Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ένα έργο βιωματικό, περιβεβλημένο από την αχλή του χρόνου που διατρέχει μια ολόκληρη ζωή με τις πληγές και τις ματαιώσεις της που ούτε μια τάρτα ροδάκινο, όπως και τίποτε άλλο, δεν μπορεί να τις γιατρέψει.
Στη σκηνή ένα τραπέζι γιορτινό που περιμένει να υποδεχθεί τον άντρα του ζευγαριού. Όταν εκείνος έρχεται τον περιμένει το σώμα της γυναίκας του χυμένο πάνω στο τραπέζι και μια επιστολή που τα εξηγεί όλα. Μέσα από την αναδρομή στην πολυετή σχέση που επιχειρεί η γυναίκα με το σημείωμά της αυτό, ζωντανεύουν εικόνες, περιστατικά, κομβικής σημασίας γεγονότα και ανεξίτηλες αναμνήσεις. Η αλλαγή χτενισμάτων της γυναίκας ( Άννα Αδριανού), σηματοδοτεί το πέρασμα του χρόνου και των εμπειριών. Η Άννα Αδριανού περνά μέσα από το χρόνο και δίνει αυτή την αίσθηση της γυναίκας, που έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη, ή καλύτερα μια ζωή δίπλα στον άνδρα που αγάπησε (Δημήτρης Μαζιώτης), ¨αδειάζοντας¨ τον εαυτό της. Εκείνη που ήταν βιρτουόζος του βιολιού, εγκατέλειψε τη μουσική ακολουθώντας τον σε κάθε του βήμα, μαθαίνοντας να τον υπηρετεί και να τον περιποιείται, οργανώνοντας μιαν οικογενειακή ευτυχία εις βάρος των προσωπικών οραμάτων και επιθυμιών της. Χορεύοντας το ¨dos gardenias¨ κι ενώ οι δυο τους είναι αγκαλιά, εκείνη του επισημαίνει ότι τα φιλιά του τον πρώτο καιρό ήταν νόστιμα, τώρα όμως έχουν γίνει άνοστα. Σίγα σιγά μέσα στο χρόνο καταλάβαινε ότι «δεν ταίριαζαν οι πάρτες τους, εκείνη κοίταζε την πάρτα της και εκείνος την πάρτη του».
Θυμάται το πρώτο ραντεβού τους, που την πήγε σε εκείνο το κινέζικο της παραλιακής που συνήθιζε να πηγαίνει όλες τις κοπέλες του. Θυμάται το πρώτο τους φιλί γεμάτο μυρωδιές και εκφράζει το παράπονό της βαθύ και ειλικρινές «Γιατί δεν με ξαναφίλησες έτσι;» Όταν γνωρίστηκαν έκαναν έρωτα στο παιδικό της δωμάτιο, στο σχολείο της, στα θρανία, στο νεκροταφείο όπου βρισκόταν ο πατέρας της δίπλα στην φωτογραφία του οποίου εκείνος άφησε ένα αναμμένο τσιγάρο, δηλώνοντας σεβασμό και διάθεση να πάρει τη θέση αυτού του ανθρώπου στη ζωή της. Οι ρόλοι όμως είναι διακριτοί. Νοερά συνευρέθηκαν σε όλα εκείνα τα μέρη που είχαν καθορίσει τη ζωή της. Έγιναν όλα δικά του, όλα είχαν τη δική του σφραγίδα.
Υπέροχη βιωματική διήγηση, με μια γλαφυρή Άννα Αδριανού και έναν Δημήτρη Μαζιώτη, με καταπληκτική, τελετουργική κίνηση να γεμίζει τα χρονικά κενά και να συνοδεύει σωστά το σόλο της.
Το σκηνοθετικό βλέμμα του Μανώλη Ιωνά φώτισε το κείμενο και κάλυψε ευχάριστα τις χρονικές αποστάσεις, επιχειρώντας παράλληλα να εξηγήσει τις αντίρροπες δυνάμεις που οδήγησαν την γυναίκα να απαρνηθεί τα όνειρά της, το βιολί, το μπαλέτο και να γίνει για εκείνον μια τέλεια σύζυγος.
Η φθορά έρχεται σιγά και ροκανίζει από μέσα σαν το σκουλήκι το ξύλο. Εκείνη προκάλεσε μόνη της την αποβολή του παιδιού τους, όταν κατάλαβε πόσο μόνη ήταν σε αυτή τη σχέση. «Εσύ βγήκες έξω από το όνειρο! Βαρέθηκες και μ΄έκανες να βαρεθώ κι εγώ!»
Αναμόχλευσε τις αναμνήσεις τους από το Παρίσι, όπου το πρωί του έφερνε φρέσκο καφέ και την αγαπημένη του τάρτα ροδάκινο, une tarte aux pêches. Ένα λάθος, μια λάθος τάρτα βερίκοκο αντί ροδάκινο, ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει το θυμό του, μιας και σιχαινόταν τα βερίκοκα.
Είναι μια γυναίκα που τον αγάπησε και όχι θεός για να τον δικάσει για τα λάθη του και τις λάθος συμπεριφορές του. Κουράστηκε όμως να ζει μαζί του και να τον διεκδικεί, τώρα πρέπει να ζήσει οπωσδήποτε με τον εαυτό της, με ή χωρίς εκείνον. Τι θα γίνει όταν στην ουσία κανείς δε θέλει να εγκαταλείψει το πεδίο ή όταν μετά από τόσα χρόνια και αναμνήσεις ο ένας κουβαλά τον άλλον μέσα του; Ο καθένας παίρνει τις ευθύνες του. Η γυναίκα δεν είναι πάντα το θύμα. Μπαίνει στη θέση αυτή θηρεύοντας και αιχμαλωτίζοντας τον σύντροφό της, από άμετρη ανασφάλεια και άμετρο φόβο μοναξιάς και εγκατάλειψης.
Μια εκκαθάριση σχέσεων γύρω από μια τάρτα ροδάκινο, μαγειρευμένη με αριστοτεχνικό τρόπο σε έναν απολογιστικό μυστικό δείπνο. Ένα πείραμα. Ένα κείμενο του Μηνά Βιντιάδη με ροή, με ρυθμό και ανατροπές. Μια απόπειρα να δοκιμαστεί μια σχέση ζωής και να αξιολογηθούν οι επιλογές.
Η ερμηνεία της Άννα Αδριανού, κάθε φορά σε άλλη συνθήκη και ηλικία, ξεπερνά οποιαδήποτε προσδοκία. Άλλοτε εσωτερική, άλλοτε εκφραστική, άλλοτε πειραχτική, άλλοτε εκδικητική, αλλά πάντα βαθειά αληθινή και υπέροχα συντονισμένη από τον Δημήτρη Μαζιώτη. Πετυχημένοι οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση σε άψογη συνεργασία με την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Μανώλη Ιωνά.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ