Από τον Κωνσταντίνο Πλατή
Το μικρό αυτό διοίγημα του Νικολάι Γκόγκολ που ανεβαίνει στο θέατρο Επί Κολωνώ, με τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά, σηματοδότησε, όταν γράφτηκε, τον τρόπο με τον οποίο οι μετέπειτα λογοτεχνικές γενιές συγγραφέων θα αντιμετώπιζαν τους εσωτερικούς μονολόγους των ψυχικά διαταραγμένων ανθρώπων. Ο συγγραφέας κατάφερε ουσιαστικά να μπει στο μυαλό του Αυξέντιου Ιβάνοβιτς Ποπρίσσιν και να μας περιγράψει την καθημερινότητα και τις σκέψεις του, έχοντας κάνει, ήδη, την παραδοχή ότι είναι τρελός και καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να αποστασιοποιηθεί-απενεχοποιηθεί από οτιδήποτε μη λογικό συμβεί στη συνέχεια.
Το στοιχείο της παιδικότητας που παρατηρούμε στην ερμηνεία του ρόλου, επίσης, έχει τη σημασία του. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, συνήθιζα σε καταστάσεις "εκτάκτου ανάγκης" να βρίσκω καταφύγιο στη ντουλάπα του δωματίου μου. Θες γιατί με κατηγορούσαν άδικα επειδή κάποιος ζωγράφιζε τις οικογενειακές φωτογραφίες, θες επειδή έπρεπε σώνει και καλά να φάω και την τελευταία μπουκιά από το φαγητό μου, στη ντουλάπα έβρισκα τη σωτηρία μου. Εκεί ξεχνιόμουνα πολλές φορές φτιάχνοντας με του μυαλό μου ιστορίες μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να βρεθώ αντιμέτωπος με τις συνέπειες του "νόμου". Αυτή, λοιπόν, ήταν και η δική μου αφορμή για να ταυτιστώ με "Το ημερολόγιο ενός τρελού" .
Από εκεί και πέρα, βέβαια, η αμφισημία του έργου επιτρέπει στον καθένα μας να βρει τη δική του αφορμή και δίνει στους συντελεστές τη δυνατότητα αν και υπάρχει έντονο το ρεαλιστικό στοιχείο, να ακουμπήσουν και σε άλλα είδη όπως ο σουρεαλισμός και το θέατρο του παραλόγου. Η ντουλάπα άλλωστε δεν συμβολίζει απλά μια ντουλάπα αλλά επιδέχεται πολλών ερμηνειών όπως ότι πρόκειται για το μυαλό του ήρωα, όπου μέσα εκεί ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο τις καθημερινές καταστάσεις που βιώνει στην εργασία του, τις ερωτικές απογοητεύσεις του και την σταδιακή του κάθοδο στον παραλογισμό, εξ ου και η αποσυναρμολόγηση της..
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Πασσά κατάφερε να διατηρήσει ένα εξαιρετικό ρυθμό καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και να καθοδηγήσει ένα σπουδαίο ηθοποιό όπως είναι ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σε μια ερμηνεία που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί σε αυτό το έργο. Ο Ιωσηφίδης ελέγχει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα και σταδιακά χωρίς υπερβολές και με αστείρευτη ενέργεια που διατηρεί ενεργά τα αισθητήρια κέντρα του θεατή, καταλήγει μέσα από σχεδόν κωμικές καταστάσεις στο απόλυτο δράμα αφήνοντας το κοινό να παρατηρήσει με κάθε λεπτομέρεια αυτή τη μετάβαση.
Το εξαιρετικά εμπνευσμένο σκηνικό από τη Σοφία Καραγιάννη όχι μόνο δεν εγκλωβίζει τον ηθοποιό αλλά του δίνει τον ιδανικό καμβά για δημιουργία και χαρτογράφηση ενός κειμένου που δεν είναι αμιγώς θεατρικό .
Σημαντική είναι και η μουσική επιμέλεια από τον Κωνσταντίνο Πασσά που χρωματίζει μελαγχολικά διάφορα σημεία του έργου καθώς οι λειτουργικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου.
Εν κατακλείδι πρόκειται για μια παράσταση που προβάλει στο θεατή την ουσία του έργου και του δίνει τη δυνατότητα να αποδεχτεί και να συμπονέσει όχι μόνο το χαρακτήρα του έργου αλλά και οτιδήποτε οικείο βλέπει σε αυτόν.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ