Από τον Κωνσταντίνο Πλατή
Στο σπουδαίο αυτό έργο του Περικλή Κοροβέση υπάρχει έκδηλη διακειμενικότητα με το έργο του Μπέκετ "Περιμένοντας το Γκοντό". Το κοινό, δηλαδή, παρακολουθεί δύο φίλους να κάνουν σχέδια τα οποία είναι ανύπαρκτα και να θέλουν να φύγουν από το χώρο που βρίσκονται αλλά να παραμένουν συνέχεια εκεί. Στο Tango bar όπου η επιτυχία μέσα από τα μάτια των άλλων, φαίνεται εν τέλει να είναι η αποτυχία τους και το αντίθετο.
Η σκηνοθεσία του Σπύρου Μιχαλόπουλου έχει δώσει την ελευθερία στους δύο ηθοποιούς να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, σε ένα έργο που απαιτεί κυρίως ερμηνείες και σίγουρα ως "τρίτο μάτι" βοηθάει στη διατήρηση του καλού ρυθμού στην παράσταση και στη δημιουργία πολύ καλής "χημείας" μεταξύ των ηθοποιών.
Ο Κωστας Κονταράτος ως Φώντας δίνει μια αξιοζήλευτη ερμηνεία στο κοινό. Είναι ο γήινος χαρακτήρας του έργου που διατηρεί το ρεαλιστικό πλαίσιο και "σπάει" όταν χρειάζεται για να υπενθυμίσει στο θεατή τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Χρήστος Αυλωνίτης καταφέρνει ακόμα και την όχι τόσο καλή άρθρωση του, να την εντάξει ως στοιχείο στο ρόλο του και αφομοιώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο χαρακτήρας του. Γίνεται εύθραυστος ή θρασύς, ευαίσθητος ή κοινικός, ειλικρινής ή ψεύτης και είναι αυτός που ουσιαστικά αναδυκνείει το "πίσω" κείμενο του έργου. Είναι ο χαρακτήρας με τον οποίο αποφεύγουμε να συναναστραφούμε στην καθημερινότητα μας, ένα luben στοιχείο, παρακμιακό αλλά και τόσο ποιητικό που βρίσκεται σε αντίθεση με τον ανθρωποφαγικό ρυθμό της καθημερινότητας και γι' αυτό τον συναντάμε μόνο τη νύχτα και με την απαραίτητη βοήθεια από το αλκοόλ βρίσκουμε και εμείς λίγο από τον πραγματικό μας εαυτό.
Η μουσική της παράστασης από την Χριστίνα Κανάκη δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα και ενισχύει τη συναισθηματική φόρτιση του θεατή.
Φεύγοντας λοιπόν από το θέατρο κι αφού έχει ανταμείψει τους ηθοποιούς με το παρατεταμένο χειροκρότημα του, ο θεατής, σίγουρα θα αναρωτηθεί αν αυτό που είδε ήταν θεατρική παράσταση ή μήπως του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει τη δημιουργία μιας ρωγμής στο χωροχρόνο, αρκετή για να μετατοπίσει έστω και λίγο τη δική του σταθερή πορεία προς το τίποτα.