Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Εποχή καραντίνας, οκτώ άτομα καρφιτσωμένα, σαν περιστέρια, στα μπαλκόνια μιας σκαλωσιάς, που υπαινίσσεται μια πολυκατοικία στην Κυψέλη. Άνθρωποι, που αν και γείτονες, μπορεί να μην είχανε μιλήσει ποτέ μέχρι τώρα.
Η καραντίνα, ο περιορισμός της κυκλοφορίας και των κινήσεων, ο διαφορετικός ρυθμός της ζωής, η μοναξιά, ο αναγκαστικός συγχρωτισμός με τον εαυτό, οι αναπόφευκτες σκέψεις, τα απωθημένα όνειρα, η συγκρατημένη επαναστατικότητα, όλα βρήκαν τρόπο να διαφύγουν, να διεκδικήσουν τον χώρο τους μαζί με την απελπισία και την απεγνωσμένη ανάγκη για επικοινωνία.
Η πρώτη συνομιλία αφορά δυο γείτονες, έναν άντρα και μια γυναίκα ψάχνουν και οι δυο την ταυτότητά τους, το όνομά τους. Εκείνος επιλέγει να λέγεται άλλοτε Κώστας, άλλοτε Δημήτρης, εκείνη πάλι άλλοτε Μαργαρίτα και έπειτα Μυρτώ. Εκείνος σήμερα κάποτε νιώθει μουσικός, και εκείνη έχει βάλει προτεραιότητα να πάρει μια γάτα. Συζητήσεις που μπορεί να παραμείνουν ανέφικτες. Η κουβέντα τους κινείται γύρω από την ταυτότητα, το όνομα, το επάγγελμα, την ηλικία. Τίποτε δεν είναι ευδιάκριτο, είναι όλα σχετικά και δεν διαχωρίζουν το σωστό από το λάθος. Αναρωτιούνται πότε θα τελειώσει όλο αυτό, ο εγκλεισμός, η καραντίνα, η έλλειψη ελευθερίας, όμως περιμένουν επιτέλους να βρουν μέχρι τότε την ταυτότητά τους, που ούτε και οι ίδιοι δεν ξέρουν ακριβώς ποια είναι.
Σε άλλο επίπεδο, στον πάνω όροφο, ένα ζευγάρι έρχεται σε σύγκρουση. Υπάρχει ένταση και εκείνος μιλά για ένα ψάρι το κομπουντάι, ένα άχρηστο ψάρι, μιας και δεν τρώγεται, που μένει ακίνητο ακόμα και για μέρες. Ίσως να νιώθει πιο ελεύθερο μέσα σε αυτήν την ακινησία του, καθώς δεν απειλείται, παράλληλα ενώ περιμένει μεταλλάσσεται από αρσενικό γίνεται θηλυκό για να εξασφαλίσει την επιβίωση του είδους του. Οι ταινίες είναι μια λύση για να γεμίσουν τον κενό τους χρόνο. Εκείνος ζητά επιβεβαίωση, ότι είναι ο ήρωάς της ότι έχει καταφέρει να σερφάρει πάνω στο πιο ψηλό κύμα και θα ήθελε γι΄αυτό εκείνη είναι περήφανη. Μέσα στην ένταση των καιρών εκείνη ανταπαντά ότι αν θέλει να γίνει ήρωας να πάει εθελοντής σε ένα νοσοκομείο τώρα που έχουμε την πανδημία, ή να χαρίσει όλα του τα υπάρχοντα σε άστεγους ή μπορεί να πάει να γίνει πειρατής δίπλα με τον γείτονα που έχει κρεμάσει πειρατική σημαία και να παίξουν και το κρυφτούλι. Η έννοια του ήρωα αμφισβητείται. Τι είδους ήρωας μπορεί να είναι κάποιος μπροστά σε μια τέτοια απειλή. Οι συζητήσεις ανακαλούν συγκινησιακές μνήμες, θυμάται που μικρός είχε ντυθεί πειρατής και είχε πάει με την ηρωίδα μάνα του να αποχαιρετίσουν στο λιμάνι το ναυτικό πατέρα του. Και αυτός ήταν εγκλεισμός στο πλοίο ο ναυτικός, στην υγρή φυλακή και στη στεριά η μάνα να περιμένει μόνο να έρθει εκείνος και να κρατά την οικογένειά του. Όλοι έχουν περάσει δύσκολα χρόνια. Ο Έλληνας έχει μάθει στα δύσκολα.
Ο γείτονας στο πάνω όροφο συνηθίζει να πίνει, για να ξεχνά, για να χαλαρώνει, για να γίνεται πιο επικοινωνιακός για να διώχνει το φόβο του λέγοντας κάθε τόσο στην υγειά μας; Η συνήθεια καθώς λέει είναι το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού, το κουβαλάς πάντα μαζί σου. Η συνέχεια, οι καταβολές καθορίζουν το παρόν. Ο πατέρας του έπινε και εκείνος από μικρός μάζευε τα μπουκάλια του, έβαζε μέσα μήνυμα και τα άφηνε στην θάλασσα. Ο παππούς του μπέρδεψε τους μεν με τους δε και από το πολύ ξύλο έπαψε πια να είναι πια άνθρωπος. Τα έχει χαμένα.
Όλοι έχουν κάποιο παρελθόν, που τους καθορίζει. Ένα παρελθόν αντίστασης, ανύψωσης αναστήματος και τώρα είναι όλοι καθυποταγμένοι μέσα σε μια φυλακή. Καθηλωμένοι σε ένα μπαλκόνι όπως τα περιστέρια, ή ακόμα χειρότερα σαν τις προεξέχουσες υδρορροές των καθολικών εκκλησιών που σύμφωνα πάντα με την λαϊκή αντίληψη της εποχής προορίζονταν να διώξουν μακριά τα κακά πνεύματα τα οποία επιβουλεύονταν το ναό και έτσι το κακό να κρατηθεί μακριά από τους τοίχους της εκκλησίας. Όλοι θέλουν να αποπέμψουν την πανδημία και να ελευθερωθούν.
Ο άλλος γείτονας στο μπαλκόνι παίρνει κάμερα τον εαυτό του να μιλά στο παιδί του που δεν γνώρισε, για να του αφήσει το στίγμα του, τη φωνή του, αν αυτή ταξιδέψει στο σύμπαν. Ορατή η ανάγκη του ανθρώπου που φοβάται και θέλει να αφήσει το αποτύπωμά του στο σύμπαν. Ζητά συγγνώμη που δεν κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο για εκείνον, για να τον υποδεχτεί. Θέλει να ταξιδέψει το ντοκουμέντο που δημιουργεί στο διάστημα με το Voyager και να τον βρει, να τον συναντήσει, όμως να δεν τα καταφέρει του λέει να γίνει ο ίδιος πειρατής και να κουρσέψει το διάστημα. Όλο αυτό ακούγεται σαν παραλήρημα πριν από ένα μακάβριο τέλος.
Η κυρία στο πρώτο επίπεδο επιζητά να μιλήσει με την γειτόνισσα από πάνω της, και της ζητά να την ακούσει να τραγουδά γιατί υποψιάζεται ότι έχει καλή φωνή και πολλοί από τους πελάτες στο τηλεφωνικό κέντρο που δουλεύει της έχουν μιλήσει για την γλυκιά φωνή της. Κάνει όνειρα ότι όταν τελειώσει η καραντίνα θα φύγει από την εταιρεία και θα γίνει τραγουδίστρια. Θυμάται την αδελφή της γιαγιάς της που τραγουδούσε στην όπερα. Αυτή ήταν αντάρτισσα, ερωτεύτηκε μια ιδέα και μετανάστευσε στην Πολωνία. Φαντάζεται τον εαυτό της να παίρνει αγκαλιά τον εαυτό της. Τόση ανάγκη για στοργή και συντροφιά. Τόση μοναξιά. Μια καραντίνα που τα έβγαλε όλα στη φόρα, ό,τι ο καθένας δεν είχε τακτοποιήσει μέχρι εκείνη την ώρα στη ζωή του, φωνάζει απελπισμένα για να αποκαταστασθεί.
Οι σχέσεις δοκιμάζονται. Το ζευγάρι νιώθει να ασφυκτιά μέσα στο σπίτι τόσες μέρες. Εκείνος είναι εκνευρισμένος, τη βλέπει να δοκιμάζει νέες συνταγές, να αλλάζει θέση στα έπιπλα, σαν τρελαμένο ζώο στο σπίτι. Δεν έχει καθόλου γλάστρες στο μπαλκόνι της γιατί καθώς λέει δεν θέλει να έχει υποχρεώσεις. Αναλαμβάνει ό, τι είναι απαραίτητο και μόνο.
Η άλλη γειτόνισσα αναρωτιέται ποιος μένει στο σπίτι απέναντι με την πειρατική σημαία κι ενώ την φλερτάρει ο κύριος με το ποτό στο χέρι, εκείνη πλάθει ιστορίες με το μυαλό της για έναν άγνωστο, ανένταχτο, επαναστάτη, που κατοικεί απέναντι.
Ο άστεγος μιλά στα περιστέρια, δεν τηρεί τους κανόνες για την ασφάλειά του, δηλώνει και είναι ελεύθερος. Ταυτίζεται με τα περιστέρια της Κυψέλης. Θέλει να είναι έξω, ανεξέλεγκτος και ελεύθερος.
Ο φίλος του ηθοποιός τον καλεί επάνω, ενώ κάνει φωνητικές ασκήσει στο μπαλκόνι και βγάζει πολιτικό λόγο ενθυμούμενος τις ένδοξες μέρες των μπαλονιών με τους λαοπλάνου πολιτικούς: «Ας θυμηθούμε τα περήφανα νιάτα, τα τιμημένα γηρατειά της Κυψέλης.» Κάνει περφόρμανς και ανακινεί μνήμες στου θεατές.
Η επίδοξη τραγουδίστρια βρίσκει την ευκαιρία να ζητήσει να την ακούσει αυτός που είναι ηθοποιός και τραγουδά την « Κρουαζιέρα» του Βαγγέλη Γερμανού. Ταυτίζεται με την αδελφή της γιαγιάς της, η αλληλεπίδραση τους βοηθά όλους να σκεφτούν. Χαρίζει μια γλάστρα στη γειτόνισσα από πάνω καλώντας την να αναλάβει μια ευθύνη και την υποχρέωση να φροντίζει κάτι.