Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» είναι μια σύγχρονη τραγωδία με έντονα τα σημάδια του κλασσικού δράματος. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, ο Σεμπάστιαν, είναι διαρκώς παρόν δια της απουσίας του, όπως ο Πολυνείκης στην «Αντιγόνη» ή ο Νεοπτόλεμος στην «Ανδρομάχη». Ένας αριστοκράτης ποιητής που έχει κάνει τη ζωή του ποίηση, αναζητεί τον Θεό και ίσως τον αναγνωρίζει στην ωμότητα και άγρια νομοτέλεια της φύσης. Τον γοητεύουν τα σαρκοφάγα φυτά και τον εντυπωσιάζει η σκαιότητα που κατασπαράζονται τα μικρά χελωνάκια, στα νησιά Γκαλαμπάγκος, από τα άγρια όρνια. Προοικονομίες του ωμοφάγου σπαραγμού του, εν τέλει, από τα πεινασμένα αγόρια στο Μεξικό!
Ένα έργο-ποίηση που συνεχώς καταβροχθίζει: Τα ωραία φυτά του κήπου που τρώνε ζωντανούς οργανισμούς, ο ωραίος Σεμπάστιαν που θα ήθελε να γευτεί ερωτικά τη σάρκα των μικρών αγοριών, η κοσμική υπέρκομψη πλούσια μητέρα που έχει «φάει» το γιο της με την υπερβολική αγάπη της σκιαγραφώντας το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αλλά και οι συγγενείς που αδημονούν να κατασπαράξουν την περιουσία που άφησε μετέωρη πίσω του ο εκλιπών. Προσοχή! Δεν είναι τυχαία η αντίστιξη μεταξύ υπερβολικής ομορφιάς, κομψότητας και απάνθρωπου θανάτου. Πρόκειται για την αδηφάγα κοινωνία μας που με απερίφραστη χυδαιότητα καρτερεί το επόμενό της θύμα, πάντα κεκαλυμμένη με το προσωπείο του καθωσπρεπισμού.
Το έργο ξετυλίγεται στο θαμπωτικό κήπο του Σεμπάστιαν, όπου τώρα πια η μητέρα του, Βάιολετ, μάχεται υπερασπιζόμενη την υστεροφημία του γιου της. Μοχθηρή, αλλά λεπτεπίλεπτη. Σκληρή, αλλά εύθραυστη. Με βλέμμα καθηλωτικό και λόγο κοφτερό. Μια μητέρα που περισσότερο ερωτεύτηκε, παρά αγάπησε τον γιο της, η Θέμις Μπαζάκα, ενσάρκωσε με εκπληκτική μαεστρία την κα Βέναμπλ δίνοντας, ωστόσο έμφαση κυρίως στην αριστοκρατική πλευρά της ηρωίδας. Μια άκρως γοητεύσιμη πλευρά ντελικάτη, φίνα, που αφού πρώτα σαγήνευσε-χειραγώγησε τον γιο της, τώρα αποπειράται να κάνει το ίδιο με τον γιατρό Κούκροβιτς.
Ως γιατρός ο Παναγιώτης Εξαρχέας υστερεί λάμψης και γοητείας. Φάνηκε ανασφαλής και δεν ανέδειξε την υπεροχή των μεθόδων του και την επιβλητικότητα που επιτάσσει ο συγγραφέας του έργου. Στους αντίποδες η Μαίρη Μηνά ως Κάθριν μάς αγγίζει. Ελκυστική, όμορφη, νευρώδης -σε σημείο να έχει περιοδικούς σπασμούς- μάς χαρίζει μια έντονη εσωτερική ερμηνεία που ανατριχιάζει, με αποκορύφωμα τη στιγμή του μονολόγου της. Στη σκηνή υπάρχουν ανεπιτυχώς η Αθηνά Αλεξοπούλου στον ρόλο της Κυρίας Χόλι και ο Γιάννης Λατουσάκης στον ρόλο του Τζορτζ. Η πρώτη εμφανίζεται ως μια νευρωτική, υπερκινητική και ανήσυχη καρικατούρα της Αμερικανίδας της εποχής μένοντας στην επιφάνεια του ρόλου, ενώ ο δεύτερος είναι απλά εκνευριστικός!
Επιτέλους, να μιλήσουμε και για την σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου. Γιατί τόση επέμβαση; Γιατί τόση σκηνοθεσία; Το έργο είναι αριστούργημα ποίησης και κατάθεση ψυχής, δεν χρειάζεται όλα αυτά τα φτιασίδια. Υπερσκηνοθεσία σε κάθε στιγμή προσδίδει βραδύτητα στο έργο, με αποτέλεσμα να κάνει «κοιλιά» σε πολλά σημεία διεκδικώντας έτσι την ανία του κοινού. Τολμώ να πω και την ενόχλησή του. Ιδίως στις σκηνές που το φως πάλευε με το σκοτάδι. Σαφές το μήνυμα: είναι ο σκοτεινός Σεμπάστιαν που διηγείται η Κάθριν και ο αγνός, αμόλυντος υιός που έχει πλάσει και υπεραμύνεται η Βάιολετ. Κοντολογίς, η υπερβολική σκηνοθετική άποψη και η αραιή δράση στέρησαν από την παράσταση την αναγκαία ενότητα και ίσως την βάρυναν με περιττά βαρίδια.
Στο σκηνικό χώρο, θαρρώ τα έκαναν «μούσκεμα»! Από τη Νέα Υόρκη και το Roundabout Theater έως το πλησίον μας Παρίσι και το Odéon-Théâtre de l'Europe η παράσταση ακολουθεί μία σκηνογραφική φόρμα: επιβλητικά ή μη φυτά δημιουργούν την αίσθηση του κήπου-θερμοκηπίου. Εν τη προκειμένη παράσταση, η Ευαγγελία Θεριανού, αποφεύγοντας δήθεν το κλισέ του κήπου δημιουργεί ένα μαυσωλείο μνήμης τοποθετώντας αγαπημένα αντικείμενα του Σεμπάστιαν και σκόρπιες γλάστρες ξεραμένων φυτών. Ευτυχώς, που το σκηνικό εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον στο φινάλε, ειδάλλως θα ήταν ανεκδιήγητο.
Τα κουστούμια της, Βασιλική Σύρμα, ήταν υπέροχα! Ειδικά το εντυπωσιακό κυανό μεταξωτό νυχτικό της Βάιολετ. Επιπλέον, ο φωτισμός του, Αλέκου Αναστασίου, σκηνοθετούσε τη στιγμή, πλην όμως γινόταν ενοχλητικός περιστασιακά. Θα αποτελούσε παράλειψη να μην αναφέρουμε τη μουσική του Φώτη Σιώτα. Η παρουσία του ήταν μαγική! Έδινε νόημα στη σιωπή και ομόρφαινε κατά πολύ την παράσταση στο σύνολό της.
Επί του πρακτέου, πρόκειται για ένα θεατρικό αριστούργημα που αξίζει να δει κάποιος έστω και μια φορά στη ζωή του. Απαιτεί προσήλωση και σοβαρότητα στην θέασή του και δεν είναι ιδανικό για «πρωτάρηδες» του θεάτρου. Αν κάποιος αντέχει να αντικρίσει το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, αυτή η παράσταση αποτελεί πρόκληση. Δεν είναι τέλεια, αλλά δεν παύει να είναι μια καλή παράσταση.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ