Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Αδέλφια στη δίνη του πολέμου όταν αυτός δεν είναι μια ξένη, εξωτερική συνθήκη, αλλά γίνεται εσωτερική υπόθεση, όπως συμβαίνει να γίνεται και σε όλα τα πράγματα. Το θέατρο OLVIO παρουσιάζει την παράσταση «Σφαγείο», μια παραγωγή της εταιρείας θεάτρου «Από τα Έγκατα της Γης». Η εταιρεία θεάτρου «Από τα Έγκατα της Γης» ιδρύθηκε το 2018 από τους Λυκούργο Μπάδρα και Βασίλη Τριανταφύλλου με στόχο την ανίχνευση του βαθύτερου εαυτού και τη δημιουργία ενός «θεάτρου για όλους, που να μυρίζει δημοκρατία, ελευθερία λόγου και αγάπη για ζωή.»
Το «Σφαγείο» είναι ένα εμβληματικό έργο της ισραηλινής δραματουργίας και αφορά τη σχέση τριών Παλαιστινίων αδελφών μέσα στη δίνη του αραβο-ισραηλινού πολέμου. Είναι γραμμένο το 1990, τέσσερα χρόνια πριν επιτευχθεί η Συμφωνία του Όσλο μεταξύ Αραφάτ και Ράμπιν για την αποχώρηση των Ισραηλινών από την πόλη της Γάζας μετά από 27 χρόνια κατοχικής παραμονής τους. Η συμφωνία έρχεται βέβαια ως απόρροια της πρώτης Ιντιφάντα που ξέσπασε το 1987. Το 1990, υποστηρίζει σε σημείωμά του για το «Σφαγείο» ο συγγραφέας, «τα βίαια φαινόμενα, που κατέστρεφαν τις ζωές των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών, δεν είχαν βρει κάποια θέση στο ισραηλινό θέατρο. Ένιωσα ότι δίπλα στα σπίτια μας ξετυλίγονταν μεγάλα δράματα, με διλήμματα και αποφάσεις ζωής ή θανάτου, και είχα την ανάγκη να γράψω γι' αυτά.»
Το έργο είναι πολιτικό και καλεί σε προβληματισμό. Η ισραηλινή καταγωγή του συγγραφέα δημιουργεί αρχικά κάποια ερωτηματικά για την αντικειμενικότητα της προσέγγισης του Παλαιστινιακού ζητήματος, ωστόσο το έργο αγκαλιάστηκε και από τους Παλαιστίνιους. «Επέλεξα να διηγηθώ αυτή την ιστορία από την πλευρά των τριών Παλαιστίνιων αδερφών, ώστε το ισραηλινό κοινό να γνωρίσει τον εχθρό μέσα από τη δύναμη του θεάτρου», αναφέρει ο ίδιος. «Και μόνο που επιλέγει οι ήρωές του να είναι Παλαιστίνιοι, στην ουσία θέλει να δείξει το πρόσωπο του «εχθρού» στους συμπατριώτες του. Για ποιο λόγο πολεμάνε, πώς σκέφτονται, για ποια πράγματα πονάνε; Είναι το ίδιο σκεπτικό με αυτό στην αρχαία τραγωδία, στους «Πέρσες» του Αισχύλου ή στις «Τρωάδες» του Ευρυπίδη.
Ο συγγραφέας, κατά τα λεγόμενά του, δεν είναι από αυτούς που πιστεύουν πως οι Παλαιστίνιοι είναι τέρατα. Αντίθετα είναι από αυτούς που προσδοκούν την αρμονική συνύπαρξη των δύο λαών. «Το καλύτερο που κάνει είναι ότι δεν παίρνει μια ξεκάθαρη θέση αλλά αφήνει τα πράγματα ανοικτά, έτσι ώστε να δημιουργεί ερωτήματα στο θεατή και όχι να δίνει απαντήσεις».
Είναι η ίδια λογική των Davide Cali & Serge Bloch στο «L’ ennemi» (Ο εχθρός). Όλη αυτή η προπαγάνδα για να καλλιεργηθεί και να οξυνθεί η εχθρότητα, να ανάψουν τα αίματα, να γίνουν σκοτωμοί, εξυπηρετώντας πάντα το συμφέρον του ισχυρού. Η ίδια αντιπαλότητα γνώριμη σε όλους τους λαούς. Εφάπτεται και με τις δικές μας μνήμες από τον εμφύλιο, με αυτές τις αντίστοιχες των Ιρλανδών, με τους πολεμιστές του IRA αλλά και με τις σφαγές των φυλών στην Αφρική, το Σαράγεβο κ.α. Ατελείωτες οι διπολικότητες και οι εχθροπραξίες.
Στο Σφαγείο παρακολουθούμε τη σύγκρουση δύο αδερφών. Ο ένας είναι αγωνιστής για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ενώ ο άλλος αδερφός, ο μεγαλύτερος, είναι χαφιές. Ο τρίτος, ο μικρότερος, βρίσκεται ανάμεσα. Από τη μια συμμετέχει στο απελευθερωτικό μέτωπο, από την άλλη όμως, τον νοιάζει να μη διαλυθεί η οικογένειά του. Είναι όλοι πολύ πληγωμένοι από το θάνατο, την πρώτη και άδικη θυσία του μικρού ανήλικου αδελφού τους σε μια διαδήλωση.
«Έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς αναπτύσσεται ο χαρακτήρας του χαφιέ. Ποιοι είναι οι λόγοι που τον οδηγούν. Ποιος είναι ο ψυχισμός που διαμορφώνεται μέσα στην ισραηλινή κατοχή ώστε κάποιοι οδηγούνται στις τάξεις ενός απελευθερωτικού κινήματος και κάποιοι άλλοι γίνονται συνεργάτες του εχθρού. Μπορούμε να τους κατανοήσουμε; Δεν έχει ξαναγίνει στο παγκόσμιο θέατρο να φωτίσεις τόσο πολύ τον ήρωα-χαφιέ». Σκέφτεται την οικογένειά του, το σπίτι που έχασε και γίνεται φιλοτομαριστής. “Live and let die”. Όλοι είναι μασκαρεμένοι, καμουφλαρισμένοι πίσω από ένα μετερίζι, πίσω από ένα κρησφύγετο - οχυρό γι’ αυτό και ο αρχικός τίτλος του έργου “Masked”, που στα ελληνικά έχει μεταφερθεί «Σφαγείο». Όλες αυτές οι ενέργειες καταλήγουν σε σφαγές.
Το σκηνικό απλό, λιτό κάνει το έργο να βασίζεται πάνω στις ερμηνείες των ηθοποιών.
Τρία αδέλφια, τρεις τουλάχιστον απόψεις για μια σκληρή πραγματικότητα. Ο Νταούντ, ο μεγαλύτερος (Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου), ο χαφιές, αυτός που συντηρεί την οικογένεια και που καταδίδει. Διακατέχεται από την πίεση ενός άλλου προσωπικού και οικογενειακού καθήκοντος , που δεν του επιτρέπει να κατανοεί το μέγεθος της συνολικής καταστροφής μπροστά στη δική του επιβίωση και το δικό του συμφέρον. Ο Ναήμ (Βασίλης Τριανταφύλλου ), ο μεσαίος που έχει βγει στο βουνό συμμετέχοντας στον ένοπλο αγώνα και ο Χαλίντ (Λυκούργος Μπάδρας), ο μικρότερος από τους τρεις , που είναι φοβισμένος και παίρνει το μέρος του λαού του, αλλά αγαπά τα αδέλφια του και δε συμμερίζεται τον τρόπου του Νταούντ. Στο τέλος είναι αυτός ο από μηχανής θεός, που θα δώσει τη μόνη λύση για να διαφυλάξει και τον αδελφό του από το να τον κατακρεουργήσουν οι «άλλοι», η ένοπλη απελευθερωτική οργάνωση που θα τον περάσει από δίκη, με την κατηγορία της προδοσίας, και τον Ναήμ από το να τον εκδικηθούν οι « δικοί» του για τη κάλυψη του αδελφού του. Τρομερή αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον και την προδοσία. Ο Χαλίντ προσπαθεί να τους σώσει και τους δυο. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του κατηγορούν ο ένας τον άλλο. «Φύγε! Γύρνα πίσω στην σπηλιά σου να κρυφτείς![…] Εσύ και οι εθνοφρουροί σου έχετε σκοτώσει περισσότερους Παλαιστίνιους απ’ ό,τι οι Εβραίοι!» Ο ένας κατά κάποιον τρόπο σφαγιάζει τον άλλον. Ανταπαντά ο Ναήμ « Ξεπουλήθηκες για να γίνεις σκλάβος τους!»
Ο Νταούντ νιώθει σαν το μοσχάρι που το δένουν και έρχονται οι άλλοι για να το σφάξουν. Εκείνος νιώθει αδικημένος, γιατί του έχουν κάψει το σπίτι. Τα αντίποινα είναι διαδοχικά. Η αλυσίδα του αίματος ατελείωτη. Εξαιρετικά σκηνοθετημένη η τελευταία σκηνή. Το κρίμα και ο θάνατος, τους θέλουν όλους συνυπεύθυνους και ενόχους. Ο τελευταίος βηματισμός οδηγεί στο νήμα που ενώνει τα τρία αδέλφια.
Οι ερμηνείες, οι ελεγχόμενες κινήσεις, οι εντάσεις, συντονίζονται από την καταπληκτική μουσική του Γιάννη Παπλωματά, μουσική αγωνίας και τραγικότητας και τους αντίστοιχους φωτισμούς του Γιώργου Αγιαννίτη.
Στόχος του σκηνοθέτη Κώστα Παπακωνσταντίνου είναι να προτρέψει τους θεατές σε αναστοχασμό και κριτική σκέψη «για την κοινωνική δομή που παράγει ανάλογες στάσεις και συμπεριφορές», που ωθεί τον άνθρωπο σε τέτοιας έντασης εχθρότητα κι αλληλοσπαραγμό, εξυπηρετώντας αλλότριους σκοπούς. Κάθε πόλεμος παράγει θύτες και θύματα. Ο άνθρωπος είναι έρμαιο ενός αδυσώπητου παιχνιδιού, χωρίς κανόνες και φραγμούς.
Ο Ιλάν Χατσόρ πέτυχε να γράψει ένα έργο φιλειρηνικό χωρίς να είναι στρογγυλεμένο.
Η παράστασή στο Olvio « φιλοδοξεί να είναι αιχμηρή… κι ανθρώπινη» και νομίζουμε ότι αυτό το πετυχαίνει. Νιώθει ο θεατής ότι γίνεται υποκείμενο, που το χειρίζονται και απομένει να βρει τις αντιστάσεις του.
Το έργο είναι πολιτικό και δεν έχει γρήγορες απαντήσεις στα θέματα που θέτει.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ