Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μία παράσταση στον υπόγειο χώρο στάθμευσης του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, πρώτη θεατρική μεταφορά με συνοδεία και σχολιασμό ηλεκτρικής κιθάρας. Ο ήρωας, απολαμβάνει το φαγητό μόνος του και καθώς το αναλύει χωρίς καμία εικόνα ή σκηνικό αντικείμενο, υποβάλλει στο θεατή αυτή τη σιελόρροια, που συνοδεύει το αίσθημα της πείνας και της ανάγκης, της ζωτικής ανάγκης για φαγητό.
Με το φαγητό ο άνθρωπος εκδικείται τη φύση, ό,τι υπάρχει και είναι βρώσιμο έχει κοινή μοίρα και κατάληξη. Η πείνα, άρα και το φαγητό, συνδέεται άμεσα με τον καταναλωτισμό και τη διάθεση επιβολής πάνω στον άλλο. Η μέρα ξεκινά με την επιδρομή στο φούρνο και μάλιστα σε τέτοια ώρα, ώστε να έχει την ικανοποίηση ότι πρώτος αυτός είχε πρόσβαση σε αυτή τη προσφορά τροφής. Δεν πεινά κατ’ ανάγκη, όμως είναι ανάγκη του να επιβεβαιωθεί.
Η βουλιμία, ο γρήγορος ρυθμός να κατασπαράξει κάποιος το φαγητό του δεν τον καθιστά ικανό συνδαιτυμόνα. «Δεν του αξίζει να τρώει!» Τονίζεται δε ότι «πρέπει να τρώμε ζωντανές τροφές!»
Ο ηθοποιός (Σταύρος Λιλικάκης) με μια καταπληκτική ερμηνεία ξεσκεπάζει την αγριότητα του ανθρώπου στο φαγητό και στην παράσταση, τη συνδέει με την αγριότητα του Έρωτα. Το φαγητό είναι μια «διαδικασία ταπεινωτική». Τα δύο θεμελιώδη, ζωτικά ένστικτα και αλληλοσυμπληρούμενα για τον άνθρωπο, τον καθιστούν δέσμιο στη σωστή διαχείρισή τους. Ο συμπληρωματικός άλλος (Δημήτρης Λιόλιος) με σπαραγμό και αυταπάρνηση, αφήνοντας τα πάντα, ταπεινώθηκε και ακολούθησε την αγαπημένη του στην άλλη άκρη της γης και το μόνο που σκεπτόταν ήταν να είναι μαζί της για να απολαύσουν τον έρωτά τους. Ωστόσο την αντικρίζει νεκρή, θύμα μιας ανθρωποφαγικής σχέσης, όπως βέβαια και ο ίδιος. Η πρωτότυπη μουσική, η ηλεκτρική κιθάρα του Αλέξανδρου Κυριακάκη, ζωντανός και άμεσος σχολιασμός των τεκταινόμενων επί σκηνής, αποτελεί τον τρίτο ρόλο, αυτόν που υπογραμμίζει την τραγικότητα, τη μυσταγωγία, το αναπόφευκτο τέλος, την προδικασμένη πορεία.
Ο Έρωτας είναι αυτή η διάθεση του ανθρώπου να ενωθεί με τον άλλο, να γίνουν ένα, μια μονάδα, που θα προκύψει από την αφομοίωση του άλλου, από την εισχώρηση στο δικό του κυτταρικό πλέγμα, όπως γίνεται και με το φαγητό. Ερήμωση όταν νιώθει μόνος του σε αυτή τη σύζευξη, ή όταν παρ’ ελπίδα υπάρχει αντεραστής, τότε, οι συνδαιτυμόνες, μετατρέπονται σε ύαινες και δεν αναγνωρίζουν καλά καλά το προς βρώσιν θύμα τους.
Αισθησιασμός, απόλαυση, νοσηρότητα, μελαγχολία, απόλυτη μοναξιά, ερήμωση. Ο χώρος το επέτεινε αυτό το αίσθημα , το ίδιο και ο σταθερός εκπληκτικός μελωδικός σχολιασμός. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου από την απαρχή της. Η σχέση του με το θήραμα είναι επιθετική για να του δώσει την απόλαυση που τόσο επιζητά, είτε αυτό αφορά την τροφή του, είτε τον έρωτα. Ο τρόπος με τον οποίο τρώει κάποιος είναι ενδεικτικός για την ερωτική και σεξουαλική του ζωή. Ο σαδομαζοχισμός, ενυπάρχει σε τροφή και ερωτικό παιχνίδι αντίστοιχα.
Το σκηνικό της Όλγας Μαυρομάτη, ένα τραπέζι σε κάποιο σχήμα φυσικό, από τη μια πλευρά τραπέζι και από την άλλη πάγκος νεκροτομείου. Γύρω από αυτό η κίνηση των ηθοποιών και η ερμηνεία τους σωστά συντονισμένες από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Λιόλιο και τον Γιάννη Νικολαΐδη(επιμέλεια κίνησης).
Οι δύο ρόλοι, του Σταύρου Λιλικάκη και του Δημήτρη Λιόλιου
συμπληρωματικοί , με αισθητηριακό και συγκινησιακό αποτέλεσμα στους θεατές, ενισχύθηκαν πλήρως από το σκηνικό χώρο του γκαράζ, τον μυστηριακό φωτισμό του Δημήτρη Μπαλτά, τα κοστούμια του Απόστολου Μητρόπουλου, ειδικά εκείνο του Σταύρου Λιλικάκη με το παλτό στο πίσω μέρος, στην πλάτη, όχι όμως αναρριχτά, φορεμένο και κρεμασμένο από το λαιμό, και λειτουργικά βέβαια από την υπέροχη μουσική του Αλέξανδρου Κυριακάκη .
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ