Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Ίβο βαν Χόβε ανέβασε την παράσταση "Ταρτούφος ή ο υποκριτής" του Μολιέρου στην Κομεντί Φρανσέζ και παίχτηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών στις 16-18/6, στην Πειραιώς 260.
Ο Μολιέρος, έγραψε τον “Ταρτούφο”, ένα έργο που πέρασε από χίλια κύματα καθώς αρχικά κρίθηκε βλάσφημο από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ και απαγορεύτηκε. Στο έργο πρωταγωνιστής είναι ένας υποκριτής, που εμφανίζεται ως ηθικά άμεμπτος, θρήσκος έντιμος και ανιδιοτελής. Παραπλανά τον αγαθό Οργκόν, εγκαθίσταται στο σπίτι του και βάζει σε λειτουργία τα σχέδιά του: ν'αρπάξει τη γυναίκα του και να του καταχραστεί την περιουσία. Ο δραματουργός έπρεπε να αγωνιστεί ώστε να επιτραπεί το ανέβασμά του, πράγμα που κατέστη δυνατό μετά τη δημιουργία μιας τροποποιημένης εκδοχής το 1669. Όμως καθώς φαίνεται και από το τέλος του έργου του Ίβο βαν Χόβε ο Μολιέρος ήταν προφητικός. Μετά “το παιχνίδι του τέλους” με το τραπέζι και τον κρυμμένο Οργκόν, ο Ταρτούφος ανακηρύσσεται νικητής, χαϊδεύει την κοιλιά της εγκύου γυναίκας του Ελμίρας, ο Οργκόν άστεγος, ρακένδυτος, ο Κλεάνθης διαδηλωτής για τα δίκια των απανταχού αδικημένων, ο Δάμις σαν γυναίκα τρανς , η Ντορίνα ντυμένη με ωραίο κοστούμι μια περσόνα των διαπραγματεύσεων. Αυτή είναι η πραγματικότητα, χωρίς εξιδανικεύσεις και από μηχανής θεούς.
Έτσι επικρατεί ο Ταρτούφος, αυτό το τέρας της υποκρισίας, το τέρας του καπιταλισμού, που στο πέρασμα του χωρίς συναισθήματα τσακίζει νεανικά όνειρα, περιουσίες, την τιμή του ανθρώπου και βγαίνει νικητής να θριαμβολογεί την επικράτησή του.
Η Κομεντί Φρανσέζ, θεατρικό σπίτι του Μολιέρου ακολουθεί το σύνθημα "Simul et singulis" δηλαδή "Όλοι μαζί και ο καθένας μοναδικός", μια φράση που εκφράζει την ιδεολογία της ομάδας και τιμά τον ιδρυτή της, τον σπουδαίο Γάλλο συγγραφέα με ένα πανόραμα των έργων του. Επιχείρησε μια ανασύσταση του πρώτου κειμένου του Ταρτούφου το 1664, που δεν υπάρχει πια, και δημιούργησε ένα έργο κοντινό στο προφητικό πρωτότυπο. Έκανε κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες ακολουθώντας το πνεύμα του Μολιέρου , που τέσσερεις αιώνες μετά παραμένει το ίδιο επίκαιρο. Ο Ταρτούφος είναι η επιτομή της υποκρισίας. Δεν είναι μόνο που είναι καιροσκόπος, αλλά θέλει να τους πετάξει όλους έξω από το σπίτι του Οργκόν, ώστε μόνος τους να “ξεκοκαλίσει” τα υπάρχοντά του. Στον «Ταρτούφο» συμπυκνώνονται όλα τα άρρωστα σημεία της σύγχρονης εποχής, όπως λόγου χάριν τα αιρετικά κινήματα, η επίδραση της εκκλησίας στους αδύναμους, τα προσωπικά συμφέροντα κάποιων ανθρώπων, η παρεμβατική μητέρα, που νουθετεί και κρίνει αδιάκοπα, ενώ αρνείται τους νέους ανθρώπους, η παραμελημένη και ανικανοποίητη σύζυγος και όλα αυτά καλά κρυμμένα κάτω από τη μάσκα του ευσεβούς, συμπονετικού, φιλεύσπλαχνου, «θεοσεβούμενου» πιστού. Ο Ταρτούφος (Christophe Montenez) είναι ένα ευφυής ηθοποιός που συναρπάζει με την λεπτοκεντημένη, δουλεμένη σε λεπτομέρεια ερμηνεία του.
Ο Γιαν Κοτ παρουσιάζει τον Ταρτούφο σαν το alter ego του Οργκόν: "Ο Οργκόν και ο Ταρτούφος δημιουργούνται ο ένας από τον άλλο, και ο ένας για τον άλλο. Μόνος καθένας του, χωρίς τον άλλον, είναι ατελής, ανολοκλήρωτος και ανώριμος. Ο ένας χρειάζεται την γκριμάτσα του άλλου. Ο ένας αναρριχάται στο πρόσωπο του άλλου". Σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Οργκόν είναι από μόνος του τύραννος, όταν επιβάλλει την παρουσία του Ταρτούφου στο σπίτι του. Η συμπεριφορά του απέναντι στον γιο του Δάμη (Julien Frison) είναι κυριαρχική και εκδικητική. Τον διώχνει, τον αποκληρώνει και τον χτυπά. Ο Ταρτούφος απελευθερώνει τον δυνάστη Οργκόν να ξεδιπλώσει τη φασιστική του συμπεριφορά, με την “ευλογία” της παρεμβατικής μητέρας του, η οποία, όπως κάθε ξένο στοιχείο και δη τοξικό θα έπρεπε να πετάγεται εκτός του σπιτιού και όχι να παρεμβαίνει με συμπεριφορά βαμπίρ να τους χαλά τη ζωή.
Ο Βέλγος σκηνοθέτης Ivo van Hove (Ίβο βαν Χόβε), δημιούργησε μια νεωτεριστική εντελώς σύγχρονη παράσταση με τον δραματουργό του Koen Tachelet , τα λειτουργικά και ατμοσφαιρικά σκηνικά και φωτισμούς του Jan Versweyveld, τα κοστούμια της An D'Huys και την πρωτότυπη μουσική του Alexandre Desplat. Έστησαν ένα άκρως ενδιαφέρον αστικό δράμα, που κατάφερε να προβληματίσει και να παρουσιάσει δυνατές αιχμές, για την παρέμβαση της μητέρας και πεθεράς, την αδυναμία του πατέρα να επιβληθεί στην οικογένειά του, το μέγιστο κοινωνικό θέμα όλων αυτών που επιβιώνουν εις βάρος άλλων και αποενοχοποιούνται με δήθεν φιλανθρωπίες.
Ο Ταρτούφος γεννιέται από ένα νοσηρό κοινωνικό σώμα, που έχει ανάγκη την υποκρισία, γεννιέται μέσα από τα σκουπίδια, όταν γεννιέται από το πεζοδρόμιο, τον πλένουν σα μωρό, το ντύνουν για να οδηγηθεί στα σαλόνια και να υπηρετήσει την “φιλευσπλαχνία” των ψευτοθεοσεβούμενων αστών, που έχουν ανάγκη να ξεπλύνουν την αστική τους αδιαφορία για τον φτωχό δίπλα τους, ενώ αμέριμνοι και αδιάφοροι συνεχίζουν τη ματαιόδοξη συσσώρευση πλούτου.
Θαμπώνει το θύμα του, όσο παραδίδει μαθήματα ηθικής. Αντιλαμβάνεται το χάος μεταξύ των συζύγων, την ευπιστία του Οργκόν, το ανικανοποίητο της Ελμίρας και παρακάμπτοντας όλα τα διδάγμάτά του χυμά σαν ταύρος σε υαλοποιίο διεκδικώντας το αντικείμενο του πόθου του την Ελμίρα και βέβαια την περιουσία του Οργκόν. Σαν έξαλλη Φαίδρα αποκαλύπτει τον πόθο του στην Ελμίρα και τα παίζει όλα για όλα.
Η σύζυγος του Οργκόν, Ελμίρα (Marina Hands )από την αρχή εμφανίζεται μαζεμένη, μαραμένη, ξυπόλυτη, σχεδόν υποταγμένη στην πεθερά της, πάντως φοβισμένη, μέχρι την ώρα που αποφασίζει να ξεσκεπάσει τον Ταρτούφο και τις προθέσεις του ή ακόμα και να υποκύψει στα λάγνα λόγια του, που τόσο πολύ θα ήθελε να ακούσει. Εξάλλου ήταν καταδικασμένη να ζει μια ανέραστη, προσκολλημένη στα θρήσκα, μια νέα όμορφη γυναίκα με μια αδιάφορη ζωή.
Η Ντορίνα (Dominique Blanc), η υπηρέτρια, είναι ευφυέστατη, αντιδραστική, πάντα ακολουθεί ένα οργανωμένο τρόπο συμπεριφοράς για να αφήνει τη δική της άποψη να μένει στη σκηνή ή να προβληματίζει. Είναι η θυμοσοφία του απλού λαού που στον Μολιέρο αποκρυσταλλώνεται στο καθαρό βλέμμα των δούλων.
Η οικογένεια νοσεί, άρα και η κοινωνία. Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν κάτω από έναν στυγερό έλεγχο της θεοσεβούμενης γιαγιάς, της κ.Περνέλ (Claude Mathieu), που μόνο με την στάση του σώματός της και το άκαμπτο σώμα και λόγο της προκαλεί τον φόβο, όπως και ο εμμονικός Οργκόν και βέβαιο ο τυχοδιώκτης Ταρτούφος. Όλα τοξικά πλάσματα που απομυζούν την ευτυχία των παιδιών, της συζύγου και οποιουδήποτε διεκδικεί την ευτυχία του.
Ο φωτισμός (Jan Versweyveld), οι ήχοι (Pierre Routin) θέλουν αν καταθέσουν μια απειλή και να δημιουργήσουν μιαν ατμόσφαιρα αγωνίας και εφιάλτη. Ταράζουν τον θεατή και τον εγκαλούν σε σκέψη για αυτόν τον θεατρίνο υποκριτή, με τις θεαματικές γονυκλισίες στην εκκλησία, με την υποκριτική αυταπάρνηση και τη μη αποδοχή των της πληθώρας των δώρων από τον Οργκόν, για να δώσει δήθεν και σε άλλους που έχουν ανάγκη.
Ο Κλεάνθης (Loïc Corbery ) είναι το πνεύμα εκείνο που αντιστέκεται υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα του ανθρώπου. Σε ένα γήπεδο αναμέτρησης, που στη συνέχεια γίνεται ρινγκ αναμέτρησης, όπου αναμετρώνται με επιχειρήματα οι δυο εντελώς αντίθετες απόψεις , ο Κλεάνθης δεν σκύβει το κεφάλι στους αχρείους, ούτε θα επιτρέψει να γίνουν κριτές στη ζωή του. Ο Κλεάνθης διακρίνει την ευσέβεια από την υποκρισία. Κάνει πέρα τους αγοραίους θρήσκους, τους τσαρλατάνους και δεν μπορεί να καταλάβει πως ένας θεοσεβούμενος άνθρωπος είναι πάντα θυμωμένος.
Ο Δάμις είναι εντελώς ευνουχισμένος, όταν τολμά να αποκαλύψει τη χυδαιότητα του Ταρτούφου στην Ελμίρα ψάχνει να βρει το δίκιο του, αλλά ο πατέρας του τον εκμηδενίζει, τον χτυπά, φωνάζοντας του «je suis le maître». Συμπεριφορά τιμωρητική εις βάρος του παιδιού του και προς όφελος ενός ξένου και υποκριτή. Αντιστρέφει τις κατηγορίες και ο Δάμις βρίσκεται υπόλογος. Το περιστατικό αυτό δίνει ευκαιρία στον Ταρτούφο να ζητήσει συγχώρεση για τον Δάμη, γιατί δεν ξέρει τι κάνει. Αυτό θυμίζει τα λόγια του Χριστού στο σταυρό «οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι !» Απόλυτη αλαζονεία και ιεροσυλία. Αυτή τη φορά κέρδισε στο ρινγκ ο Ταρτούφος, ενώ ο Οργκόν αποχωρεί με χοροπηδηχτά πλήρως ικανοποιημένος, που θα αφήσει την περιουσία του στον Ταρτούφο και θα εξαφανίσει το γιο του και όλους τους υπόλοιπους. Ο Οργκόν κατόρθωσε να “ποτίσει με χολή το λουλούδι στο οποίο εκείνος χάρισε τη ζωή”.
Μια συγκλονιστική παράσταση του Φεστιβάλ ,με μια ευφυή σκηνοθεσία, μια σύμπραξη πολλών συντελεστών με πολύ καλά δουλεμένες ερμηνείες ικανών ηθοποιών.
Μια έμμετρη κωμωδία σε τρεις πράξεις, απαγορευμένη εκδοχή του 1664, αποκατεστημένη από τον Georges Forestier, με τη συνεργασία της Isabelle Grellet σε υπέροχη μετάφραση υπέρτιτλων του Ανδρέα Στάικου, που άφησε άφωνους τους θεατές στην Πειραιώς 260.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ