπωρη κοπέλα και αποχωρεί.
Ακολουθεί «η Ζηλιάρα» μια κυρία, που έχει ερωτική σχέση με έναν δούλο της και βάζει να τον δείρουν ανηλεώς επειδή λοξοκοιτάζει. Αυτή η ιστορία με τους Ρίτα Λυτού, Νίκο Νίκα, Αλκίνοο Δωρή, και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, θυμίζει επιθεωρησιακό νούμερο ή σκηνή από ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. « Αν δε σε σαπίσω στο ξύλο να μη με λογαριάζουν για γυναίκα!» Και ενώ του λέει ότι το ξύλο κάνει τον δούλο καλύτερο, εκείνος την εκλιπαρεί να τον συγχωρέσει για το σφάλμα που έκανε, αφού όπως λέει είναι κι αυτός άνθρωπος. Βέβαια η στάση του σώματός του υπαινίσσεται φόβο αλλά και μια βεβαιότητα ότι στο τέλος θα τον συγχωρέσει, ότι θα την «τουμπάρει», όπως και γίνεται. Τον συγχωρεί και τον βεβαιώνει ότι μετά την σπονδή στους θεούς «θα περάσει ζωή χαρισάμενη από την ανάποδη».
Δεν λείπουν τα υπερδιογκωμένα στήθη, τα γρήγορα περάσματα των ηρώων με ανασηκωμένα ρούχα και τα φαλλικά σύμβολα.
Έπεται «ο Δάσκαλος» με τους Ρηνιώ Κυριαζή Νίκο Νίκα, Αλκίνοο Δωρή και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Εδώ έχουμε την Μητροτίμη, μια δυναμική και αυταρχική μητέρα, που αδυνατεί να τιθασεύσει τον απείθαρχο και καθόλου φιλομαθή γιο της Κότταλο. Καταφεύγει στον δάσκαλο Λαμπρίσκο, στον οποίο διηγείται τραγικά τα όσα τη βασανίζουν με το γιο της , ενώ στη σκηνή τον έχει καβαλήσει τον γιό της και δεν τον αφήνει να ξεφύγει, ζητώντας από το δάσκαλο να τον τιμωρήσει. Ο δάσκαλος ανταποκρίνεται λέγοντας: «Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο, (γεννητικό μόριο του βοδιού που το χρησιμοποιούσαν ως μαστίγιο), που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατάμε με χειροπέδες και στην απομόνωση;» Ο άσωτος και δυστυχής Κότταλος δέρνεται ανηλεώς, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και τις διαβεβαιώσεις του ότι θα διορθωθεί: «Μη με δείρεις με το τσουχτερό, με το άλλο! Δε θα ξανακάνω βρωμιές, τ’ ορκίζομαι!» Η Μητροτίμη όμως του δίνει οδηγία «Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος!»
Φορές φορές η σκηνή περιορίζεται σε σκηνή κουκλοθέατρου, ακόμα και η υποβολέας γίνεται κούκλα σε χαμηλότερη κλίμακα. Σε αυτό βοηθά η στάση του σώματος, τα κοστούμια, τα μακριά σακάκια, και η κίνηση που παραπέμπει σε μαριονέτες και φασουλήδες. Η παράσταση φέρνει κοντά μέσα από ένα αρχαίο κείμενο πολλές θεατρικές πρακτικές, που διόλου απίθανο να αποτελούν τις ρίζες σύγχρονων θεατρικών δομών. Φαίνεται ότι υπήρξε μελέτη για την σκηνοθετική άποψη και διδασκαλία της Άννας Κοκκίνου. Οι μάσκες της Μάρθας Φωκά, δημιούργησαν εκφραστικά πρόσωπα, επέβαλαν συγκεκριμένη ηθοποιία, ανέπτυξαν το κείμενο και υπηρέτησαν την σκηνοθετική πρόθεση. Μαζί με τις μάσκες έχουμε και τα υπέροχα κοστούμια της Ματίνας Μέγκλα. Μελέτη στη λεπτομέρεια από το ντύσιμο του Νταβατζή, ως το καλτσάκι στις κυράδες και το τσαντάκι, οι παγιέτες της μαστροπού και τα έντονα χρώματα της νεαρής , που ο άντρας της είναι στα καράβια, ενώ εκείνη τον περιμένει πιστή και πάντα επιθυμητή. Κάθε λεπτομέρεια προσεγμένη. Η μάσκα και το κοστούμι καθορίζουν τη κίνηση, που επιμελήθηκε η Βρισηίδα Σολωμού.
Για παράδειγμα οι «Κυράδες», όπου παίζουν οι Άννα Κοκκίνου, η Ρίτα Λυτού, ο Νίκος Νίκας, ο Αλκίνοος Δωρής, και η Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Πρόκειται για το τάμα στον Ασκληπιό δυο γηραιών, μικροαστών κυριών (Άννα Κοκκίνου και Ρίτα Λυτού) οι οποίες έχουν ένα βάδισμα που θυμίζει θεοσεβούμενες γριούλες προσηλωμένες στα θεία με γονυκλισίες και υπερβολική λατρεία των εικόνων. Τηρούν τις παραδόσεις και είναι πρόθυμες να κάνουν μία προσφορά στο θεό, επειδή γιατρεύτηκαν από κάποια ασθένεια. Δε σταματούν να δοξολογούν το θεό και τους αγίους. Η πρώτη δικαιολογείται για τη φτωχή προσφορά της, ένα κόκορα, επικαλούμενη τη φτώχεια της, που δεν της επέτρεψε να κάνει κάτι καλύτερο. Αν είχαν θα θυσίαζαν ένα βόδι, όπως λέει. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης παρατηρούν και σχολιάζουν διάφορα γλυπτά και πίνακες που υπάρχουν στο ναό: «Να δεις που με τον καιρό ο άνθρωπος θα καταφέρει να δώσει ψυχή στις πέτρες» Μπαίνει η φίλη της σε πειρασμό: «Αυτό το γυμνό αγόρι αν το τσιμπήσω θα πονέσει;»
Ωραία υποκριτική των δυο (Άννας Κοκκίνου και Ρίτας Λυτού), καθώς έδωσαν το στίγμα και πέτυχαν έναν κοινωνικό σχολιασμό μέσω μιας υποκριτικής, ταρτούφικης συμπεριφοράς. Η πρώτη απομακρύνεται με επιφυλακτική κίνηση, ενώ στο τέλος παρωδείται.
Η υποβολέας σε μικρό ιντερμέδιο, σηκώνοντας το μεταλλικό στήριγμα των ρόλων που διαβάζει και τοποθετώντας το στη σκηνή , υποτίθεται ότι κάπου σφηνώνει και αμέσως αγωνίζεται να το μετακινήσει. Παλεύει και χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές Κλοουνερί του Σταν Λόρελ (Λιγνός) και του Όλιβερ Χάρντι ( Χοντρός) μα κυρίως του μεγάλου μίμου Μαρσέλ Μαρσώ.
Στο κλίμα αυτό ακολουθεί η «Μαστρωπός» που προσπαθεί -ανεπιτυχώς- να πείσει τη γυναίκα ενός ναυτικού που ταξιδεύει να συνάψει σχέσεις με έναν στιβαρό αυλητή. Η Άννα Κοκκίνου στο ρόλο της μαστρωπού, γυροφέρνει την όμορφη του χωριού λέγοντας ότι ο άντρας της λείπει πολύ και εκείνη τυραννά μόνη της το κρεβάτι. Η Ρηνιώ Κυριαζή, νεαρή, φορά μια περίεργη περούκα με εντυπωσιακά χρώματα ενώ έχει κίνηση κοκότας. Η μαστρωπός της λέει ότι ο άντρας της την «ξέχασε και πίνει από άλλη κούπα». Εκείνη δεν πτοείται και τη διώχνει λέγοντάς της ότι οι γηραιότερες κυρίες θα έπρεπε να επικοινωνούν τη σοφία τους και όχι να ασχολούνται με αυτά τα ποταπά πράγματα. Η μαστρωπός επιμένει και της λέει να γλυκάνει λίγο και να αλλάξει, γιατί «καράβι που κρατιέται από μια άγκυρα δεν είναι ασφαλές». Η νεαρή καταλήγει λέγοντας ότι: «όταν ασπρίζουν τα μαλλιά σαπίζουν τα μυαλά», την κερνά νερωμένο κρασί και η γριά αρχίζει να χαίρεται και να δίνει τις ευχές της.
«Οι Κολλητές», συστήνονται ανταλλάσσοντας απανωτά φιλιά στον αέρα, αναπαριστώντας τη γνωστή συνήθεια των γυναικών να φιλιούνται και να ξαναφιλιούνται. Η μία έμαθε, από μια πηγή, για κάποιο ερωτικό βοήθημα της άλλης, που το είχε δανείσει σε μια φίλη και είναι αψόγου κατασκευής και τώρα θέλει να μάθει ποιος το κατασκεύασε για να πάρει κι εκείνη. Της αποκαλύπτει ότι ένας Κέρδονας από τη Χίο τα φτιάχνει στο σπίτι του και τα πουλά λαθραία. Με λίγα λόγια μια απεικόνιση της σχέσης των γυναικών μεταξύ τους και της θέσης του άντρα στη ζωή τους.
Τελευταίο νούμερο Ο «Τσαγκάρης» (Νίκος Νίκας). Ο περιβόητος τσαγκάρης πλευρίζεται από δυο γυναίκες που ζητούν να προμηθευτούν παπούτσια για έναν γάμο. Εκείνος κάπως απρόθυμα τους δείχνει τα υπέροχα ζευγάρια του και τα διαφημίζει για τα τέλεια χρώματά τους: «Δε θα βρείτε ούτε το κεχρί της μέλισσας να λάμπει έτσι». Εκείνες εντυπωσιάζονται: «Δικαίως το μαγαζί σου έχει υπέροχα πράγματα». Δεν ψωνίζουν κάτι γιατί τα θεωρούν ακριβά, ενώ εκείνος έχει ξεσηκώσει όλο του το μαγαζί και έχει φορέσει στα πόδια τους άπειρα παπούτσια έχοντας διαφημίσει την ποιότητά τους.
Αυτόν τον μαγικό κόσμο του Ηρώνδα καλεί αυτή η παράσταση τον θεατή να απολαύσει. Αξίζει κανείς να ξεχωρίσει την ερμηνεία, τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου αλλά και όλη την ομάδα που κινείται με μεγάλη πειθαρχία και ακρίβεια. Να απολαύσει επίσης την ερμηνεία του Νίκου Νίκα σε διάφορους ρόλους με αποκορύφωμα αυτόν του τσαγκάρη. Ένα θέαμα με υπέροχες ερμηνείες, σωστούς συσχετισμούς, ευχάριστο προβληματισμό, όλα ενορχηστρωμένα μουσικά από την καταπληκτική μουσική του Νίκου Βελιώτη σε συνδυασμό με τον φωτισμό της Μελίνας Μάσχα.
Το υπέροχο σκηνικό του Κέννυι Μακ Λέλλαν παραπέμπει λίγο σε παράγκα του καραγκιόζη καλώντας το θεατή να δει τη συνέχεια και την εξέλιξη. Πρόκειται για δυο οικήματα, εκατέρωθεν της σκηνής, που εξυπηρετούν τις αλλαγές κοστουμιών των ηθοποιών τη μεταφορά σκηνικών αντικειμένων, ενώ ενώνουν όλες τις θεατρικές παραδόσεις και τεκμηριώνουν την αλληλουχία των θεατρικών πρακτικών.