Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Ένας πράσινος λόφος, ένας τάφος, κρεμασμένες σειρήνες και το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής καλυμμένο με χαλιά, είναι το εικαστικό σκηνικό το οποίο αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από μια πυκνή ομίχλη. Στην πορεία της παράστασης, τα χαλιά σηκώνονται μετατρέποντας τα στην προέκταση του κουστουμιού ενός ηθοποιού, αποκαλύπτοντας το έδαφος από πηλό, δίνοντας την ευκαιρία στους ερμηνευτές να κυλιστούν με πολλαπλούς τρόπους, μεταφέροντας στα ρούχα τους πλέον μέρος της λάσπης, ενώνοντας έτσι την φυσική τους υπόσταση σε ένα ενιαίο σύνολο με τη γη…
Δεν θέλω να μιλήσω για τον Ριχάρδο. Ούτε για τον Σαίξπηρ. Δεν αναγνώρισα ούτε Σαίξπηρ, ούτε Ριχάρδο σε αυτά τα 90’. Και δεν με ενόχλησε καθόλου. Αν ήθελα να διαβάσω άλλη μία φορά τον Ριχάρδο, θα μπορούσα να το κάνω κι από την άνεση του σπιτιού μου, νομίζω. Έχοντας παρακολουθήσει και τον «Σωσία» αλλά και τα «Ωραία χέρια μας» της ομάδας Les ratio Network και τις σκηνοθετικές προσεγγίσεις της Έφης Μπίρμπα, δεν περίμενα κάτι λιγότερο από άλλη μία εικαστική προσέγγιση. Έτσι ήμουν προετοιμασμένη για να δω, να ακούσω και να βιώσω «εικόνες» και «εικονοποιήσεις» και όχι να παρακολουθήσω ένα Σαιξπηρικό έργο.
Οι ατμοσφαιρικότατες φωτιστικές επιλογές του Θύμιου Μπακατάκη, σε συνδυασμό με την «εκκωφαντική» ηχητική επένδυση της Coti K. συνετέλεσαν σε ένα ενιαίο «μαγευτικό» σύνολο, στο οποίο μοναδικός αρωγός ήταν η κίνηση και τα σώματα των ηθοποιών, με έναν γερό άσσο για άλλη μια φορά την εκφορά του λόγου. Ωστόσο, για πρώτη φορά, ο Άρης Σερβετάλης δεν κατάφερε να «με πάρει μαζί του». Μπορώ όμως να το παραβλέψω, χάρη στο γενικό σύνολο. Οι στυλιζαρισμένες κινήσεις, ειδικά η επαναλαμβανόμενη υπόκλιση, ο ακρογωνιαίος λίθος της απόλυτης υποταγής, καθοδηγούμενος από μια απλή συνεχόμενη κίνηση του δακτύλου του βασιλιά, με συνεπήραν ολοκληρωτικά. Η πιο δυνατή στιγμή του έργου, όταν ο Ριχάρδος στερεώνεται ανάποδα στο έδαφος, και μιλά χωρίς καμμία δυσκολία.
«Ο κύριος και ο βασιλιάς του τίποτα» και «Δεν έχω κανένα φίλο» είναι οι μόνες φράσεις που μπόρεσα να ακούσω κατά τη διάρκεια της παράστασης, νομίζω όμως ότι χαράχτηκαν στο μυαλό μου με κάτι ανεξίτηλο, και δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Πόση σπαρακτική μοναξιά μπορεί να κρυφτεί μέσα σε λίγες μόνο λέξεις. Δεν κατάφερα ούτε να συγκρατήσω, ούτε καν να ακούσω κάτι άλλο από το κείμενο. Γιατί δεν με αφορούσε. Η μαγεία της εικόνας και ο πλούτος των συναισθημάτων που απλόχερα μου χαρίστηκαν, με έκαναν να θυμηθώ γιατί βιώνω το θέατρο. Γιατί αν βλέπεις το θέατρο, δε μπορείς, ενδεχομένως, να βιώσεις το θέατρο. Αν χάνεσαι στο «γιατί ειπώθηκε αυτό και όχι το άλλο», χάνεις τη μαγεία της στιγμής που ίσως δεν σου ξαναδοθεί. Και για μένα αυτή είναι η έννοια του θεάτρου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ