Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Στέλλα Κοιμήσου και αποδέξου αυτό που για σένα έχει διαμορφωθεί γύρω σου ! Ζήσε μέσα στο λήθαργό σου και καρτερικά συνταυτίσου με όλη αυτή τη βία, την ανελευθερία, που σε θέλει μόνο στοιχείο διακοσμητικό μιας σαθρής και χωρίς θεμέλια μικροαστικής ευτυχίας. Ο ποιητής έγραφε: «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα».
Ο Γιάννης Οικονομίδης έχει ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο γραφής. Μέσα από την ωμότητα και την άκρατη σκληρότητα, ρίχνει ένα επαναστατικό βλέμμα, με χειρουργική τεχνική στο κοινωνικό σώμα.
Η οικογένεια, μικρογραφία μια κοινωνίας που νοσεί. Η άποψη του Αντρέ Ζιντ για την οικογένεια: «Οικογένειες, σας μισώ. Κλειστά σπίτια, κλειστές πόρτες, ζηλόφθονα αγαθά της ευτυχίας», βρίσκει στο έργο αυτό του Γιάννη Οικονομίδη τον απόλυτο εκφραστή της.
Μεγάλη η θεατρική διαδρομή με την οικογένεια να κατακρεουργεί τον νεανικό έρωτα, άρα και την ευτυχία των νέων. Τέτοια είναι η Ερωφίλη του Χορτάτση, που γράφτηκε με αφορμή την επιδημία πανούκλας στην Κρήτη από το 1592 ως το 1595. Πανούκλα στην κοινωνία και στην οικογένεια. Εν συντομία ο βασιλιάς τιμωρεί σκληρά τον Πανάρετο, τον σκοτώνει. Η εκδίκησή του περιλαμβάνει και την εξολόθρευση της κόρης του. Του κόβει το κεφάλι, τη γλώσσα και τα χέρια και του ξεριζώνει την καρδιά με σκοπό να τα προσφέρει ως δήθεν γαμήλιο δώρο στην Ερωφίλη. Ο βασιλιάς προσποιείται πως αποδέχεται το γάμο και προσφέρει μία λεκάνη με τα κομμένα μέλη του Πανάρετου στην Ερωφίλη. Εκείνη αυτοκτονεί και στο τέλος του έργου ο χορός σκοτώνει το Βασιλιά.
Παρόμοια στη Στέλλα Βιολάντη του Γρηγορίου Ξενόπουλου και στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ.
Η διαφορά στο έργο του Γιάννη Οικονομίδη έγκειται στην πλήρη ένταξη των πρωταγωνιστών στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Οι ήρωες δεν είναι τραγικά θεατρικά πρόσωπα καθώς ο καθένας αναγνωρίζει δικά του στοιχεία στα αδιέξοδα ή στις αδυναμίες τους και αυτό είναι το τραγικό. Η οικογένεια Γερακάρη είναι η οικογένεια της διπλανής πόρτας. Το θέμα του έργου γνωστό από τις ελληνικές σαπουνόπερες. Ο Οικονομίδης όμως με το λόγο που χρησιμοποιεί ξεσκεπάζει το κακό και τη ρίζα του πίσω από την οικειότητα που έχει δημιουργήσει.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε ότι: «Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις». Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα εγωιστικά και με αδιαφορία για την απειλή εκφασισμού της δημόσιας ζωής δρώντα υποκείμενα, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Αυτή είναι η μορφή του Αντώνη Γερακάρη και όλης του της οικογένειας. Μια οικογένεια που νοσεί. Όλα είναι φανερά προκαλώντας κι εμπλέκοντας το θεατή, ο οποίος καλείται να πάρει θέση. Μόνο εκείνος μπορεί να σταματήσει την επέλαση του τέρατος. Αν δεν το κάνει, κάτι που είναι και το πιθανότερο ίσως, οι συνέπειες θα είναι βαριές. Το κυνήγι της εξουσίας, η δόξα και η προβολή, η ψευδαισθητική εικόνα της επιτυχίας, με οποιοδήποτε τίμημα, η δήθεν ευτυχία και ο εύκολος πλουτισμός, η έλλειψη παιδείας και αξιών, η μεγάλη ζωή και η διάθεση επιβολής του ενός πάνω στον άλλο έχουν γίνει πηγάδι δίχως πάτο. Η άβυσσος είναι πάντα εκεί σαν διψασμένη καταβόθρα της σάπιας κοινωνίας.
Το «Στέλλα κοιμήσου» γράφτηκε με τη δημιουργική συμμετοχή των ηθοποιών της παράστασης κατά τη διάρκεια των προβών. Μέσα από τις πρόβες οι ηθοποιοί έγιναν η οικογένεια Γερακάρη, δημιούργησαν κοινά βιώματα και καταστάσεις, που ο ένας χρέωνε τον άλλο και έτσι προέκυψε και το κείμενο. Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή, καθώς ο διάλογος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ζωντανά στη σκηνή, με βάση το συγκεκριμένο σενάριο του Γιάννη Οικονομίδη. Έτσι οι ηθοποιοί παίζουν «σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους, αγνοώντας τις αντιδράσεις του κοινού» κατά την παλιότερη υπόδειξη του Ζαν Ζουλιέν με την εγκαθίδρυση του περίφημου «τέταρτου τοίχου, που είναι διαφανής για τους θεατές, συμπαγής για τους ηθοποιούς».
Για όλο το οικοδόμημα έχει ευθύνη ο Αντώνης Γερακάρης (Στάθης Σταμουλακάτος). Ισχυρός επιχειρηματίας, νονός της νύχτας και παράγοντας του υποκόσμου.
Η κόρη του Στέλλα (Ιωάννα Κολλιοπούλου) του ανακοινώνει έντρομη πως δεν θα παντρευτεί τον γιο της πλουσιότερης οικογένειας στην Ελλάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο και συμφωνημένο για να προωθηθούν και οι δουλειές του πατέρα της, αλλά τον τηλεστάρ Μάριο Αγγελή (Θάνος Περιστέρης)που ερωτεύτηκε τυχαία πριν από μερικούς μήνες. Η Στέλλα ακυρώνει τη σχέση τεσσάρων χρόνων που είχε με το γιο του πολιτικού, ενδεδειγμένου και εγκεκριμένου από τον πατέρα της, για έναν νέο έρωτα με άγνωστη κατάληξη. Ανατροπή για τα σχέδια του πατέρα, ο οποίος ήθελε να παντρέψει τη Στέλλα με γιο πολιτικού για να καθαρίσει την υπόληψή του και να μπει και ο ίδιος στο πολιτικό παιχνίδι. Ανατροπή σχεδίων στο επίπεδο αυτό, σημαίνει ότι η οικογένεια του επίδοξου γαμπρού θα τους κατατροπώσει.
Αυτό πυροδοτεί την ούτως ή άλλως έκρυθμη κατάσταση στο σαθρό αυτό σπίτι. Με το γιο Γιώργο Γερακάρη (Γιάννης Νιάρρος) καθισμένο σε μια πολυθρόνα να παίζει με το λάπτοπ του, άχρηστος, χασικλής κι άεργος, τη μάνα Eλένη Γερακάρη (Καλλιρρόη Μυριαγκού), να κυκλοφορεί παραπαίουσα με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι και τέλος τον Αντώνη Γερακάρη να μεταλλάσσεται επί σκηνής σε τέρας, έτοιμο να τους κατασπαράξει όλους. Με χειρονομίες, σωματική και λεκτική βία, ισοπεδώνει κάθε μέλος της οικογένειας για να επικρατήσει εκείνος. Δυνάστης, φονιάς, δήμιος, στυγνός εκτελεστής, δούλος του συμφέροντος και της εξουσίας, με κάθε τίμημα. Ο Στάθης Σταμουλακάτος σε μια καθηλωτική μεταμόρφωση επί σκηνής καθίσταται κατά τρόπο εντυπωσιακό ο απόλυτος φόβος. Εξαιρετική ερμηνεία, με ανεπανάληπτες εκρήξεις.
Εκπληκτική και η Ιωάννα Κολλιοπούλου στο ρόλο της Στέλλας Γερακάρη. Θα ήθελε να πιστέψει στην εικόνα ενός άλλου πατέρα και σχεδόν το έκανε. Έπεσε θύμα κακοποίησης για να μείνει ζωντανή νεκρή και χωρίς θεμέλια, με βλέμμα κενό να αναλογίζεται και μαζί της και οι θεατές, τη διαφυγή, ή την ανατροπή. Όπως και να έχει το βάθος της σκηνής φωτίζεται κόκκινο. Τίποτα δε γίνεται αναίμακτα, χωρίς τίμημα.
Πολύ καλή και η Έλλη Τρίγγου (Ανθή Γερακάρη, η μικρή κόρη), περισσότερο Χρυσόθεμις είναι αυστηρή και με ελεγχόμενη πάντα συμπεριφορά.
Τρομακτική, απόλυτη η Μάγια Κώνστα (θεία Βάσω), η προσωποποίηση του «κακού» .
Η Μουσική (Μπάμπης Παπαδόπουλος) είναι έτσι που να ευνοεί το φόβο και το σασπένς. Τα πράγματα είναι ακραία , το ίδιο και η έκβασή τους.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ