Από τον Ιωάννη Λάζιο
Με ένα κείμενο αρκετά αυτοαναφορικό, συναισθηματικά πυροδοτημένο από το ερμάριο της προσωπικής μνήμης και εμπνευσμένη από τον θεατρικό καμβά των Ντάνκαν Μακμίλαν και Τζόνι Ντόναχιου , στοιχειοθετεί η κυρία Ράντου το θεατρικό έργο "Το πάρτι της ζωής μου" στο οποίο μας καλεί να συμμετάσχουμε στο θέατρο «Διάνα». Ένα πάρτι στο οποίο κάθε καλεσμένος θα βρει στον κειμενικό λόγο ίχνη αλήθειας για να ταυτιστεί.
Το έργο της Ελένης Ράντου ακροβατεί ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα. Ένας ιδιότυπος κλαυσίγελος θα λέγαμε. Χτίζει με εξαιρετική δεξιοτεχνία τη δραματική κορύφωση, η οποία θα κάνει το κοινό να δακρύσει ή και να κλάψει και αμέσως το αποφορτίζει τρέποντας τη θλίψη σε χαρά. Το χιούμορ διατρέχει όλη την παράσταση και αυτό είναι που ξεχωρίζει περισσότερο από όλα στην παράσταση. Μαζί με αυτό στέκει και η προσπάθεια για φιλοσοφικό στοχασμό. Ίσως φιλοσοφία εκ του προχείρου, αλλά σίγουρα βιωματική, σχεδόν λαϊκή. Όλα αυτά ενταγμένα στο ρυθμό της παράστασης, που είναι συνεχής και αδιάκοπος. Και αν το έργο είναι σχετικά μεγάλο για μονόλογος, ο καλός ρυθμός μετουσιώνει τον χρόνο και έτσι δίνει το απαραίτητο περιθώριο στη δημιουργό να αναπτύξει τόσο τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει η ίδια, όσο και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν.
Την υπέροχη σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά έχω να πω ότι είναι πολύ δύσκολο να την διακρίνεις μέσα στο έργο, καθώς έχει ενσωματωθεί τόσο πολύ στη σπαρακτική ερμηνεία της Ράντου, που δεν μπορείς να την εντοπίσεις. Ο ρεαλισμός της έχει φτάσει στον βαθμό, που είναι σαν να βλέπεις την ίδια την Ελένη Ράντου σε μια κατάθεση ψυχής και όχι την ερμηνεύτρια. Εξομολόγηση της ζωής μιας γυναίκας, ανακατωμένη με τον απαραίτητο μύθο για την εξυπηρέτηση της θεατρικότητας. Μέρος αυτής της θεατρικότητας, συνιστά η μελωδική μουσική παρουσία των «STRING DEMONS». Ειλικρινά διανθίζουν ευχάριστα την παράσταση. Αντιστοίχως, εναρμονίζονται τα συμπαθητικά κοστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Όλα αυτά υπό την συνθετική σκηνοθεσία του Αζά, που τα κάνει να φαίνονται τόσο φυσικά και εναρμονισμένα μεταξύ τους.
Σε κείμενα σαν αυτό είναι δύσκολη η σκηνογραφία. Η ιστορία που αφηγείται η πρωταγωνίστρια έχει πολλές εικόνες και διαφορετικούς χώρους, κάτι που καθιστά πρόκληση την δουλειά του σκηνογράφου που πρέπει να δώσει το χωρικό πλαίσιο της δραματικής δράσης. Μπορεί να πέσει στην παγίδα να δημιουργήσει ένα σκηνικό φόντο, στατικό και αδιάφορο, το οποίο θα αποτελεί το σημείο αναφοράς της ιστορίας και να πρόκειται για κάτι ανάξιο παρατήρησης. Μα αυτό δεν συνέβη στη δουλειά της Μαγιού Τρικεριώτη. Αν και το σπίτι είναι το σημείο αναφοράς της παράστασης δεν είναι καθόλου αδιάφορο. Η ασαφοποίηση του σκηνικού και η σύνθεση, με τρόπο τέτοιο που να είναι τόσο πλήρες και ταυτόχρονο τόσο κενό, καθιστά το σκηνικό παραπάνω από αξιοπρόσεκτο.
Κοντολογίς να πούμε ότι η παράσταση κυλά αβίαστα και ευχάριστα, ενώ ανακινεί μέσα μας ποικίλα συναισθήματα. Χωρίς ενδοιασμό στην συγκεκριμένη παράσταση ο θεατής θα έχει την δυνατότητα να δει την Ελένη Ράντου σε μια γνήσια ερμηνεία, που ξεπερνά κατά πολύ την ιδέα που -ίσως- είχαμε για αυτήν. Αν, δε, άφηνε λίγο παραπάνω χρόνο τον θεατή αιχμάλωτο στη συναισθηματική ένταση που του δημιουργούσε θα μιλούσαμε για ρεσιτάλ ερμηνείας. Εντούτοις, τα δάκρυα και ο ιδρώτας που χύνει επι σκηνής αξίζουν τον κόπο και με το παραπάνω. Μια παρατήρηση μονάχα, στο τέλος της παράστασης το φινάλε έρχεται λίγο νωρίτερα από το οριστικό και αυτό δημιουργεί μια αχρείαστη σύγχυση στο θεατή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ