Από την Βασιλική Μπαλούτσου
Τι συμβαίνει όταν ένας 42χρονος ράφτης από το Τσοτύλι Κοζάνης μεταναστεύει στην Τουλούζ στη Γαλλία για να κυνηγήσει το όνειρό του να ανοίξει το προσωπικό του ατελιέ και να γίνει διάσημος σχεδιαστής μόδας της υψηλής κοινωνίας γνωστός σε όλη την Ευρώπη; Πόσο εύκολα συνυπάρχουν επί σκηνής ετερόκλητοι φαινομενικά χαρακτήρες που όμως τους συνδέουν τόσα κοινά; Χορεύτριες του καμπαρέ, Έλληνες μόδιστροι, Ισπανοί διπλωμάτες, έμποροι κρεάτων, Γερμανίδες gamer, συνεσταλμένες οικονόμοι και Άραβες επιχειρηματίες;
Τι είναι η πελότα από όπου πήρε τον ασυνήθιστο τίτλο της αυτή η απολαυστική κωμωδία καταστάσεων και πόσο ταιριαστός είναι ο τίτλος αυτός με όσα διαδραματίζονται επί σκηνής;
Και κυρίως ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ένας και μόνο ηθοποιός να μπορεί να υποδυθεί ΟΛΟΥΣ αυτούς τους χαρακτήρες, να ονειρεύεται, να σχεδιάζει, να ταξιδεύει, να καβαλά μηχανή παρέα με περιθωριακούς τύπους, να ερωτεύεται γυμνασμένα μοντέλα και να γοητεύει ισπανούς διπλωμάτες, να παρηγορεί παρθένες κορασίδες και να σχεδιάζει δολοφονίες (!), να κερδίζει απρόσκλητα χρήματα για να δραπετεύσει σε νέους προορισμούς με τον Ιταλό έρωτά του, να κατακτά δόξα και φήμη ως μόδιστρος περιωπής γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους των καμπαρέ της Γαλλίας, να χορεύει, να τραγουδάει, να θρηνεί, να υποφέρει, να γελάει ασταμάτητα, να γεμίζει τη σκηνή, ώσπου στο τέλος να….. ε, ας κρατήσουμε και κάτι για το τέλος.
Το γεγονός είναι ότι ο Δημήτρης Χατζηθεοδοσίου πέτυχε να παρασύρει το κοινό και να το κρατήσει σε εγρήγορση με τα πειράγματά του, καταφέρνοντας να υποδυθεί μια πλειάδα ηρώων, ανδρών και γυναικών, συνομιλώντας μαζί τους σε παρόντα χρόνο, αλλάζοντας ταχύτατα φωνή, κίνηση, αξεσουάρ, διάθεση, έτσι που δεν σου έλειπε η φυσική παρουσία των χαρακτήρων που ξεδιπλώνονταν σιγά σιγά στη σκηνή, ένα παρδαλό κι αλέγκρο, πολύγλωσσο πλήθος. Αφηγήθηκε με ασυγκράτητο και φρενήρη ρυθμό μια απολαυστική σουρεαλιστική ιστορία, τόσο που έμοιαζε σαν να υλοποιούσε το δραματικό κείμενο εκείνη την ώρα πάνω στη σκηνή, αυτοσχεδιάζοντας!
Ήταν ένα «κόλπο γκρόσο» όπως θα έλεγε και ο Ιταλός έρωτάς του, ο Angelo, σάρωσε μόνος του τη σκηνή, μια βόμβα ενέργειας που μετέδιδε μπρίο και ζωντάνια. Αεικίνητος κι ευλύγιστος σαν το λάστιχο, με αξιοσημείωτο ταλέντο, φρεσκάδα και αυτοσυγκέντρωση. Καθώς ο ιδρώτας έσταζε στο κορμί του πρωταγωνιστή, διαφορετικά πρόσωπα επινοούνταν, συνομιλούσαν μεταξύ τους σαν να «συνωστίζονταν» στη σκηνή με τα πολύχρωμα κουστούμια τους και τις φαιδρές τους ιστορίες.
Όλα αυτά έγιναν εφικτά μέσα από την ευφάνταστη σκηνοθετική ματιά του Κρίτωνα Ζαχαριάδη που προσέδωσε έναν καταιγιστικό ρυθμό στο έργο. Με μινιμαλιστικό φόντο ένα ατελιέ υπό μετακόμιση, γεμάτο αριθμημένες χάρτινες κούτες και αξεσουάρ κοπτικής – ραπτικής και πρωταγωνίστρια φυσικά την πελότα τακτοποιημένη πάνω στον πάγκο σε περίοπτη θέση γεμάτη χρωματιστές καρφίτσες, με συμμετοχή video-art και την υπέροχη μουσική τζαζ σουίνγκ μελωδία που πλαισίωνε ως χαρούμενη ηχητική υπόκρουση την παράσταση και τον εύστοχο φωτισμό που αναδείκνυε και τόνιζε καίρια χρονικά σημεία της, ο στόχος του σκηνοθέτη επετεύχθη.
Κάθε παράσταση όταν τελειώνει και τα φώτα ανάβουν, κοιτώ τις φιγούρες των θεατών, προσπαθώντας να διακρίνω την ευθυμία τους, την ικανοποίησή τους, τη συγκίνηση τους για αυτό που μόλις βίωσαν να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια τους. Γιατί το θέατρο είναι πάνω από όλα ένα κοινωνικό γεγονός, κι όχι μόνο μια ατομική δραστηριότητα. Κι η επικοινωνία μεταξύ θεατών και ηθοποιών είναι κι αυτή μέρος της θεατρικής παράστασης.
Σε μια σουρεαλιστική κωμωδία, και μαζί έναν ρεαλιστικό πολυπρόσωπο μονόλογο καταστάσεων όπως ο σκηνοθέτης της τον αποκαλεί, το ζητούμενο είναι το ευεργετικό γέλιο, να ξεφύγει ο θεατής από την κουρασμένη και μελαγχολική του πραγματικότητα και να ταξιδέψει με χαρά και κέφι σε μιαν άλλη για λίγα λεπτά. Με περισσή φαντασία ήταν καμωμένη η παράσταση αυτή από τον σκηνοθέτη Κρίτωνα Ζαχαριάδη, ο οποίος έγραψε και το πρωτότυπο θεατρικό έργο «Πελότα» και ζωντάνεψε τον καλοκουρδισμένο αόρατο θίασο επί σκηνής. Αυτή τουλάχιστον είναι η πρώτη ανάγνωση.
Σε δεύτερο χρόνο ιδωμένο, το θεατρικό εμπεριείχε προβληματισμούς και άρα πυκνότητα σκέψης. Η Πελότα, σε μια από τις πολλές ερμηνείες της λέξης, οδήγησε τον ήρωά μας να γίνει έρμαιο καταστάσεων και ανθρώπων, η ίδια λέξη χρησιμοποιείται επιπλέον και ως βωμολοχία του περιθωρίου. Η μετανάστευση για εύρεση εργασίας, η ξενοφοβία, η πολυπολιτισμικότητα (σχέσεις με διαφορετικούς λαούς και κουλτούρες), η κρίση αξιών (διαφθορά, χρήμα, έγκλημα), η διαφορετικότητα (ομόφυλες σχέσεις, ρατσισμός) είναι κάπου εκεί κρυμμένα πίσω από τα φανταχτερά κουστούμια και τις ραπτομηχανές.
Κι έτσι, η χαρούμενη αυτή ιστορία μετατρέπεται σε γλυκόπικρη και προκαλεί χαρμολύπη. Καθώς σιγοτραγουδάς τον εύθυμο ρυθμό του Χάρη Γκατζόφλια, αναγνωρίζοντας το πηγαίο ταλέντο του ηθοποιού και την εμπνευσμένη ματιά του σκηνοθέτη, σταματάς για λίγο. Σκέφτεσαι πως είναι αλληγορία οι καρφίτσες, συμβολίζουν και τις πληγές που μας καταφέρνει ο δρόμος που ακολουθούμε και δεν είναι στρωμένος πάντα με ροδοπέταλα.
Κι όλα αυτά με συντροφιά τη φωνή της Ζωής Παπαδοπούλου «…Το κόβε ράβε ξήλωνε να το ‘χεις δεδομένο, κλωστή μες στη βελόνα σου για να ‘χεις πεπρωμένο. Κι όταν ανοίγουν προβολείς κι εσύ είσαι μέσα στα φωτά, τσιμπήματα θα χει η καρδιά σαν να ‘τανε πελότα…»
Τελικά, αυτό το χρωματιστό σουρεαλιστικό γαϊτανάκι χαρακτήρων αθόρυβα γλίστρησε στη μνήμη μου. Κι η γλυκόπικρη αίσθηση ήρθε για να μείνει. Με ένα χαμόγελο. Κι ένα δάκρυ. Μα, κυρίως, με μια αλαφράδα, ένα joie de vivre. Που συνταιριάζει αρμονικά το κωμικό με το τραγικό. Έτσι όπως είναι κι η ίδια η ζωή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ