Κριτική για την παράσταση "Οιδίπους"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης, συγγραφέας, ζωγράφος, γλύπτης, καλλιτέχνης βιντεοπαραγωγός ήχου, σκηνογράφος, φωτιστής, χορογράφος, παιδαγωγός, ηθοποιός, χορευτής Ρόμπερτ Γουίλσον ήρθε στο Φεστιβάλ Αθηνών και παρουσίασε με την προσωπική του ματιά την παράσταση «Οιδίπους», βασισμένη στο έργο του Σοφοκλή, για δύο βραδιές στην Επίδαυρο στις 21 και 22 Ιουλίου 2019.

Στις παραστάσεις του αναμειγνύει όλες τις μορφές θεάματος καταργώντας τα στεγανά ανάμεσα σε παραδοσιακά είδη, όπερα, θέατρο, βίντεο, φιλμ, μουσική, vaudeville.  Μπορούμε να πούμε ότι υπηρετεί ένα «οπτικό θέατρο» ( visual theater), όπου καθένα από τα στοιχεία που το αποτελούν λειτουργούν με κάποια ανεξαρτησία.  Δεν μπορούμε να πούμε ότι υλοποιεί το Βαγκνερικό μοντέλο της ενωτικής συγχώνευσης των τεχνών, αλλά κάθε μια τέχνη προσφέρει τον πλούτο και τη ρώμη της για να εξυπηρετηθεί η αντίληψη του θεατή. Τα έργα του χαρακτηρίζονται ως «οπερέτες» εξαιτίας της πολυφωνίας τους και το άνοιγμά τους σε άλλες τέχνες. Όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στην αρχιτεκτονική, στο χορό, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στο βίντεο, στον κινηματογράφο. Στόχος του ένα άρτιο εικαστικό αποτέλεσμα.

Η θεατρική παραγωγή του Γουίλσον αποστασιοποιείται από το ψυχολογικό ή το νατουραλιστικό θέατρο. Τα έργα του είναι δομημένες σιωπές, μεγάλης διάρκειας, με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων. Δεν υπάρχει αφηγηματική συνέπεια. Βρίσκεται κοντά στην αισθητική των χάπενιγκς και των αρχών του Άλαν Κάπροου. Ο λεκτικός και κινητικός μινιμαλισμός με τη βραδύτητα δίνουν στο θεατρικό χωροχρόνο μια διαφορετική διάσταση.  Έτσι ο χορευτής, ηθοποιός Οιδίποδας, βαδίζει αργά προς το φως, που τον καλεί, που σημασιοδοτεί την αρχή της ζωής του, ή της αποστολής του, αναπαριστώντας την αυγή, το φως που σιγά σιγά γεννάται μαζί του. Το φως είναι ο ήρωας του έργου. Ο σκηνοθέτης εστιάζει πάνω στο πρόσωπο, στο αφελές, καθάριο, αμόλυντο παιδί, που παρουσιάζεται ταυτόχρονα με ένα άλλο σώμα ολόλευκο σαν νεογέννητο και αργά αλλά σταθερά ακολουθεί τη γραμμή του φωτός της ζωής του. Ένας αγνός άνθρωπος γεννήθηκε και είναι ικανός για όλα για το μεγάλο κακό και το μεγάλο καλό. Το βάδισμά του είναι αργό και διστακτικό, οδηγώντας το προς το φως ενώ η σκιά του πίσω μακραίνει. Το βλέμμα του Γουίλσον στην παράσταση ήταν αυτό ακριβώς, αναδεικνύοντας μια οικουμενική αλήθεια, μια διευρυμένη  πραγματικότητα, που αφορά καθολικά το ανθρώπινο είδος. Γι΄αυτό και η πολυγλωσσία στο έργο , γι΄αυτό και η έλλειψη κατανόησης, αφού φτάνουμε σε ένα σημείο όπου κατανοούμε το πεπερασμένο της γνωστικής-αντιληπτικής μας ικανότητας. Ο Οιδίπους, θέλοντας να μην κάνει κακό δημιούργησε μια καταστροφή. Πώς ένα παιδί με το χαρακτηριστικό εκείνο αφελές χορευτικό πηδηματάκι, που κάθε τόσο εμφανίζεται στην σκηνή, πώς αυτό το πλάσμα μπορεί να δημιουργήσει τέτοια δυστυχία και να προκαλέσει τόσο θάνατο;  Πόσοι επιστήμονες, πολιτικοί ξεκίνησαν με τις πιο αγαθές προθέσεις, με υψηλό στόχο και κατέληξαν να καταστρέψουν τον κόσμο; Η διάσπαση του ατόμου, η ατομική βόμβα και η ρίψη της εξοντώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Λάιος, θέλοντας να αποφύγει να τον σκοτώσει το παιδί του το παραδίδει σε ένα βοσκό να το ξεκάνει και αυτός το δίνει σε έναν άλλο βοσκό που με τη σειρά του το εμπιστεύεται στον βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκινώντας από την καλή τους πρόθεση, οδήγησαν τον Οιδίποδα, να σκοτώσει τελικά τον πατέρα του τον Λάιο, χωρίς να ξέρει ότι αυτός είναι ο πατέρας του και να παντρευτεί τη μητέρα του την Ιοκάστη με την οποία έκαναν και τέσσερα παιδιά.

Όλα αυτά παρουσιάζονται χωρίς συναισθηματική φόρτιση. Ο προβληματισμός αν προκύψει , θα προκύψει μέσα από την βιωματική θεατρική εμπειρία.

Έτσι η  αρχετυπική ιστορία του Οιδίποδα ξεδιπλώνεται μέσα από τα εκπληκτικά, χαρακτηριστικά tableaux vivants του Ρόμπερτ Γουίλσον. Το έργο του είναι φορμαλιστικό και την ίδια στιγμή ενστικτώδες. Ένα απροσδόκητο κολάζ  εποχών, εικόνων, κειμένων, ήχων, που επιδιώκει να δημιουργήσει το παράδοξο και την έκπληξη από το οποίο δε λείπει το χιούμορ.

Καταπληκτική η Λυδία Κονιόρδου διηγείται την ιστορία του Οιδίποδα Rex. Η Ιοκάστη γέννησε αγόρι. Η φωνή αλλάζει, ο τονισμός ποικίλει, πολλές οι επαναλήψεις. Αυτή είναι η ιστορία του Οιδίποδα. Η ιστορία του Οιδίποδα είναι χωρισμένη σε κεφάλαια. Ήχος διακριτικός και διακριτός σημαίνει το τέλος της μιας πράξης και την αρχή της άλλης. Ο Αφηγητής ( Λυδία Κονιόρδου) μπαίνει σε διάφορους ρόλους. « Ελάτε, δεχτείτε να με αγγίξετε, τον άτιμο! Κανείς μετά από μένα δε μπορεί να αντέξει τις συμφορές μου». Οι επίμαχες λέξεις ακούγονται και ξανακούγονται “ Pastore, Sfigae” . Ο λόγος της ηθοποιού είναι πλαστικός και πολύ εκφραστικός. Το πρόσωπο της Ιοκάστης φωτίζεται με κόκκινο προβολέα. Ο Οιδίπους χορευτής, με πλαστική κίνηση κινείται αργά πάνω στη σκηνή και σε Tableau vivant μένει να κρατά το σκοινί, το σκοινί με το οποίο ο Λάιος του έδεσε τα πόδια, το σκοινί της ζωής του, το φίδι που καθορίζει την τύχη του.

Εξίσου μαγευτική με ένα αλλόκοτο τραγικό ύφος, συνδυασμένο με πανικό και τρέλα η εκπληκτική   Άνγκελα Βίνκλερ, η άλλη αφηγήτρια. Η μία, η Λυδία Κονιόρδου, βγαλμένη από το θέατρο No με μακιγιάζ αντίστοιχο και η άλλη, η  Άνγκελα Βίνκλερ, σαν να έρχεται μέσα από έργο του Μπρεχτ. Η τυφλότητα εμφανής και στο μακιγιάζ των χορευτών, ερμηνευτών, ηθοποιών, με μια μαύρη βαμμένη ταινία στα μάτια. Ποια είναι η αλήθεια; Πως τη μαθαίνει κάποιος; Με ποιο τίμημα;

Ωστόσο οι εικόνες του δεν υπακούουν στη λογική, θυμίζουν ζωγραφική του Magritte και το παράδοξο που επικρατεί σε αυτή. Το έργο του συγγενεύει επίσης με τον  Barnett Newman. Έτσι προκύπτουν και οι μεγάλοι φωτεινοί πίνακες του σκηνικού σε έντονες μονοχρωμίες. Μουσικά επηρεάζεται από τον Τζoν Κέιτζ (John Cage) έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής αβάν-γκαρντ. Tο 1957, μιλώντας για  την Πειραματική Μουσική, περιέγραψε την μουσική ως ένα «“άσκοπο παιχνίδι” το οποίο αποτελεί μια “επιβεβαίωση της ζωής – όχι μια προσπάθεια για να φέρει τάξη στο χάος, ούτε να προτείνει διορθώσεις στη δημιουργία, αλλά απλά ένας τρόπος να ξυπνήσεις σε ακριβώς αυτήν την ζωή που ζούμε.» Ο συριγμός του Σαξοφώνου, και άλλα μοτίβα αυτή την πολυπλοκότητα του χάους ήθελαν να υποδείξουν και την αδυναμία αποφυγής του. Το leitmotiv της παράστασης σε διάφορες γλώσσες, συμβάλει στο να γίνει κατανοητό ότι  « Καλύτερα κάποιος να ζει τυχαία! Τα πάντα η τύχη διαφεντεύει! Toute prévision est incertaine, le mieux est de vivre au hasard!”».  Χορευτικά επηρεάστηκε από την Martha Graham, αυτή τη σπουδαία φυσιογνωμία του χορού, που ήθελε να αποτυπώσει μέσα από την κίνηση, το γράφημα της ανθρώπινης καρδιάς. Κινήσεις κοφτές, άλλοτε γρήγορες, άλλοτε αργές, πάντως  δυναμικές. Το σώμα έχει τη δική του γλώσσα και συχνά λέει περισσότερα από τη φωνή. Οι ηθοποιοί κινούνται σε διαφορετικούς ρυθμούς, το σώμα έτσι αποκτά ευγλωττία και η κίνηση έχει τελετουργική μορφή. Η κίνηση των χορευτών εμπνευσμένη από τα αγγεία, η μουσική επική  γύρω από την Τύχη του ανθρώπου.  Ο Οιδίποδας σε τρόμο απευθυνόμενος στο Δία καταθέτει την απελπισία του « Σε βλέπω και τρομάζω! Δία τι άλλο με περιμένει;»     Κάθε τόσο με επαναλήψεις ακούγεται η ιστορία αυτού του άντρα. Ελευθέρωσε τη Θήβα από  το χρησμό. Η Τύχη τα διαφεντεύει όλα.  Πλάγιασε με τη μάνα του και έκανε τέσσερα παιδιά. Επανειλημμένα ρωτά « Who was my father? Who was my mother?  Όταν καταλαβαίνει τι έχει κάνει η συντριβή του είναι μεγάλη.  Δεν ουρλιάζει ο ήρωας αλλά με τον εκνευρισμό του πετά κάτω όλες τις καρέκλες του σκηνικού.  Η οικουμενική Μοίρα του ανθρώπου. Όταν πια είδε καθαρά και το διηγούνταν στην Ιοκάστη πήρε μια σκληρή βελόνα από το φουστάνι της και εν τέλει έβγαλε τα μάτια του, αφού αυτά δεν βλέπουν και τον οδηγούν σωστά για να μην βλέπει τα φοβερά πράγματα που έχει κάνει.

Η γλώσσα έχει μια  ιδιότυπη θέση στο θέατρο του Γουίλσον. Ακούγονται γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά ιταλικά, αρχαία ελληνικά. Τραυλισμός, κραυγή, θόρυβος, μονόλογος, ψευδοδιάλογος, διαφορετικές γλώσσες, ηχολαλιά, ψέλλισμα, πολυγλωσσία. Ο λόγος συνεργάζεται με την κίνηση, το φως, και τον ήχο και μεταβάλλει λέξεις σε φωνητικό ή οπτικό υλικό. Ο Γουίλσον θέλει να αποδείξει ότι η γλώσσα είναι μια κοινωνική κατασκευή. Τεχνική του η επανάληψη, διπλασιάζονται κινήσεις, εικόνες , έργα και πρόσωπα και ακούγεται ένας διακεκομμένος λόγος.

Στο θέατρο του Γουίλσον η ύπαρξη είναι τραυματική εμπειρία. Αναδεικνύονται το παράλογο της ζωής, η μοναξιά, η αλλοτρίωση, η αγωνιώδης ενατένιση του θανάτου.

Το θέατρο είναι ένα Forum όπου ο κόσμος έρχεται να συμμετέχει σε μια ανταλλαγή και να μοιραστεί μια κοινή εμπειρία. Μια από τις καταπληκτικές ιδιότητες του  θεάτρου είναι ότι μπορεί να φέρει κοντά κόσμο από διαφορετικά υπόβαθρα, οικονομικά, θρησκευτικά, πολιτικά.

Η κινηματογραφική επιρροή του έρχεται από τον εκκεντρικό  Andy Warhol, που έβλεπε τον σύγχρονο άνθρωπο δέσμιο του καταναλωτισμού του και της εικόνας του, χωρίς συναισθήματα, με ακραίες απόψεις πάνω στην τέχνη.  Στο έργο του, το οποίο βασίζεται στην πραγματικότητα, επικρατεί μια πνοή απόκοσμη, εξαιτίας του αφύσικου φωτισμού, της ανατροπής των φυσικών μεγεθών, της παράδοξης γειτνίασης ανθρώπων και αντικειμένων. Ο φωτισμός είναι καθοριστικός, δημιουργεί χώρο και συχνά  αντίθεση μεταξύ ψυχρών και ζεστών χρωμάτων. Η δύναμη του θεάτρου του προέρχεται από έναν ανταγωνισμό δυνάμεων και αντιθέσεων ένα complexus oppisitorum. Έτσι έχουμε κάθετο – οριζόντιο, ήχο- σιωπή, φως σκοτάδι, γρήγορο  και αργό ρυθμό. Ψυχρό- ζεστό, κωμωδία- τραγωδία, μεγαλόπρεπο - γκροτέσκο.

Στα έργα του δεν υπάρχει συναισθηματική φόρτιση, οι ηθοποιοί του δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους, τα πρόσωπα τους παραμένουν ανέκφραστα.  Αναζητά την αποστασιοποίηση όχι μόνο των ηθοποιών, αλλά και του κοινού από την πράξη.

Ο Γουίλσον απορρίπτει τη ρεαλιστική απόδοση της κίνησης στο θέατρο. Για εκείνον σημασία έχει η αισθητική.

Υπάρχει μια βραδύτητα στο χρόνο κίνησης που μιμείται τον φυσικό χρόνο. Στόχος του είναι ο θεατής να βιώνει το θέαμα σαν να βρίσκεται σε φυσικό χώρο και χρόνο.

Ο Γουίλσον δεν επηρεάζεται μόνο από τον βορειοαμερικανικό χώρο, ούτε από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι επιρροές του προέρχονται από διαφορετικές χρονικές και γεωγραφικές ζώνες, όπως από την Αφρική, εξού και η υπέροχη αυτή κίνηση του Χορού με τα κλαδιά στα χέρια, αλλά και από την Ευρώπη, την Ασία και κυρίως από το γιαπωνέζικο θέατρο No και Καμπούκι.

Διηγούνται αφηγητές την ιστορία του Οιδίποδα από τη στιγμή της γέννησής του και της εγκατάλειψής του ως βρέφους, μέχρι τη στιγμή της τύφλωσής του, αφού έχουν προηγηθεί οι φρικτές αποκαλύψεις: από το πρώτο φως της ζωής στο τελευταίο φως που αντικρίζει.

Ο Γουίλσον χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση των εικόνων του υψηλή τεχνολογία και ειδικά εφέ, για να ενισχύσει την θεατρική ψευδαίσθηση, η οποία όμως αντιβαίνει κάθε ρεαλιστικό κανόνα.

Η θητεία του κοντά σε αυτιστικά παιδιά τον έχει οδηγήσει σε αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων επικοινωνίας.

Για τον Γουίλσον το θέατρο είναι αρχιτεκτονική. Συμμετείχε μαζί με τον Paolo Soleri τον μεγάλο ιταλό αρχιτέκτονα, για τη δημιουργία μια ουτοπιστικής αρχιτεκτονικής  με φιλοσοφικά και μυστικιστικά στοιχεία της πειραματικής, οικολογικής πόλης Arcosanti στην Αριζόνα, την οποία οραματίστηκε και υλοποίησε ο μεγάλος Ιταλός αρχιτέκτονας και ένας από τους εναπομείναντες μέχρι πρόσφατα οπαδούς του δόγματος «Φρανκ Λόιντ Ράιτ». Ο Soleri ανήκει σε εκείνη την ολιγομελή κάστα σπάνιων περιπτώσεων αρχιτεκτόνων που συνέδεσαν τη ζωή και το έργο τους με την ανάπτυξη ενός άλλου εναλλακτικού τρόπου κατοίκησης, ενδεικτικού ενός ριζικά διαφορετικού τρόπου σκέψης, αίσθησης και ύπαρξης μέσα στον κόσμο.

Ο χώρος της Επιδαύρου είναι εκεί για να φιλοξενεί την τέχνη. Ίσως ο Οιδίπους του Μπομπ Γουίλσον να είχε αναδειχθεί περισσότερο σε έναν πιο ελεγχόμενο χώρο, σε κάποιο χώρο της Πειραιώς 260 ή στη στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό που ίσως χάθηκε μιας και στο χώρο αυτό πολλοί θεατές έρχονται προϊδεασμένοι ότι θα δουν κλασική τραγωδία.

Στα ελληνικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και λατινικά, με τις πρωτότυπες μεταφράσεις σε ιταλικό στίχο των Ettore Romagnoli (1926) και Orsatto Giustiniano (1585)

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ