Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η Πηνελόπη Σταυροπούλου ερμηνεύει καταρχήν και τους τρεις βασικούς ρόλους. Τον μεσήλικα Γκράχαμ στον μονόλογο «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη», την αλκοολική Σούζαν στο «Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές» και Αϊρήν στον μονόλογο «Μία κυρία των γραμμάτων».
Η εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ αναδεικνύεται από την υποκριτική δεινότητα της Πηνελόπης Σταυροπούλου και την ευφυή σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη.
Τρεις μονόλογοι για τρία έγκλειστα άτομα περιχαρακωμένα στην προσωπική τους φυλακή. Εξαρχής το σκηνικό, ένα κουτί, όπου ανοίγουν διάφορα μέρη του και αποκαλύπτεται το εσωτερικό του σπιτιού κάθε φορά, δίνει αυτήν την αίσθηση του εγκιβωτισμού και της περιχαράκωσης των προσώπων αυτών.
Ο Γκράχαμ, ένας μεσήλικας που ζει συντροφιά με την πληθωρική μητέρα του. Αρχικά η συνομιλία τους στην οποία αμφότεροι λένε «όλος ο κόσμος είσαι εσύ για εμένα και εσύ είσαι μοναδική/ός», δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ζευγάρι, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μάνα και γιο. Εξαιρετική η ηθοποιός, αλλάζει τη φωνή της όταν μιλά η μάνα και όταν μιλά ο γιος. Ο Γκράχαμ προσέχει τη μάνα του και πάνε παντού μαζί δίνοντας την αίσθηση ότι είναι ζευγάρι. Η σχέση κάπως κλονίζεται όταν συναντούν έναν παλιό συμμαθητή της μητέρας, που τη φλερτάρει οδηγώντας τους σε ένα μαγαζί που ο διάκοσμός του δε συμφωνεί με την αισθητική τους, καθώς κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα που και οι δυο θεωρούν πρόστυχο. Η μητέρα δείχνει υποχωρητική σε όσα λέει ο συμμαθητής εκπλήσσοντας κάθε φορά το γιο της. Οι εκφράσεις του Γκράχαμ, η απορία, η έκπληξη στο στυλιζαρισμένο του στυλ προκαλεί ένα γλυκόπικρο γέλιο. Η κτητικότητα της μάνας του με το χέρι κάτω από το μπράτσο, τον καθιστά μόνιμο σύντροφό της και τον έχει στερήσει από οποιαδήποτε προσωπική ζωή. Συνέχεια ακούει τους γύρω να του λένε: «είσαι ολόκληρος άνδρας, δεν είναι σωστό να είσαι συνέχεια με τη μάνα σου». Η Πηνελόπη Σταυροπούλου κάνει τη φωνή του Εφημέριου που μιλά δυνατά στη μάνα γιατί νομίζει ότι εκείνη δεν ακούει. Εξαιρετική και ως Γκράχαμ με τις φοβίες του, με τη κρυφή ομοφυλοφιλία του και τον φόβο της μη αποδοχής, αλλά και στο ρόλο της μητέρας του με την αστείρευτη διάθεση για ζωή στα 72 της χρόνια, για ταξίδια, έτοιμη να απαρνηθεί το γιο της, ακολουθώντας έναν παιδικό έρωτα.
Μετά από κάθε μονόλογο η ηθοποιός βάφεται μπροστά στο κοινό. Ένα υπέροχο σκηνοθετικό εύρημα, που εντάσσει τον θεατή στη σκηνική πράξη, ξεχωρίζει τα μέρη και βέβαια αποστασιοποιεί. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει εδώ η θαυμάσια μουσική της Σίσσυς Βλαχογιάννη. Μουσική εντελώς ενταγμένη στην παράσταση, με λεπτή ειρωνεία και σχολιασμό των ομιλούντων προσώπων.
Δεύτερο πρόσωπο, δεύτερο κεφάλι, που μιλά - Talking Head, η Σούζαν, παντρεμένη με τον γόη εφημέριο της ενορίας. Ανοίγει το παράθυρο του σκηνικού και αποκαλύπτεται ένα άλλο σπίτι από το προηγούμενο που το κύριο στοιχείο του είναι ένας μικρός εσταυρωμένος Ιησούς στον τοίχο. Ο Τζόφρεϋ είναι ο εφημέριος σύζυγός της. Η Σούζαν χαίρεται που παντρεύτηκε εκείνον και όχι τον... Χριστό. Έχει μπει μέσα στο σπίτι με τα γυαλιά της και την καπαρντίνα της και με μια σακούλα πατάτες τις οποίες καθαρίζει και ένα μπουκάλι κρασί ή σέρι. Ο μονόλογος είναι καυστικός και δείχνει την πραγματική εικόνα της κοινωνίας. Η Σούζαν προσεύχεται: «Κύριε παντοδύναμε φώτισε και εμένα ν΄ασχοληθώ με εσένα, αντί να ψάχνω να δω που χάθηκε η ζωή μου» Το σχόλιο αυτό είναι ισχυρό. Η Σούζαν αποστασιοποιείται από το όλο σκηνικό της εκκλησίας, θεωρεί ότι δεν είναι υποχρεωμένη να πηγαίνει σε κάθε λειτουργία γιατί είναι η γυναίκα του εφημέριου, όπως και η γυναίκα του ηθοποιού δεν πάει σε όλες τις παραστάσεις. Μια δουλειά είναι και αυτή, όπως και οι άλλες. Αναρωτιέται αν και ο άνδρας της πιστεύει στο θεό. Το να είσαι εφημέριος είναι ένα επάγγελμα. Η γυναίκα του εφημέριου πρέπει κάθε μέρα να περιποιείται τους ετοιμοθάνατους και τους αναξιοπαθούντες και το απόγευμα να μοιράζει φαγητό στα συσσίτια. Πόσο δεν την ενδιαφέρει αυτή η ζωή, πόσο εγκλωβισμένη δείχνει και αναζητά διαφυγή; Αυτή η διαφυγή βρέθηκε για λίγο στο μαγαζάκι του Ινδού κ. Ραμές, όπου η Σούζαν πήγαινε να αγοράσει κρασί. Σχολιάζουν τις απεικονίσει του Χριστού, όπου εκείνος είναι πάντα λυπημένος, μιλούν για το σεξ που θεωρείται αμαρτία, ενώ για το θεό των ινδών είναι ευλογία. Η επαφή με τον κ.Ραμές υπήρξε για εκείνη μια αποκἀλυψη, ένα φως στο δρόμο για τη Δαμασκό. Ο κ. Ραμές της επισήμανε το πρόβλημά της, την ώθησε στην επίλυσή του, γεγονός, που περνούσε απαρατήρητο από τον εφημέριο, που ασχολούνταν με το χορό των γυναικών που τον πλαισίωναν δήθεν για το στολισμό της εκκλησίας, ενώ κάλυπταν πίσω από αυτό τις δικές τους ανικανοποίητες επιθυμίες, αυτές που ώθησαν και τη Σούζαν στο αδιέξοδο. Εξαιρετική η ηθοποιός στην απόδοση των σχολίων για την κοινωνική υποκρισία, το αδιέξοδο των ανθρώπων, τον εγκλεισμό τους σε προκαταλήψεις, τα ρατσιστικά απωθημένα, τη λάγνα εκείνη απελευθερωτική ματιά δίπλα στον κ. Ραμές.
Τρίτο πρόσωπο η Αϊρήν, μια εμμονική “κυρία των γραμμάτων”. Η αποθέωση του ψυχαναγκασμού. Δράττει την παραμικρή ευκαιρία για να σχολιάσει ο,τιδήποτε συμβαίνει γύρω της. Σε μια κηδεία, δεν της αρέσει η λειτουργία και γι΄αυτό γράφει στην εταιρεία που έχει το κρεματόριο ότι απουσιάζει εντελώς η ευλάβεια. Κάθεται σε μια κουνιστή καρέκλα και παρακολουθεί τον κόσμο γύρω. Μοναχικός άνθρωπος, που προσπαθεί να δώσει νόημα στην άδεια ζωή της. Γράφει με μια υστερική μανία γράμματα διαμαρτυρίας, νομίζοντας ότι επιτελεί κάποιο χρέος στην κοινωνία. Στο Λονδίνο γράφει γράμμα στην βασίλισσα ότι έξω από το παλάτι υπάρχουν παντού ακαθαρσίες. Της απαντά μια κυρία των Τιμών, αλλά λαμβάνει και απολογητικό γράμμα από την υπηρεσία απορριμμάτων. Μια μοναχική γυναίκα, που κλέβει εικόνες από τη ζωή γύρω της και τις κάνει μέρος της δικής της ζωής. Έχοντας αναστατώσει τον κόσμο όλο παραπέμπεται σε δίκη και το δικαστήριο την θέτει σε περιορισμό. Μόνο η πραγματική ζωή μπορεί να κερδίσει το ενδιαφέρον της, μόνο παρατηρώντας, κουτσομπολεύοντας και επιδρώντας με τις επιστολές της μπορεί να γεμίσει το χρόνο της, αφού δεν μπορεί να διαβάσει μυθιστορήματα καθώς της φαίνονται όλα τόσο προβλέψιμα. Στη φυλακή ωστόσο είναι πια ευτυχισμένη, καθώς απομακρύνεται από την πραγματικότητα, κάνει φίλες, μαθαίνει το τσιγάρο και τις βρισιές.
Ένας μικρόκοσμος σε ένα κουτί, στη σκηνή του Θεάτρου 104, ένας μικρόκοσμος του Άλαν Μπένετ, σμίκρυνση του κόσμου γύρω θίγοντας ζητήματα όπως η μοναξιά, ο ρατσισμός, η αποδοχή ή μη του Άλλου, η εργασία, ο ρόλος των κοινωνικών φορέων κ.α. Όλα αυτά τα πρόσωπα τα τρια πρωταγωνιστικά και αυτά που συνθέτουν το περιβάλλον τους ερμηνευμένα έξοχα από μια ηθοποιό, την Πηνελόπη Σταυροπούλου, κάθε φορά τόσα διαφορετικά και τόσο μοναδικά.
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη μαζί και η μοναδική μουσική της Σίσσυς Βλαχογιάννη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τοποθέτηση, στην κίνηση και στην υψηλή απόδοση της ηθοποιού.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ