Κριτική για την παράσταση "Σίρλεϋ Βάλενταϊν"

Από την Βάσω Μπαλούτσου

Το έργο Σίρλεϋ Βάλενταιν του προικισμένου βρετανού συγγραφέα Γούιλι Ράσελ (1986), δημιουργού ενός από τα πιο επιτυχημένα μιούζικαλ του Λονδίνου, του “Blood Brothers”, είναι γνωστό, σύγχρονο και στη διάρκεια των ετών απολαύσαμε πολλές εκτελέσεις του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μάλιστα, η πορεία του θεατρικού αυτού μονολόγου υπήρξε τόσο επιτυχημένη, ώστε γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία το 1989 σε σκηνοθεσία Lewis Gilbert με πρωταγωνίστρια την Pauline Collins, υποψήφια για δύο Όσκαρ.

Στην Ελλάδα, τη μεσήλικη νοικοκυρά από το Λίβερπουλ έχουν υποδυθεί η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Χριστίνα Θεοδωροπούλου, η Ελένη Καστάνη και τώρα η Μπέσσυ Μάλφα. Κάθε θεατρικό ανέβασμα της Σίρλεϋ δίνει μια νέα πνοή στο έργο και επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητά του και τη διεισδυτικότητά του στο κοινό, όσο κι αν έχει δεχτεί κριτική ως ένας ανούσιος φεμινιστικός βρετανικός μονόλογος, ξεπερασμένος και μικροαστικός. Υπάρχει κάποια αιτία που ο έξυπνος αυτός μονόλογος που τόσο επιδέξια μετακινείται από τη χαρά στη λύπη κι από την πίκρα και την παραίτηση, στην αισιοδοξία και την ελπίδα, συνεχίζει για 30 και πλέον χρόνια να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες.

Η θέση της Σίρλεϋ είναι θλιβερή. Μια γυναίκα που κατοικεί στο Λίβερπουλ λίγο μετά τα 40 (λίγο μετά τα 50 στη θεατρική μεταφορά του Αλέξανδρου Ρήγα) περιμένει τον προγραμματισμένο μεσόκοπο άντρα της που τα θέλει όλα στην ώρα τους και όπως τα έχει συνηθίσει στην καθησυχαστική του ρουτίνα, μεγαλώνει τα παιδιά της με υπομονή και μητρική φροντίδα και χάνει τον εαυτό της. Για έρωτα ούτε λόγος. Όλα της τα προβλήματα τα συζητά με τον τοίχο της κουζίνας της που υπομονετικά δέχεται τα παράπονά της, ώσπου συμβαίνει κάτι που αλλάζει την καθημερινότητα της. Μια καλή της φίλη της κάνει δώρο εισιτήρια για δύο εβδομάδες διακοπών σε ένα ελληνικό νησί στην Ελλάδα. Έτσι, ετοιμάζει κρυφά από όλους τη βαλίτσα της για να ταξιδέψει. Στο ταξίδι αυτό που μέλλει να αλλάξει ριζικά τη ζωή της, γνωρίζει ανθρώπους, μεταξύ άλλων και τον γόη ταβερνιάρη «Κώστας» και λίγο πριν γυρίσει παίρνει μια σημαντική απόφαση για την ίδια.

Η Μπέσσυ Μάλφα είναι μια Σίρλεϋ φωτεινή, ακτινοβολούσα και αδιαμφισβήτητα γοητευτική. Μετακινείται εύκολα από τον έναν χαρακτήρα στον επόμενο, από το κωμικό στο δραματικό και τανάπαλιν, αποκαλύπτοντας σταδιακά την κλειστοφοβική της ευπάθεια, αλλά και το κέφι, τη ζωντάνια και την υποκριτική της αυτοπειθαρχία, τιθασεύοντας με μέτρο και αξιοσημείωτες μιμητικές ικανότητες όλους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου.

Δεν είναι ένα αριστούργημα η Shirley Valentine , ένα εξαιρετικό θεατρικό έργο που άλλαξε τα δεδομένα του σύγχρονου θεάτρου, ούτε η θεματολογία του σε ξυπνά από μόνη της. Κι όμως, στη Θεσσαλονίκη όπου είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την παράσταση, στο Αριστοτέλειο, ένα θέατρο 800 περίπου θέσεων δεν έπεφτε καρφίτσα. Ο συγγραφέας δείχνει να έχει μια παράξενη κατανόηση της γυναικείας πλευράς στη μάχη των φύλων. Από την άλλη μεριά βέβαια, λίγα ποτήρια κρασί σε μια παραλία και ένας νησιώτης ομορφάντρας ξεναγός στα αξιοθέατα της πατρίδας μας θα μπορούσαν να είναι από μόνα τους εγγύηση επιτυχίας. Ο αντιπροσωπευτικός θεατής μπορεί να ήταν η μεσήλικη γυναίκα των 50+ που ταυτίζεται πιο εύκολα με την πρωταγωνίστρια και την ιστορία της, αλλά στα μάτια του κοινού όλων των ηλικιών και των φύλων εύκολα διακρίνει κανείς τη χαρά, το αυθόρμητο γέλιο, τη λύπη, την κατανόηση. Πρόκειται αναντίρρητα για έναν άθλο η εκλαϊκευση μιας διαχρονικής προβληματικής και η εισχώρηση στον ψυχισμό των ανθρωπίνων σχέσεων, με μια φρέσκια ρεαλιστική ματιά, ώστε να δημιουργηθεί και να γίνει προσιτή στο ευρύ κοινό με αισιόδοξο τρόπο ιδωμένη, ασκώντας παράλληλα κοινωνική κριτική και παρέχοντας έμπνευση και ενθάρρυνση για μια «δεύτερη ευκαιρία» σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που βιώνει μια μη ικανοποιητική περιοριστική ζωή.

Η Μπέσσυ Μάλφα κατάφερε να συνωμοτήσει με το κοινό, να μεταβάλλει το βλέμμα της και να προσθέτει όσο «φως» κι όσο «σκοτάδι» ήθελε στην ηρωίδα της κατά το δοκούν. Κατόρθωσε να εναλλάσσει με άνεση τους ήρωες και τις διαθέσεις τους με τις σιωπές και τις παύσεις της και κυρίως με την αμεσότητα και τον καταιγιστικό ρυθμό της στην ευφρόσυνη μετάφραση του Αλέξανδρου Ρήγα. Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η παράλληλη ηχογραφημένη φωνή της πρωταγωνίστριας που συνυπήρχε στη σκηνή και μοιραζόταν έτσι τις σκέψεις της μαζί μας. Μαζί με τη φωνή, την κίνηση, με μια άρτια σκηνοθεσία και το υπέροχο και απόλυτα ταιριαστό τραγούδι Youkali που επέλεξε ο σκηνοθέτης, ο μονόλογος του Γούιλι Ράσελ απέκτησε δύναμη και ζωή κι η Μπέσσυ ήταν χάρμα οφθαλμών.

Τα αφαιρετικά λιτά σκηνικά ήταν λειτουργικά και επαρκή για τις ανάγκες της παράστασης αυτής, αν και έδιναν ώρες ώρες την αίσθηση, ειδικά στο δεύτερο μέρος του ταξιδιού στην Ελλάδα, ότι ήταν παραπάνω αφαιρετικά από όσο πρέπει. Επιθυμούσαμε λίγη περισσότερη Ελλάδα, ώστε το κρασί, η άμμος, ο μεσογειακός ήλιος, και κυρίως η απελευθέρωση από την γκρίζα καθημερινότητα και το «ταξίδι» σε μια άλλη ζωή να είναι αντιληπτά με όλες τις αισθήσεις από τους θεατές. Παρόλα αυτά, η σκηνοθετική πρόταση κατάφερε να αναδείξει ακόμη περισσότερο τη θέρμη και τις ερμηνευτικές ικανότητες της Μπέσυ Μάλφα, λειτουργώντας σαν ένας καμβάς, ώστε να απλωθούν τα δεκάδες χρώματα, η ευαισθησία και το ταλέντο της. Η Μπέσσυ Μάλφα απελευθερώθηκε από τον εαυτό της κι άφησε τη Σίρλεϋ να ζήσει και να υπάρχει από μόνη της, χωρίς τη βοήθεια κανενός συζύγου, κανενός παιδιού, καμιάς στενής φίλης ή καταλύτη έρωτα. Αποκατάστησε μια αχτίδα ηλιοφάνειας σε ένα ταραγμένο παρόν και της επέτρεψε να δραπετεύσει από τις προσδοκίες της αγγλικής κοινωνίας ή και της κάθε κοινωνίας. Μας υπενθύμισε να παίρνουμε ρίσκα, να δίνουμε αξία στον εαυτό μας, να έχουμε φωνή ακόμη κι όταν όλα μας σπρώχνουν να σωπάσουμε. Μια φωνή που θα ακούγεται πολύ πέρα από τους τοίχους της κουζίνας μας και τους βράχους της ακροθαλασσιάς.

Η «μαγεία του «δεν ξέρω», η λαχτάρα και η προτροπή της Σίρλεϋ σε όλους, αυτή η μαγεία του άγνωστου μέλλοντος μακριά από μια συμβατική καθημερινότητα, ενός μέλλοντος που φτιάχνουμε μακριά από τη ζώνη άνεσής μας, έτσι ώστε να μην ζούμε μια «αχρησιμοποίητη ζωή» αντιπροσωπεύει εκατοντάδες γυναίκες που έπαψαν να είναι ερωτευμένες με τον εαυτό τους. Αλλά όχι μόνο γυναίκες. Η προτροπή αφορά όλους τους ανθρώπους που «έχουν περισσότερη ζωή μέσα τους από όση μπορούν να ξοδέψουν και την κουβαλούν μέσα τους σαν άχρηστο φορτίο, πεθαίνοντας πολύ πριν πεθάνουν». Όσο κι αν το έργο κάποιοι το θεωρούν φεμινιστικό, το σίγουρο είναι ότι η παράσταση αυτή δεν χρειάζεται στεγανά. Η ευφυΐα του φιλέλληνα συγγραφέα είναι αυτή που ταξιδεύει την παράσταση τα τελευταία 30 χρόνια και παντρεύει το Λίβερπουλ με την Ελλάδα. Όσο κι αν μεταβάλλεται το κοινωνικό τοπίο, η μοναξιά, η συναισθηματική στασιμότητα και η χειραφέτηση εξακολουθούν να έχουν σημασία για κάθε σύγχρονη γυναίκα σε κάθε σύγχρονη κοινωνία.

Ο Αλέξανδρος Ρήγας μας έχει συνηθίσει σε επιτυχίες. Η συνεργασία του με την πολύτροπη υποκριτικά ηθοποιό Μπέσσυ Μάλφα μας έδωσε μια μοντέρνα προσέγγιση της Σίρλεϋ Βάλενταιν και η γλυκόπικρη ματιά του έργου ξαναζωντάνεψε. Στιγμές άφθονου ξεκαρδιστικού γέλιου και χειροκροτήματα κατά τη διάρκεια της παράστασης (3 μέτρησα), συγκίνηση και συγκατάνευση των θεατών που συμφωνούσαν με τα τεκταινόμενα και τον εγκλωβισμό της πρωταγωνίστριας και ένα σιγοτραγούδισμα του υπέροχου Youkali που έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στα γαλλικά η Έλλη Πασπαλά γέννησαν μια Σίρλεϋ που θα θυμάμαι για χρόνια.

Ιδιαίτερη μνεία στους φωτισμούς του Κώστα Αγγέλου, η συνεισφορά των οποίων στη συγκεκριμένη παράσταση ήταν καταλυτική. Ήταν σαν να γράφηκε ένα φωτιστικό σενάριο που με εκφραστικό μέσο το φως ακολουθούσε κατά πόδας τη δραματουργική εξέλιξη της ιστορίας και με τις αυξομειώσεις του, τη χρήση των χρωμάτων και την έξυπνη αντανάκλασή του στα σκηνικά αντικείμενα από γυαλί και πλεξιγκλας πρόσφερε μια εικαστική σύνθεση που διηγούνταν παράλληλα με τον λόγο την ίδια ιστορία και έχτιζε συναισθήματα.

Τα κουστούμια (Ελένη Μπλέτσα) συνόδευσαν το πέρασμα από τη μοναξιά και το βάλτωμα στην ξενοιασιά και το ρίσκο μιας καινούριας ζωής. Το αποκαλυπτικό λευκό αέρινο φόρεμα με το ασορτί καπέλο και το υπέροχο μακιγιάζ τόνιζε τη θηλυκή χυμώδη φύση της Σίρλεϋ και η Μπέσσυ που έλαμπε ξαπλωμένη στα ελληνικά «βράχια» ήταν απλά υπέροχη.

Η Σίρλεϋ-Μπέσσυ αφήνει το θεατρικό σανίδι ως μια άλλη γυναίκα. Ξαναγεννημένη. Θυμίζει περισσότερο εκείνον τον παλιό εαυτό της που πιτσιλούσε με μπογιές τους τοίχους, έπαιζε, μοιραζόταν το ντους με τον σύντροφό της, είχε όνειρα, ήταν ελεύθερη. Η μαγεία του ταξιδιού αυτού αυτογνωσίας κρύβεται στο “Γιουκάλι” που ο καθένας ανακαλύπτει για τον εαυτό του, «εκεί όπου τα όνειρα κατοικούν, είναι η λάμψη μέσα στη νύχτα μας, η λύτρωση που περιμένουμε πως θα έρθει κάποτε». Είτε υπάρχει το Γιουκάλι, είτε όχι, το μήνυμα της παράστασης είναι εκεί, επίκαιρο πάντα και διαχρονικό. Τα «ζωτικά ψεύδη», αυτές οι καθησυχαστικές ιστοριούλες που εφευρίσκουμε και λέμε πολλές φορές στον εαυτό μας για να κρύψουμε μια οδυνηρή πραγματικότητα δεν μπορούν να ζήσουν για πολύ. Έρχεται η στιγμή που καταρρέουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, αφού λησμονήσαμε να πούμε την ταπεινή αλήθεια μας σε εκείνον που οφείλει να είναι ο δικαιότερος κριτής μας και γνωρίζει ακριβώς τι πρέπει να πράξει, τον εαυτό μας.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ