Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η συγγραφέας συγκλονίστηκε όταν άκουσε την αληθινή ιστορία της έκρηξης του πυρηνικού αντιδραστήρα στη Φουκουσίμα το 2011. Πόσο ανυπεράσπιστοι είναι εντέλει οι άνθρωποι, παρ’ όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης; Πόσο τίποτα δεν αλλάζει στην πεπερασμένη και ατελή ανθρώπινη φύση;
Παιδιά! Ποια παιδιά; Αυτά της οικογένειας της Χέιζελ (Ρένιας Λουϊζίδου) και του Ρόμπιν (Γεράσιμου Σκιαδαρέση); Τα παιδιά που μολύνθηκαν μετά την έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου; Τα νέα παιδιά που από ανάγκη εργασίας έτρεξαν να δουλέψουν στο εργοστάσιο για να επαναλειτουργήσει; Τα «παιδιά», οι υπάλληλοι, που είχαν αφήσει στο υπόγειο υλικό επικίνδυνο για να δημιουργήσει ατύχημα, ό,τι ακριβώς και έγινε; Τα παιδιά, που ερωτοτροπούν σα να μην έχουν καμία δέσμευση, σαν να είναι έφηβοι; Τα παιδιά που επαναστατούν όταν αντιλαμβάνονται το ανθρώπινο λάθος και είναι πρόθυμα να θυσιαστούν για να σώσουν τα άλλα, τα αθώα; Τα παιδιά που επιλέγουν τη θυσία γιατί το νεαρό της ηλικίας τους ξεπερνά το φόβο του θανάτου ή γιατί ο θάνατος τους περιμένει ούτως ή άλλως;
Μετά την έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου της περιοχής κοντά στην οποία βρισκόταν το σπίτι τους, η Χέϊζελ και ο Ρόμπιν, συνταξιούχοι πυρηνικοί επιστήμονες, έχουν πια μετακινηθεί ώστε να ζήσουν σε ένα εξοχικό σπίτι της οικογένειας, απομονωμένοι μέσα στην εξοχή, προσπαθώντας να ξαναβρούν μια κανονικότητα, στο βαθμό που αυτό μπορεί να είναι εφικτό, μετά από τέτοια καταστροφή, προκειμένου να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Εκεί έχουν επιδοθεί στην υγιεινή ζωή, στην άσκηση και στο διαλογισμό. Η Χέιζελ κάνει γιόγκα και οι δυο τους επιλέγουν μια ζωή κοντά στη φύση προσπαθώντας να ξεχάσουν και να ξεπεράσουν τις οδυνηρές μνήμες από το πυρηνικό ατύχημα, που δημιούργησε τσουνάμι, και ταραχή στη θάλασσα, κάνοντάς τη να μοιάζει με «γάλα που βράζει». Προσέχουν πολύ το νερό που πίνουν καθώς αυτό της βρύσης είναι μολυσμένο με ραδιενέργεια. Κάθε τόσο γίνονται διακοπές ρεύματος και κάθε ευχάριστη στιγμή, μοιάζει να είναι φορτισμένη, είτε από παλιές προσωπικές μνήμες που πληγώνουν, είτε είναι μολυσμένες από προσωπικές έριδες ή από το ίδιο το ατύχημα.
Η άφιξη της αινιγματικής Ρόουζ (Πέγκυ Σταθακοπούλου), μιας φίλης και συναδέλφου τους από το παρελθόν, θα προκαλέσει εντάσεις και ανατροπές με τους τρεις τους να βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα, που τους θέτει, μαζί με όλους τους άλλους, προ των ευθυνών τους απέναντι στη νέα γενιά.
Οι σχέσεις τους αποτελούν ένα ιδιάζον «πυρηνικό ατύχημα», με τα ψέματα, τις αδυναμίες και τις πληγές τους να μολύνουν τη μεταξύ τους ατμόσφαιρα. Η αναφορά στις αγελάδες που είχαν στο παλιό τους σπίτι, τις οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, αφήνοντάς τις να πεθάνουν είναι καταλυτικός παράγοντας στις σχέσεις τους. Ο Ρόμπιν έχει πει ψέματα στη Χέϊζελ, που αγαπά πολύ τα ζώα, ότι οι αγελάδες εξακολουθούν και ζουν και ότι πηγαίνει κάθε μέρα να τις φροντίσει και να τις αρμέξει πετώντας βέβαια το γάλα, ενώ αυτές έχουν ψοφήσει.
Υπάρχει ένα ακόμα παιδί, που δεν εμφανίζεται στην σκηνή, τρομερά ευαίσθητο, όπως λέγεται, και τραυματισμένο. Είναι η κόρη του ζευγαριού, η Λώρεν, που ασχολείται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες της οποίας δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις πανικού της και τη μελαγχολία της. Φοβούνται κιόλας να της ανακοινώσουν κάποιες αποφάσεις τους και αναζητούν τον τρόπο.
Υπέροχη η ερμηνεία του Γεράσιμου Σκιαδαρέση, επιβεβαιώνει άλλη μια φορά ότι είναι μεγάλος ηθοποιός. Όλες οι εκφάνσεις του ρόλου και της προσωπικότητάς του προκύπτουν με τρόπο φυσικό, σα να είναι το πιο απλό πράγμα.
Ο καταλύτης Ρόουζ (Πέγκυ Σταθακοπούλου), θα μπορούσε να είναι και πιο επικίνδυνη ακόμα, πιο «πυρηνική». Στάθηκε ωστόσο στο ύψος του ρόλου. Αλλά εκείνη που ήταν πραγματικά εξαιρετική ήταν η Ρένια Λουϊζίδου στο ρόλο της Χέϊζελ. Μια γυναίκα έξυπνη, επιστήμονας, που ξέρει καταστάσεις και τις αποσιωπά εσκεμμένα, που αγαπά τη ζωή και κρέμεται πάνω της, που δεν είναι έτοιμη να απαρνηθεί αυτό το χρόνο ζωής που της απομένει χωρίς εργασία για να απολαύσει και ενώ χαίρεται κουβαλά ένα βαρύ φορτίο μέσα της, που την κάμπτει κάθε τόσο και αυτοστιγμεί ξανασηκώνεται για να μη στερηθεί και τα τελευταία ψήγματα ζωής.
Εντυπωσιακό το σκηνικό της εξοχικής κατοικίας από τον Γιάννη Μουρίκη, λειτουργικοί οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, μελετημένα τα κοστούμια της Αρετής Μουστάκα, αποκαλυπτική η μουσική του Γιάννη Μαθέ. Όλα τα στοιχεία αυτά πλαισίωσαν την σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, που σε ένα μικρό σπίτι, σε ένα μικρό σκηνικό μπόρεσε να δώσει εκείνο το αίσθημα της ασφυξίας και του αδιέξοδου στοιχεία που οι ερμηνείες των ηθοποιών εξέλιξαν.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ