Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Το Σκλαβί βασίζεται στο ομώνυμο συμιακό παραμύθι, το οποίο γράφτηκε για πρώτη φορά κάποια στιγμή στις αρχές του 1900, όπως αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή «Παραμύθια του λαού μας», που επιμελήθηκε ο Γιώργος Ιωάννου, καθώς και στον τόμο «Το Φιδόδεντρο», που έχει επιμεληθεί ο Κώστας Καφαντάρης, και τιμήθηκε με το βραβείο Κάρολος Κουν ως το καλύτερο ελληνικό θεατρικό έργο της περιόδου 2000-2001. Τοποθετείται σε μια εποχή όπου "οι άλλες χώρες ήταν ακόμη μακρινές, που τα βιβλία τα’ γράφαν με το χέρι και που οι μέρες δεν περνούσαν τόσο γρήγορα".
«Απ' όλα τα έργα μου το Σκλαβί είναι εκείνο που "κατοίκησε" περισσότερο μέσα μου. Πιο βαθιά και για πιο πολύ καιρό. Όταν τον καιρό εκείνο, προσπαθούσα να φανταστώ το Σκλαβί σαν θεατρικό έργο, είχα σταθεί κυρίως στις σκηνές που μου φαινόταν πως δεν θα ήταν εύκολα αποδεκτές από τον θεατή. Τα λαϊκά παραμύθια αφηγούνται γεγονότα. Δε μας λένε πολλά για τους ήρωες και για όσα κρύβονται πίσω από τις πράξεις τους. Για να μεταφέρεις όμως ένα παραμύθι στη σκηνή, είναι απαραίτητο να διαγνώσεις κι εκείνα που δε λέγονται. Το Σκλαβί είναι ένα κατεξοχήν αινιγματικό παραμύθι και ίσως γι’ αυτό να είναι και τόσο γοητευτικό. Χρειάστηκε να σταθώ πολύ καιρό σε μια λέξη (…) για να φανταστώ εκείνα που θα μπορούσε να κρύβει. Προχωρώντας κατάλαβα ότι έπρεπε να φαντάζομαι όλο και περισσότερα πράγματα, αλλά να τα εκφράζω με πολύ μεγάλη φειδώ κι όσο γίνεται πιο υπαινικτικά, έτσι που η ιστορία να διατηρεί σε πρώτο επίπεδο τη βασική της απλότητα. Και πάλι όμως, σε κάθε αράδα προέκυπταν ερωτήματα για τα οποία έπρεπε να βρίσκω απαντήσεις. Έγραφα τις σκηνές σε αμέτρητες εκδοχές και καμμία δε μου φαινόταν σωστή. Ένας έρωτας που βασίζεται στο ψέμμα, αφού άλλος ήταν αυτός που ταξίδεψε για χάρη της όμορφης βασιλοπούλας από τόσο μακριά. Ένας άλλος που κι αυτός δεν αγάπησε την αληθινή βασιλοπούλα, αλλά μια ζωγραφιά που μπορεί και να μην της έμοιαζε καθόλου. Και οι ήρωες του έργου να βασανίζονται - λίγο ακόμη και θα πέθαιναν - για έρωτες φανταστικούς, που ήταν παραμύθια…» σημειώνει η Ξένια Καλογεροπούλου.
Το παραμύθι ξεκινά από την ηρεμία, ή μάλλον από μια παγωμένη κατάσταση ανάγκης, και καταλήγει πάλι στην ηρεμία, στην πλήρωση της ανάγκης, αφού όμως ενδιάμεσα έχει κυριαρχηθεί από υπεράνθρωπη δράση και κίνηση για να κατανικηθούν τα εμπόδια. Μέσα στο παραμύθι δε χάνεται κανείς σε λεπτομέρειες, περιγραφές προσώπων ή πραγμάτων. Ένας σύντομος χαρακτηρισμός αρκεί. (από την εισαγωγή του Γιώργου Ιωάννου στα «Παραμύθια του λαού μας»)
Η υπόθεση
Δύο παιδιά γεννιούνται από τον ίδιο πατέρα, ο οποίος παράλληλα είναι και ο βασιλιάς του κράτους. Ο ένας είναι νόμιμος διάδοχος, ο γιος της βασίλισσας, ο άλλος το παιδί μιας σκλάβας. Δύο παιδιά, που μεγαλώνουν μαζί αγαπημένα, αν και τα χωρίζει έντονη κοινωνική διαφορά. Κάποια στιγμή αγαπούν την ίδια γυναίκα και γίνονται αντίζηλοι, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να συγκρουστούν.
Η παράσταση
Ένα κείμενο που αφορά τη γενναιοδωρία του να σου αρκεί να αγαπάς, χωρίς να περιμένεις να αγαπιέσαι, δοσμένο με έναν ευφάνταστο τρόπο, μέσα από μια μοναδική σκηνοθετική προσέγγιση, από τον Θωμά Μοσχόπουλο και την Σοφία Πάσχου, όπου είδαμε εντέχνως υφάσματα (Έλλη Παπαγεωργακοπούλου) να μεταμορφώνονται σε παλάτια, σπηλιές, παιδιά, άλλοτε σε πολύχρωμα κοστούμια κι άλλοτε σε χρυσοποίκιλτα βασιλικά ενδύματα, πλαισιώνοντας με ένα μοναδικό τρόπο την κατά τα άλλα λιτή σκηνή, στην οποία βρισκόταν μόνο ένα επικλινές κομμάτι στο οποίο άλλοτε οι ηθοποιοί χόρευαν, άλλοτα σκαρφάλωναν κι άλλοτε κρύβονταν. Επίσης, χάρη στην πολύτιμη χρήση του σωματικού θεάτρου παρουσιάστηκαν στην σκηνή δέντρα, δράκοι και έναστροι ουρανοί, μέσα από τα σώματα των ηθοποιών, που έμοιαζαν πιο αληθινά κι από τα ίδια τα δέντρα θαρρείς… οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του τελικού αποτελέσματος, σε συνδυασμό με την εξαιρετική μουσική του Νίκου Κηπουργού. Οι ερμηνείες στο σύνολό τους (Ντένης Μακρής, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Τζωρτζίνα Λιώση, Βάσια Ζαχαροπούλου, Ελένη Βλάχου, Παντελής Βασιλόπουλος, Αυγουστίνος Κούμουλος, Φοίβος Συμεωνίδης) ήταν εξαιρετικές, με μοναδική αμεσότητα από όλους τους ηθοποιούς και ακαταμάχητη κινησιολογική ευχέρεια και έλεγχο εκφραστικών μέσων.
«Γίνονται όμως αυτά τα πράγματα; Νομίζω πως γίνονται»… με αυτή την «απορία» αρχίζει και τελειώνει το μαγευτικό αυτό ταξίδι, μέσα από το οποίο φτάσαμε κι εμείς ως τα πέρατα του κόσμου για μιαν αγάπη…
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ