Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Στον εναλλακτικό χώρο "Εργοτάξιον" στη Δάφνη η ομάδα "ΑΥΤΗ κ’ ΑΥΤΟΙ", που αποτελείται από τους Ελένη Αληφραγκή, Ανδρέα Ψύλλια και Τάσο Χαλά, μία μουσικό και δυο ηθοποιούς, παρουσιάζει το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη "Βουρκόλακας" που βασίζεται στο δημοτικό τραγούδι «του Νεκρού Αδελφού» και σε λαϊκούς μύθους.
Ο Αργύρης Εφτιαλιώτης (1849-1923) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής διανόησης στη μάχη για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Γιάννη Ψυχάρη. Γράφει με μια γλώσσα πλούσια σε μνήμες και συναίσθημα, και ύφος ευθυγραμμισμένο με τα εκφραστικά μοτίβα των ρομαντικών. Ο «Βουρκόλακας» γράφεται ως μια τραγωδία σε τρεις πράξεις στην οποία σκιαγραφείται η κοινωνική διάρθρωση της εποχής και όχι μόνο, με έναν εντελώς νέο, σύγχρονο τρόπο. Ο θεατής παρακολουθεί τα όνειρα των ανθρώπων, τις προκαταλήψεις τους, τις φοβίες τους, την πατριαρχική δομή της κοινωνίας, τη δύναμη του έρωτα, την ανεκπλήρωτη αγάπη, την καταπίεση της οικογένειας, τη μελαγχολία της ξενιτείας, τον πόνο του αποχωρισμού, την οδύνη του θανάτου.
Το έργο έχει ως εξής : Η Περμαθιώ και η Πιπινιώ, δυο γειτόνισσες ανοίγουν το έργο εμφανιζόμενες στη συνέχεια σε αρκετά σημεία για να περιγράψουν τα γεγονότα ή να πλαισιώσουν τα κεντρικά πρόσωπα της δράσης. Κουβεντιάζουν στο δρόμο του χωριού, έξω από το σπίτι της Δέσπως, της μάνας με τους εννιά γιους και με τη μια την κόρη, την Αρετούλα. Το θέμα της κουβέντας είναι ο έρωτας του Στεφανή, του καλού αλλά φτωχού παπαδόπαιδου, για την αρχοντοπούλα Αρετή. Ο Στεφανής εξομολογείται τον έρωτά του στην Αρετή μα εκείνη, αν και συγκινημένη, δεν του δίνει θάρρος και τον στέλνει να μιλήσει στη μητέρα και στ’ αδέρφια της. Εκείνος ξέρει ότι δεν είναι από σόι, καθώς «είχε θειά μοιρολογήτρα», και δεν έχει πιθανότητες να πάρει την αρχοντοπούλα. Η Δέσπω περιγράφει το άσχημό της όνειρο στην κόρη της και στον πρωτότοκο γιο της Κωνσταντή κι έπειτα μάνα και γιος συζητούν για το γάμο της Αρετής. Η Δέσπω υποστηρίζει την αγνή αγάπη του Στεφανή, αλλά ο Κωνσταντής δε θέλει ούτε ν’ ακούσει για της «μοιρολογίστρας τ’ ανίψι».
Ο γιος φέρνει στο σπίτι για γαμπρό τον Κράλη, «πραματευτή» από την Βαβυλώνα. Η μάνα πληγώνεται που η μονάκριβή της θα φύγει στα ξένα, αλλά δεν μπορεί να παρακούσει τη γνώμη του πρωτότοκου, ο οποίος έχει πάρει τη θέση του πεθαμένου πατέρα. Ο Κωνσταντής υπόσχεται πως θα φέρει την Αρετή για να κλείσει τα μάτια της μάνας τους. Ακολουθούν γλέντι, τραγούδια και χαρές στους αρραβώνες της - σαστισμένης από την ταχύτητα με την οποία την παντρεύουν - Αρετής και του Κράλη. Ο Στεφανής βρίσκεται έξω από το χωριό, κοντά στην Αγία Μαρίνα, νύχτα και έχει χάσει τα λογικά του από την πληγή που του άνοιξε η αγάπη για την Αρετή. Παραληρεί και στο τέλος κοιμάται. Στον ύπνο του βλέπει την Αγία Μαρίνα με τη μορφή της Αρετής, να του λέει να γίνει καλόγερος, να παρηγορεί και να σώζει τις ψυχές των χωριανών του, που θα τους βρει θανατικό μεγάλο.
Όταν ξυπνά ο Στεφανής έχει πάρει την απόφαση. Ακολουθεί ο παραδοσιακός γάμος και η αναχώρηση της Αρετής και του Κράλη για τη Βαβυλώνα. Μετά από τρεις μήνες βαρύ θανατικό έχει πέσει και ο Στεφανής, τώρα πάτερ Συνέσιος, έχει αναλάβει το ρόλο του παρηγορητή και σωτήρα του χωριού. Η Δέσπω χάνει και τους εννιά γιους της και τη νύχτα, στο κοιμητήριο, ζητά από τον Κωνσταντή, που πέθανε τελευταίος, να τηρήσει την υπόσχεσή του, έστω και πεθαμένος: να φέρει την Αρετή από τα ξένα. Και ο «βουρκολακιασμένος» γιος τηρεί την υπόσχεσή του. Εμφανίζεται η Αρετή μοναχή με ξέπλεκα μαλλιά κι «αμελημένα φορέματα», μονολογεί και αναρωτιέται μήπως βλέπει όνειρο και ποια είναι η αλήθεια. Περιγράφει το ταξίδι της με τον Κωνσταντή και την αίσθηση της κρυάδας του θανάτου. Πέφτει μπροστά στην πόρτα της Δέσπως, κι όταν εκείνη βγαίνει, μάνα και κόρη αγκαλιάζονται και πεθαίνουν.
Ωραία τραγούδια, κωμικές σκηνές, εξαιρετικές οι σκηνές με τις κουτσομπόλες γειτόνισσες, η τσιγγάνα που προμηνύει στην Αρετή ότι θα αποχωριστεί το περιβόλι της, η πίκρα του Στεφανή στην ταβέρνα, η αναπαράσταση του τραπεζιού με ένα σάλι για τραπεζομάντηλο. Μια παράσταση με ελάχιστα αντικείμενα, «καθαρή» υποκριτική , πολλά θεατρικά παιχνίδια, πολύ χιούμορ, όλα αντιστικτικά στο ρομαντικό και σκοτεινό αυτό κείμενο.
« Νάσαι πάντα λαμπερή σαν τ’ αργυρό φεγγάρι!» η ευχή στη φοβισμένη στο γάμο Αρετή, η οποία καλείται να μείνει στην Βαβυλώνα με τον πλούσιο γαμπρό, μακριά από τη μάνα της. Κλαίνε και οι δυο τους: «Δώσε μου τα δάκρυά σου κόρη μου να τα κλάψω!»
Κομβικό σημείο της παράσταση η εναλλαγή ρόλων, που ενσαρκώνονται με απόλυτη επιτυχία από τους δυο ηθοποιούς Τάσο Χαλά και Αντρέα Ψύλλια. Οι γειτόνισσες, η τσιγγάνα, οι περίοικοι, ο Κωνσταντής, η Μάνα, ο Στεφανής, η Αρετή, ο Κράλλης, ο δαίμονας.
Σε όλους τους ρόλους τόσο γλαφυροί, αστείοι και παράλληλα δραματικοί για την απόδοση της μοίρας και εν τέλει του θανάτου. « Τα πουλάκια λένε ότι περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους». Σε όλη την παράσταση η ζωντανή μουσική από την Ελένη Αληφραγκή, υπήρξε ο τρίτος «ηθοποιός», ο απόλυτος συναισθηματικός και όχι μόνο σχολιαστής, αλλά και ρυθμιστής της έντασης.
Μια εξαιρετική παράσταση σε έναν χώρο που ευνοεί από μόνος του τη μέθεξη του θεατή στα διαδραματιζόμενα επί σκηνής.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ