Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μερικά πράγματα, αν όχι όλα, πρέπει να λέγονται και να ξαναλέγονται. Για την εξόντωση των εβραίων από τον Χίτλερ έχουν στηθεί μνημεία, κανένα μνημείο δεν έχει στηθεί για τους εξοντωμένους τσιγγάνους. Παραπάνω από 500.000 Ρομά βρήκαν τραγικό θάνατο στα στρατόπεδα θανάτου. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει αντιμέτωποι με την απόρριψη όλη τους τη ζωή, καθώς τριγυρνούν από τόπο σε τόπο, όμως το αποκορύφωμα της απανθρωπιάς ήταν στην χιτλερική Γερμανία. Επειδή η μνήμη είναι βραχεία και κάθε ομάδα ή και άτομο με ιδιαιτερότητες διώκεται με ευκολία από το άρρωστο κοινωνικό σύνολο, είναι κομβική ιδέα η υπενθύμιση αυτού του διωγμού, αυτού του ολοκαυτώματος για το οποίο δεν κάνουμε και τόσο λόγο.
Τα κρεματόρια δεν κατασκευάζονται μέσα σε μία νύχτα. Οι πύλες εισόδου στα στρατόπεδα είναι για να τις διαβούν άνθρωποι και από τις οποίες δεν υπάρχει διαφυγή. Το αυγό του φιδιού είναι εκεί και παραμονεύει.
Οι Ρομά γνωστοί και ως Τσιγγάνοι, Ατσίγγανοι, Αθίγγανοι, Κατσίβελοι, Σίντηδες ή Γύφτοι, είναι ένας κατά βάση νομαδικός λαός με ινδική καταγωγή. Υπάρχει και η πεποίθηση παλαιότερων εποχών ότι οι Ρομά προέρχονται από την Αίγυπτο. Έχουν διατρέξει όλη την Ασία, την Ευρώπη, τα Βαλκάνια κυνηγώντας ένα όνειρο, ένα κόκκινο φωτισμένο μπαλόνι. Δεν έχει σημασία η απόσταση, αλλά η διαδρομή, αυτή καθ΄αυτή είναι η ζωή τους. Γυρνάνε και διασκεδάζουν πλούσιους και φτωχούς. Απ’ όπου και να περάσουν είναι ξένοι, αφόρητα ξένοι. Είναι καταδικασμένοι σε αυτή τη νομαδική ζωή της περιπλάνησης, γιατί , όπως λένε, οι πρόγονοί τους άφησαν τον χριστιανισμό για τον παγανισμό. Η μη αποδοχή τους απ΄ όπου και να περνούν τους κάνει πολλές φορές επιθετικούς και μοιραία εμπλέκονται σε παραβατικές πράξεις.
Η τσιγγάνικη ψυχή είναι συνυφασμένη με τις μυθοπλασίες, τη μαγεία, τα παραμύθια, με φαντασιακές συνθήκες, μέχρι τη μοιραία εκείνη νύχτα, στις 9 Νοεμβρίου 1938, που θα έπρεπε να σβηστεί από τα ημερολόγια, όταν στην χιτλερική Γερμανία μάζεψαν εβραίους και τσιγγάνους, έσπασαν συναγωγές και στοίβαξαν ένα σωρό άτομα μέσα σε μια φυλακή. Διάχυτος ο φόβος. Τα σώματα των τεσσάρων ηθοποιών συσπειρώνονται πάνω στο κιλίμι της σκηνής . Με ελάχιστα αντικείμενα και κυρίως με το σώμα τους, με τη φωνή τους, στην εναλλαγή των ρόλων, οι ηθοποιοί αποδίδουν το φόβο, τη βία, τον παραλογισμό, τον θάνατο, το ταξίδι προς τον αφανισμό, τη μακάβρια διαδρομή καθώς οι τσιγγάνοι μεταφέρονται στα κρεματόρια. Χαρακτηριστική η περιγραφή των δεσμωτών τους, πλασμένων «από δόντια», που φρόντιζαν την εκτόπιση και τελικά την εξόντωση των ανθρώπων αυτών, διαπράττοντας έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ανατριχιαστικές οι περιγραφές των πεζοποριών θανάτου, τρομακτικοί οι χτύποι στη σιδερένια πόρτα, οι φωνές βασανισμένων ανθρώπων, οι ανάσες στον θάλαμο αερίων, η απειλητική χιτλερική μπότα, η αγριότητα των γυναικών βασανιστών, τα εκπαιδευμένα σκυλιά να ξεσκίζουν ανθρώπους, το σύνθημα «η εργασία απελευθερώνει», η αγριότητα της γερμανικής γλώσσας, τα πειράματα του Μέγκελε και όλα αυτά σε αντιδιαστολή με τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων, που γρήγορα τον σβήνει ο θάνατος, τα σώματα που λικνίζονται σε τσιγγάνικο χορό και το τσιγγάνικο τραγούδι, άλλοτε μελαγχολικό, άλλοτε πένθιμο, πάντως όλες τις φορές φτιαγμένο από χώμα και αιθέρα.
Δυνατό το κείμενο του Φίλιππου Ζαρφειάδη και η σκηνοθεσία του καθώς χρησιμοποίησε πολλές θεατρικές τεχνικές, ενώ συντόνισε λειτουργικά τους ηθοποιούς του Μαριλένα Δήμα, Χρήστο Κασιέρη, Βιργινία Μιχαήλ και τον εαυτό του, εκμεταλλευόμενος τις παύσεις, την αλλαγή χώρου, το παιχνίδι με το φως και τις φωνές.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ