Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Τα μέλη της θεατρικής ομάδας «Πρόζα», ενώθηκαν με τους απόφοιτους της σχολής 92Artschool και δημιούργησαν την θεατρική ομάδα «Mariposa» η οποία στο ξεκίνημά της ανεβάζει το θεατρικό έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το σπίτι της Mπερνάρντα Άλμπα», το τελευταίο που έγραψε ο Ισπανός συγγραφέας, το 1936, ολοκληρώνοντας με αυτό την τριλογία του «ισπανική ύπαιθρος». Τα άλλα δυο είναι βέβαια η «Γέρμα» και ο «Ματωμένος Γάμος».
Το έργο περιγράφει την οκτάχρονη περίοδο πένθους στο σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα (Μυγδαλιά Ανδρέου), που ακολούθησε το θάνατο του συζύγου της, με την προαναφερθείσα διάρκειά της αν αποφασίζεται απ’ την ίδια, καθώς έχει πρόθεση να βυθίσει το σπίτι και τις κόρες της σε βαθύ θρηνητικό σκότος. Θέλει να χτίσει το σπίτι , τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι κόρες της Ανγκούστιας (Σωτηρία Χρυσικοπούλου), Μαγκνταλένα (Χριστίνα Μούζη), Αμέλια (Αναστασία Ραβάνη), Μαρτίριο (Κωνσταντίνα Βάρδα) και Αδέλα (Ανδριάνα Σταυριδοπούλου) πέφτουν σε μαρασμό, η καθεμιά για τους λόγους της, κυρίως όμως γιατί η ζωή δεν μπορεί να φυλακιστεί, ούτε να ελεγχθούν οι παρορμήσεις των ανθρώπων. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια (Έφη Μεράβογλου), η οικονόμος, που γνωρίζει πολύ καλά τη μαύρη ψυχή της Μπερνάντα και τους χειρισμούς της, όπως επίσης η Μαρία Χοσέφα (Σόνια Πούλη), μητέρα της Μπερνάρντα, η οποία είναι ψυχικά κλονισμένη. Η Πόνθια την ξέρει καλά τη Μπερνάντα και θεωρεί ότι ο άνδρας της είναι ευτυχής που πέθανε και γλίτωσε, ενώ παράλληλα την καταγγέλλει ως κακιά γυναίκα και εύχεται « μαύρα καρφιά να της βγουν στα μάτια». Η Μαρία Χοσέφα σχεδόν έχει ξεχάσει τα πάντα ή έχει μια επιλεκτική μνήμη, αυτή των γηρατειών. Παραμένει έγκλειστη σε ένα χώρο του σπιτιού, και όταν τους ξεφεύγει και βγαίνει έξω δηλώνει ότι θέλει να παντρευτεί, στολισμένη με όλα της τα κοσμήματα και με ένα μωρό στην αγκαλιά, σχεδιάζει γάμο στην ακροθαλασσιά και απεύχεται να καταντήσει σαν αυτές τις ρημαγμένες κόρες της Μπερνάντα. Το μωρό, ίσως να παραπέμπει στην εγκυμοσύνη της Αδέλα, ή και στα « κλεμμένα μωρά» επί καθεστώτος Φράνκο, όπου νεογνά απομακρύνονταν από τις μητέρες τους - συχνά κομμουνίστριες ή αναρχικές- και δίνονταν σε ανάδοχες οικογένειες -φίλα προσκείμενες στο δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο. Η γιαγιά, είναι ένα σουρεαλιστικό πρόσωπο του έργου, η απεγνωσμένη φωνή της καταπιεσμένης και θαμμένης ζωής. Εμφανίζεται αιφνιδίως σαν τη φωνή απελπισίας, με το κωμικοτραγικό κοστούμι μια ματαιωμένης ζωής. Μιας ζωής που δεν ευτύχησε να απολαύσει τις χαρές της.
Βοηθός στις δουλειές της Πόνθιας είναι η Δούλα (Αριστέα Ανύση), μια πολύ φτωχή γυναίκα, που λόγω της ανέχειάς της γίνεται τρομερά επιθετική στη ζητιάνα, που μόνο τη φωνή της ακούμε να ζητιανεύει για τα παιδιά της. Εκείνη τη διώχνει με αγριότητα για να πάρει εκείνη τα αποφάγια της ημέρας « Να πας από εκεί που ήρθες!». Εξαιρετική η ηθοποιός στον μικρό αυτό ρόλο, όπου συμπύκνωσε όλον τον πόνο και την οργή των φτωχών ανθρώπων.
Ο Πέπε Ρομάνο, ο άνδρας - σκάνδαλο, αυτός που επρόκειτο να παντρευτεί την Ανγκούστιας, που παράλληλα διατηρεί παθιασμένη σχέση με την αδελφή της Αδέλα, ενώ τον συναντά στα όνειρά της η άσχημη και άρρωστη Μαρτίριο, δεν εμφανίζεται ποτέ στην σκηνή. Μετά τις αποκαλύψεις τον διώχνει με πυροβολισμούς η Μπερνάντα, η οποία εξαφανίζει οποιαδήποτε «απειλή» ευτυχίας, οποιοδήποτε όνειρο ή επιθυμία για διαφυγή από τη φυλακή της. Ο Φράνκο και η δικτατορία του κατήργησε την πολιτισμική πολυμορφία της Ισπανίας, ενώ η βία ξεπερνούσε κάθε όριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σκληρές σκηνές που η Μπερνάντα πράγματι χτυπά και τη Μαρτύριο και την Αδέλα, γιατί τόλμησαν να σκεφτούν έναν άντρα και να ονειρευτούν μια διαφυγή. Η Μαρτύριο χαίρεται που ο θεός την έκανε άσχημη και άρρωστη κάτι που την αποκλείει από τους άνδρες. Για τη δικτατορία του Φράνκο η γυναίκα ήταν δέσμια στο σπίτι , υπό την επιτήρηση των γονιών της και μετά του συζύγου της. Καμιά άλλη δραστηριότητα πέρα από την μητρότητα και το σπίτι. Η έγνοια της Μπερνάρντα είναι μόνο να διακηρύξει ότι οι κόρες της είναι παρθένες, άμωμες, άθικτες να πενθούν τη ζωή τους, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Ακριβώς όπως η Δούλα, που έγινε επιθετική με τη ζητιάνα, ομοίως και η Μπερνάρντα γίνεται αν και γυναίκα ο μεγαλύτερος καταπιεστής των γυναικών. Πολύ καλή η ερμηνεία της Μυγδαλιά Ανδρέου, με εκείνο το αγέρωχο ύφος του δυνάστη, με το ζυγό που επιβάλλει της μαγκούρας της.
Η Μαγκνταλένα (Χριστίνα Μούζη) ράβει τα προικιά της Ανγκούστιας, της μόνης που θα μπορούσε να παντρευτεί γιατί είναι από άλλον πατέρα και όχι από τον θανόντα. Χτυπά ωστόσο και την Ανγκούστιας γιατί τόλμησε να βάλει άνδρα στο περιβόλι του σπιτιού ενώ έχει πεθάνει ο πατέρας της οικογένειας. Όλες θα ήθελαν να δραπετεύσουν. Μόνο η Αδέλα (Ανδριάνα Σταυριδοπούλου) ωστόσο από την πρώτη στιγμή το δηλώνει με τη συμπεριφορά της και με τα λόγια ότι εκείνη θα φύγει από αυτή την κόλαση. Ένα γλυκό κορίτσι που του στερούν την ομορφιά του έρωτα. Όταν πρόκειται να λιντσάρουν μια στο χωριό που έκανε νόθο παιδί μόνο εκείνη είναι επιεικής και τους φωνάζει να μην την πετροβολήσουν. Πρώτη η Μπερνάρντα με θυμό και εκδίκηση θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα. Είναι το ίδιο θέμα με τη Δούλα. Ο στερημένος, ο αδικημένος, γίνεται πιο επιθετικός και εκδικητικός από οποιονδήποτε, είναι σαν να παίρνει το αίμα του πίσω.
Το εξαιρετικό στην παράσταση πέρα από κάποιες ερμηνείες, είναι το σκηνικό του Ευγένιου Αρβανιτάκη, ένα σπίτι, σαν μεγάλο κουκλόσπιτο, με τοίχους από διάφανη γάζα ώστε να βλέπουμε την δράση μέσα στο σπίτι, σαν να κοιτάμε μέσα από τους τοίχους. Περίκλειστο το περιβάλλον, φυλακή, καταπίεση. Το τρίτο είναι η πραγματική δράση, με την κουζίνα, την ραπτομηχανή, μια ρεαλιστική άσκηση των ηθοποιών στο έργο, ώστε αυτό να καθίσταται ζωντανή πραγματικότητα.
Θαυμάσια ενταγμένες οι ισπανικές μουσικές επιλογές και η αφίσα που επιμελήθηκε η Λυδία Σταυριδοπούλου παριστάνοντας όλες τις κόρες να απαγχονίζονται μπροστά στη μάνα - δυνάστη, είτε συνέβη είτε όχι καθώς πρόκειται για ζωντανές - νεκρές.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ