Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Δήμος Αβδελιώδης παρουσιάζει για πρώτη φορά στο αθηναϊκό κοινό, τη τελευταία του θεατρική δουλειά «Το Μυρολόγι της Φώκιας – Το Καμίνι». Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Θέατρο της Α. Σ. Κ. Τ, στο οποίο έχει φιλοξενηθεί για 2 χρόνια το θεατρικό ρεπερτόριο του σκηνοθέτη, με την υποστήριξη και τη συνεργασία του Θεάτρου της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και ξανά παρουσιάστηκε τελευταία το Σάββατο στις 17 Δεκεμβρίου 2016 και ξανά την Τετάρτη στις 28 Δεκεμβρίου 2016, στο Ιδιόμελο στην Ελευθερίου Βενιζέλου 17 στο Μαρούσι (τηλ:210 6817042).
Με τα δυο αυτά διηγήματα παρουσιάζεται το δεύτερο μέρος της τριλογίας, αφιερώματος του Δ. Αβδελιώδη στον Παπαδιαμάντη, μετά την παρουσίαση του πρώτου μέρους, που ξεκίνησε με τα διηγήματα “ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ - ΕΡΩΣ ΗΡΩΣ” έχοντας σαν θεματική, την αντίστιξη μεταξύ του ουράνιου και του γήινου έρωτα.
Στη νέα παράσταση η κύρια αντίστιξη είναι μεταξύ του πένθους του θανάτου και της δύναμης της ζωής. Τα πεζογραφήματα με τη θεατρική, φωνητική τους αναπαράσταση ξετυλίγουν τη σπάνια ποιητική τους φύση. Στο “Μυρολόγι της Φώκιας’’ ο Δ. Αβδελιώδης είδε στον Παπαδιαμάντη την αντίστιξη του μοιρολογιού, με το τραγούδι της φλογέρας του βοσκού και μετά το τραγικό γεγονός και το μοιρολόι της φώκιας ξανά με το αμέριμνο ποιμενικό τραγούδι.
Μέσα σ’ αυτήν την σπαρακτική, αλλά παγιωμένη αρμονία του ηλιοβασιλέματος έρχεται αθόρυβη αλλά επελαύνουσα η Νύχτα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εμφανίζεται και η μούσα του σκηνοθέτη, αλλά και του συγγραφέα, με αργό βηματισμό και λευκό μακρύ φόρεμα, για να διηγηθεί τη ζωή και τις εκφάνσεις της.
Ο Δ. Αβδελιώδης προτείνει με τις παραστάσεις του έναν ανανεωμένο και μοντέρνο τρόπο θεατρικής έκφρασης, που στηρίζεται στη διαύγεια και τη σαφήνεια του νοήματος, χωρίς στοιχεία πειραματισμού. Η παρακολούθηση της παράστασης γίνεται για όλους τους θεατές μια βιωματική εμπειρία, μάθημα υποκριτικής, σκηνοθεσίας και θεατρικής διασκευής.
«Το μοιρολόγι της φώκιας» πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 13 Μαρτίου 1908, τρία σχεδόν χρόνια πριν από το θάνατο του συγγραφέα (3 Ιανουαρίου 1911). Οι περισσότεροι από τους μελετητές του Παπαδιαμάντη το θεωρούν ως το αρτιότερο και το καλύτερο από τα διηγήματά του, ενώ πολλοί φτάνουν να το χαρακτηρίσουν ως «το αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας». Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος με το οποίο ο συγγραφέας τελειώνει το διήγημα: «Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» είναι χαραγμένοι στην προτομή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο και είναι το τραγικό επιμύθιο του διηγήματος.
Σκηνικό ο βράχος, που και στο μυρολόγι , αλλά και στο Καμίνι είναι ουσιαστικά δρων γι΄αυτό στη πρώτη περίπτωση έχει επάνω του τα πτώματα όσων θυσιάστηκαν στην προσπάθειά τους να δουν την ακτή και στην άλλη έχει το σώμα της Τούλας που τελικά πέφτοντας από εκεί, βρίσκεται ευτυχώς στην αγκαλιά του Νίκου.
Ο Αβδελιώδης έχει διδάξει το έργο σαν από παρτιτούρα, αποκαλύπτοντας τη μουσικότητα του έργου του Παπαδιαμάντη, κάνοντας ζωντανό το σκηνικό, δημιουργεί τις κατάλληλες αντιστίξεις με τα μουσικά θέματα να απαντούν ή άλλοτε να αντιδρούν το ένα στο άλλο.
Το πρώτο διήγημα εξελίσσεται σε μια παραλία της Σκιάθου, το Κοχύλι, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί κατευθύνεται μια μαυροφορεμένη γριά, η Λούκαινα (lugeo= θρηνώ). είναι μια χαροκαμένη μάνα, που έχει χάσει πέντε παιδιά και τον άντρα της. Έχει και δυο γιους ξενιτεμένους, που σπάνια τη θυμούνται. Ζει στο νησί μαζί με την οικογένεια της μοναδικής κόρης, που της έχει απομείνει. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τη γριά-Λούκαινα σε μια καθημερινή στιγμή. Καθώς ο ήλιος δύει, αυτή φορτωμένη μ’ έναν μπόγο από μάλλινα σεντόνια κατηφορίζει το μονοπάτι για πλύνει τα σκουτιά στη θάλασσα. Όσο η γριά Λούκαινα πλένει τα χράμια της, ένας βοσκός από την άλλη μεριά, κοντά στο κοιμητήρι, τραγουδάει με τη φλογέρα του ένα τραγούδι συνοδεύοντας το κοπάδι του.
Παράλληλα, μια γολέτα (ιστιοφόρο σκάφος) κάνει βόλτες μέσα στο λιμάνι, χωρίς να μπορεί να βγει από τον κάβο, σαν «πρόσωπο» παγιδευμένο στα δικά του αδιέξοδα και μια φώκια, μαγεμένη από το τραγούδι του βοσκού, βγαίνει στα ρηχά και παίζει με τα κύματα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η Ακριβούλα, η εννιάχρονη εγγονή της γριάς Λούκαινας, που έρχεται να βρει τη γιαγιά της και να της κάνει παρέα. Μαγεμένη και αυτή από τη μουσική του βοσκού αναζητά τη γιαγιά της, χάνεται όμως μέσα στα βράχια και παίρνει ένα απόκρημνο μονοπάτι. Η νύχτα έχει πέσει. Η Ακριβούλα γλιστράει, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Κανείς δεν την ακούει εξαιτίας της μουσικής. Ακούγεται μόνο ένα πλατάγισμα στο οποίο κανείς δε δίνει σημασία.
Η γρια-Λούκαινα έχει στο μεταξύ τελειώσει το πλύσιμο και ανηφορίζει για να επιστρέψει στο σπίτι της. Ακούει το πλατάγισμα αλλά το παρερμηνεύει. Η φώκια συμπεριφέρεται σαν «πρόσωπο»: θέλγεται από τον ήχο της φλογέρας, βρίσκει το κοριτσάκι πνιγμένο και αρχίζει να το μοιρολογεί, μ’ ένα μοιρολόγι που ένας ψαράς του νησιού, γνώστης της γλώσσας της φώκιας, το έκανε τραγούδι.
Η αφηγημένη δράση συντελείται, λοιπόν, σ’ έναν ελάχιστο και περιορισμένο χώρο που γειτνιάζει με ένα νεκροταφείο (τα «μνημούρια») του μικρού νησιού. Εντούτοις, όλα τα πρόσωπα που κινούνται σ’ αυτόν τον ελάχιστο χώρο, δεν έχουν όχι μόνο καμιά λεκτική επικοινωνία αλλά ούτε καν και οπτική επαφή. Η «επικοινωνία» τους είναι αποκλειστικά ηχητική-ακουστική. Το κάθε πρόσωπο μοιάζει να λειτουργεί και να κινείται ερήμην του άλλου, γεγονός που ίσως υποδηλώνει πως άνθρωποι και πράγματα, ενώ πορεύονται μοναχικά, τελικά εντάσσονται μέσα σ’ έναν αέναο και νομοτελειακό ρυθμό, που δείχνει τη ζωή, ακόμη και ως αμέριμνη παιδικότητα, να λειτουργεί παγιδευτικά και σύμφυτη με το θάνατο.
Η αφήγηση αρχίζει µε μοιρολόγι και µε κύκλιο τρόπο καταλήγει σε μοιρολόγι. Η ζωή, μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας, συνεχίζεται σχεδόν μηχανικά, μέσα σε μια δική της επαναλαμβανόμενη νομοτέλεια, που κρύβει, τελικά, και την ουσία της ανθρώπινης ζωής.
Ακολουθεί ‘’Το Καμίνι’’ που είναι μια ευφρόσυνη, αντίστιξη στο ‘‘Μοιρολόγι’’, ένας ύμνος στον έρωτα για τη ζωή.
Αυτό είναι η παράσταση και νομίζουμε ότι αυτό ήθελε να δηλώσει ο σκηνοθέτης με την επιλογή των έργων του. Το ταυτόχρονο της ζωής, συνάμα ο θάνατος και ο πόνος με τη ζωή και τη χαρά, την ευτυχία, ο θρήνος και το τραγούδι, το κλάμα και το γέλιο σε συμπόρευση και εν αγνοία το ένα και του άλλου.
«Τέλος, ὅταν ἐνύκτωσε, τὸ καμίνι μὲ τὴν ἀναλαμπὴν τῆς φλογός του ἐκοκκίνησεν εἰς τὸ βουνὸ ἀντικρύ, καὶ σύ, παιδίον, ἐκοιμήθης εἰς τοὺς κόλπους τῆς μάμμης σου, μὲ ὀνειροπολήματα αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς εἰς τὴν κεφαλήν σου. Καὶ δὲν σ᾿ ἔμελε διὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε διὰ τὴν σκληρὰν πάλην τῆς ζωῆς.»
«Ἡ Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, τῆς μακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος ὁποὺ κλείει τὸν λιμένα πρὸς ἀνατολάς»
[…]
Βοσκοπούλα και η Τούλα, συνέχιζε τη δουλειά του πατέρα της.
«Καὶ τώρα, τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάμον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, μὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε μάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο*. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυμος νὰ τὴν δώσῃ.»
Αλλάζει η φωνή της ηθοποιού και ευθύς μιλά με την επιτακτική φωνή του πατέρα, που της δηλώνει ότι θα την παντρέψει με το χήρο.
―Ἀπρόντο*, τσούπα*, τῆς εἶπε, ἀλέστα*, καὶ μὴ τσινιάζῃς*. Ντούρμα* γαμπρὸς ἔρχεται γυρεύοντα· σὰν τ᾿ μπούφ᾿ τοὺ π᾿λί*, σοῦ ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Ἒμ προικιὰ δὲ γυρεύει, ἒμ κοριτσιάτικο σοῦ δίνει… Τί ἄλλο θέλεις, κορίτσι;… Τί κάνει πὼς ἔχει ἄνθρωπος δυὸ παιδάκια;… Τί σὲ πειράζει σένα; Ὅπως θέν᾿ ἔῃς τὰ γίδια θέν᾿ ἔῃς κὶ τὰ πιδιά… Θροφὴ θέλ᾿ν τὰ γίδια, θροφὴ κὶ τὰ πιδιά· φύλαμα τὰ γίδια, φύλαμα κὶ τὰ πιδιά… Ἕνα πρᾶμα εἶναι… Ταχιὰ νὰ στολιστῇς κὶ νὰ πᾶμε ντουγροὺ* στοὺ καλύβ᾿ τ᾿ γαμπροῦ, νὰ σᾶς στεφανώσω.»
Αυτό το καμίνι των επιθυμιών και του πάθους που πυροδοτεί και ταλαιπωρεί ανθρώπους και πράγματα, άλλοτε με ευχάριστα και άλλοτε με δυσάρεστα έργα, που προκαλούν όμως εδώ τη συμπάθεια, ακόμα και το γέλιο. Μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα, παρακάμπτει όλα τα “πρέπει” και “δεν πρέπει”, και λούζεται μέσα στο άσπιλο, έκτατο, μοναδικό θαλάσσιο καμίνι της χαράς. Ενδίδει στον έρωτά της, για τον οποίο δεν είχε γίνει κουβέντα μέχρι προ ολίγου και διασώζεται του επιβεβλημένου γάμου.
«Ὁ Νῖκος, μόλις εἶδε τὴν κόρην ―ἐφαίνετο ὅτι τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ πρωτύτερα πλησιάσασαν εἰς τὸ χάσμα τοῦ Καμινιοῦ― κ᾿ ἐφώναξε:
― Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε αὐτό! Μὴ βιάζεσαι νὰ πηδήσῃς κάτω!
Καὶ τῆς ἔρριψε μίαν ἀνεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδῶς. Εἶτα μὲ φωνὴν χαμηλοτέραν, ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὸ χεῖλος τοῦ χάσματος, ἐξηγήθη:
― Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ* την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;
Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:
― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου.
Ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον.»
Έτσι η παράσταση τελειώνει με ευχάριστο τρόπο και δίνει την αίσθηση της κυλιόμενης με όλες της δυσκολίες αλλά και τις χαρές ζωής.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ