Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μια ερμηνεία του έργου «Λεωφορείο ο Πόθος», του Τενεσί Ουίλιαμς, σε μετάφραση του Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ένα νέο βλέμμα, τέτοιο που να αφορά τον θεατή του 21ου αιώνα δίνοντας παράλληλα την αφορμή με το ανοικτό τέλος του σε ένα κάλεσμα για προσωπική ενατένιση και διαχείριση των νέων αδιέξοδων καταστάσεων. Όχι μόνο των ηρώων, αλλά και των ηθοποιών των ίδιων όπως επίσης και των θεατών.
Η παράσταση είναι προϊόν επίπονης προετοιμασίας, όπως εξάλλου μας έχει συνηθίσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο οποίος έδωσε πλήρη ελευθερία στους ηθοποιούς να ερμηνεύουν και να δομούν μέσα από τον εσωτερικό τους ρυθμό, τη δική τους παράσταση σε ένα θεατρικό παιχνίδι – δρώμενο, τόσο αληθινό και αποκαλυπτικό του εμβληματικού αυτού κειμένου.
Σ’ αυτό το γκέτο της Νέας Ορλεάνης, στη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων, με τον ρυπαρό ποταμό, είναι παρόλα αυτά διαρκής η παρουσία της μπλουζ μουσικής, της καταλληλότερης, ίσως, μουσικής για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία.
Το ωμό κρέας, το κρέας που ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι (Χάρης Φραγκούλης) έχει ψωνίσει για το σπίτι, το πετά χύμα στη σκηνή. « Στέλλα πιάσε το κρέας!» Ένας χυδαία προστακτικός τόνος, εξαρχής δηλωτικό της δικής του ωμότητας και τραχύτητας και συνάμα υπόμνηση - αναφορά στην άσκηση του Ηλία Καζάν στο Μάρλον Μπράντο, για να τον προετοιμάσει να υποδυθεί τον Κοβάλσκι.
Δυο αδελφές λείψανα μιας ξεπεσμένης οικογένειας του Νότου. Η Στέλλα (Θεοδώρα Τζήμου) παντρεύεται ένα κατώτερό της Πολωνό, τον Στάνλεϊ, έναν κτηνώδη άνδρα, με χοντροκομμένους τρόπους και κοινές, ευτελείς συνήθειες όπως το ποτό, η χαρτοπαιξία, το μπόουλινγκ. Η Μπλανς, Λευκή, (Μαρία Ναυπλιώτου) έμεινε να φυλάει τα μετόπισθεν στο πατρικό σπίτι, που τελικά χάσανε και έζησε μαζί με όλους εκείνους τους συγγενείς, που «έφυγαν» ζητώντας από εκείνη βοήθεια για την σωτηρία τους.
Όταν η Μπλανς εμφανίζεται στη σκηνή, από την αρχή φαίνεται πολύ διαφορετική μέσα στο σκηνικό χώρο της συνοικίας, αλλά και του σπιτιού της αδελφής της. Διαφέρει απ’ όλους εκεί, περιποιημένη, όμορφα ντυμένη, καθαρή, εύθραυστη, φορώντας το καπέλο της, χαμένη, νόμιζε ότι βρισκόταν σε άλλο μέρος. Στην ερώτηση της νέγρας που τελικά την καθησυχάζει ότι έχει φτάσει στον προορισμό της «Τι είναι καρδιά μου; Χάθηκες;» απαντά ότι έπρεπε να πάρει το τραμ με το όνομα “Πόθος” και ότι μάλλον χάθηκε . Εξαρχής έχουν στηθεί οι βασικοί άξονες της παράστασης και έχει δημιουργηθεί το κλίμα, με μια συντονισμένη σκηνοθεσία (Μιχαήλ Μαρμαρινός), με σκηνικά και κοστούμια της Εύας Νάθενα. Πολύ πετυχημένη η απεικόνιση της φτώχειας και της φυλετικής πολυχρωμίας. Σε αυτό συμβάλλει καθοριστικά η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου.
Η Στέλλα ορμάει με πάθος επάνω στη Μπλανς την αγκαλιάζει με τρόπο λαϊκό, που τη ξενίζει. Εκείνη περιεργάζεται το χώρο, νιώθει και είναι ξένη με το περιβάλλον. Μένει δε εμβρόντητη, όταν ακούει τη Στέλλα να λέει ότι θα πάει να καμαρώσει τον άντρα της να παίζει μπόουλινγκ. Η Μαρία Ναυπλιώτου – Μπλανς πέτυχε να είναι ευάλωτη και φοβισμένη, χαρούμενη και πικραμένη, με κατάθλιψη σίγουρα, αλλά και με μια απέραντη επιθυμία να σωθεί από τον εσωτερικό της πόνο και από τις δύσκολες εξωτερικές συνθήκες.
Ζητά να μείνει μόνη της και δηλώνει ότι δεν αντέχει να τη βλέπουν με δυνατό φως. Αναζητά δε μόνιμα το αλκοόλ, ενώ ρωτά την αδελφή της πώς είναι δυνατό να βρέθηκε σε ένα τέτοιο μέρος. Δικαιολογεί δε τη δική της παρουσία εκεί λέγοντας ότι ο Διευθυντής στο σχολείο, της πρότεινε να πάρει μια αναρρωτική άδεια γιατί είχαν σπάσει τα νεύρα της. Της ζητά να της περιγράψει τον άντρα της και η Στέλλα της λέει ότι είναι τρομερά δύσκολο να περιγράψει κάποιον με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Η Στέλλα (Θεοδώρα Τζήμου) εδώ είναι διαφορετική, απ’ ό,τι σε παραστάσεις του παρελθόντος, όπου ο χαρακτήρας εμφανίζονταν πιο δειλός και σιωπηρός. Εδώ έχει έναν δυναμισμό, έχει τη δύναμη του λόγου, είναι αυθόρμητη, εκδηλωτική και δε φοβάται, έχει προσαρμοστεί σ’ αυτό το περιβάλλον, έχει ενταχθεί πλήρως.
Στην κουβέντα η Μπλανς αναφέρει ότι έχασαν το Bellerêve και της επισημαίνει ότι δεν μπορεί να φανταστεί πώς είναι όταν ο ετοιμοθάνατος φωνάζει «κράτα με!» Γρήγορα τη μεγάλη χαρά της Στέλλας που είδε τη Μπλανς, έρχεται η απόδοση ευθυνών στη Στέλλα, που την άφησε και έφυγε και έτσι εκείνη κλήθηκε να επωμιστεί όλο το βάρος των θανάτων των συγγενών τους και την απώλεια του σπιτιού τους, ενώ η «Στέλλα ήταν με τον Πολωνό στο κρεβάτι του». Εκφράζεται με χολή και συνεχίζει μιλώντας για τη δυστυχία της, αναφερόμενη στο αγόρι που παντρεύτηκε, το οποίο όμως μετά από λίγο πέθανε.
Η Στέλλα, όσο η Μπλανς κάνει μπάνιο, ζητά από τον Στάνλεϊ να μπει στη θέση της για τη φιλοξενία της αδελφής της και εκείνος απαντά: « Μωρό, νομίζω ότι στην έφεραν και αφού στην έφεραν, την έφεραν και σ’ εμένα». Γδύνεται και ολόγυμνο τον βλέπει και η Μπλανς, χωρίς εκείνος να κάνει καμιά προσπάθεια να καλύψει τη γύμνια του.
Ο Στάνλεϊ παίζει τακτικά χαρτιά με τους φίλους του. Στο μικρόφωνο γίνεται περιγραφή της χαρτοπαιξίας, κι η προσοχή πάνω στη σκηνή εστιάζεται στους χαρτοπαίκτες. Πολυπρισματική παράσταση όπως και το έργο. Ενώ οι χαρτοπαίκτες είναι στο σπίτι, η Μπλανς γνωρίζεται στην τουαλέτα με το Μιτς. Σύγκριση και σύγκρουση δύο κόσμων. Καθώς ο Μιτς αργεί του φωνάζουν ενώ εκείνος χορεύει με την Blanche du Bois, που η ίδια έχει μεταφράσει το όνομά της ως «Ανθισμένες Μηλιές την Άνοιξη». Έξαλλος, με δυνατή ανάσα βγαίνει ο Στάνλεϊ, παίρνει το ραδιόφωνο της Μπλανς που έπαιζε μουσική, χτυπά την Στέλλα, είναι πιωμένος. Βάζει το κεφάλι του μέσα σε μια λεκάνη με νερό, σχεδόν πνίγεται για να συνέλθει από το μεθύσι του. Σταδιακά δομείται και το εσωτερικό χάος του Στάνλεϊ, αντιφέγγισμα των εξωτερικών δυσκολιών και του συσσωρευμένου θυμού του. Η Στέλλα τον αγνοεί και εκείνος πέφτει δουλικά μπροστά της εκλιπαρώντας και τελικά με μια άγρια, κλαψιάρικη κίνηση εκ μέρους του τα ξαναβρίσκουν. Η Μπλανς εντυπωσιάζεται που τελικά γύρισε σ’ αυτόν ενώ ο Μιτς της λέει ότι αυτοί οι δυο είναι τρελοί ο ένας για τον άλλο. Η Μπλανς αναγνωρίζει μια άλλη λεπτότητα στον Μιτς (Άγγελος Τριανταφύλλου ) και τον ευχαριστεί που είναι τόσο ευγενικός μαζί της, το είχε τόσο ανάγκη μετά την ταραχή από το περιβάλλον και τη συμπεριφορά του Στάνλεϊ. Η Μπλανς φιλάρεσκη και ανασφαλής όλο κάνει μπάνιο με αποτέλεσμα να διαχέεται στο θέατρο η μυρωδιά του αφρόλουτρου και του αρώματος.
Η Μαρία Ναυπλιώτου – Μπλανς μπόρεσε να ελιχθεί μέσα στο χάος του μυαλού της Μπλανς, ενώ παράλληλα εξέφρασε έξοχα την ανάγκη της να αγαπηθεί, να φωλιάσει κάπου, να νιώσει ασφάλεια, τηρώντας πάντα ένα ύφος και ένα στυλ, παρά την άστατη ζωή της και τα άθλια οικονομικά της.
Όλη η παράσταση στηρίζεται στην αίσθηση που προκαλείται στους θεατές από τις σκηνικές εικόνες, την ερμηνεία των ηθοποιών και βέβαια τον καθοριστικό ρόλο της μουσικής.
Σχετικά με τη χυδαιότητα του Στάνλεϊ αυτή σταδιακά διαμορφώνεται ή μάλλον αποκαλύπτεται στο κοινό. Η Μπλανς από τη συνεύρεση του Στάνλεϊ με τη Στέλλα καταλαβαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν βαθιά μέσα τους κάτι κτηνώδες, είναι «σαν τους χοίρους ».
Ο Άγγελος Τριανταφύλλου - Μιτς πάντα τρακαρισμένος έρχεται στη Μπλανς με τριαντάφυλλα. Εκείνη δίνει διαταγές «Υποκλιθείτε!» και αυτός ο δόλιος εκτελεί. Η Μπλανς τον πείθει ότι δεν κάνει σα γεροντοκόρη, αλλά δηλώνει πως είναι κοπέλα με αξίες άλλης εποχής.
Ο Στάνλεϊ την τριγυρνά σα θεριό, πριν ορμήσει στη λεία του. Αποκαλύπτει την ιστορία της Μπλανς, που τη φώναζαν Loca και τη διώξανε από το σχολείο γιατί τα έφτιαξε με ένα 16χρονο αγόρι. Η Μπλανς συγκλονίζεται. Της αρέσει η μαγεία και γι’ αυτό παραποιεί πολλές φορές την αλήθεια, που δεν έχει μαγεία. Ο Μιτς αισθάνεται προδομένος, την κατηγορεί ότι του είπε ψέματα. Ακούγεται φωνή της περαστικής μεξικάνας Flores para los muertos (λουλούδια για τους νεκρούς), καθόλου ασυνήθιστο για συνοικία μεταναστών, με όλες τις φυλές, απ’ όπου δε θα μπορούσαν να λείπουν οι ισπανόφωνοι. Ο πόθος και ο θάνατος βρίσκονται κάπου κοντά. Ο θάνατος του πόθου, της αγάπης, της ανθρωπιάς, του ονείρου. Το σίγουρο είναι ότι για τον Μιτς η Μπλανς δεν είναι αρκετά καθαρή για να μείνει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα του.
Έντονη σκηνή λεκτικής βίας καθώς ο Στάνλεϊ ξεσκεπάζει τη Μπλανς και όλα της τα ψέματα. Εκείνη νιώθει παγιδευμένη, σε απελπισία. Μετά την προειδοποίηση: «Αν κάνεις ένα βήμα ακόμα κάτι φοβερό θα συμβεί!», αρχίζει η μάχη, η πάλη σώμα με σώμα, το ξεπουπούλιασμα του μπουά της Μπλανς. Καθηλωτική η σκηνή του βιασμού από τον Κοβάλσκι. Ο ηθοποιός ενσαρκώνει εντυπωσιακά την απόλυτα ανεξέλεγκτη, μανιασμένη κατάσταση του χαρακτήρα που υποδύεται. Εξαιρετική ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη, που ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις μέχρι την κορύφωση της τρέλας εκεί που πρέπει να κατασπαράξει το διαφορετικό, κάτι ανάμεσα στο μίσος και στο πόθο στην ανεξέλεγκτη έλξη.
Αντιπροσωπευτικά και εμφατικά για την ωμότητα της σκηνής αυτής τα όσα λέει η γειτόνισσα: «Πάντα έλεγα ότι οι άντρες είναι γαϊδουρόπετσα όντα , αυτό όμως τα ξεπερνά όλα. Σωστό χοιροστάσιο!»
Όλοι οι ηθοποιοί στηρίζουν την παράσταση καθώς είναι εκπληκτικός ο ρυθμός τους, οι υπέροχες φωνές τους, ο συγχρονισμός και η μουσική.
Όλα καταρρέουν και όταν έρχονται να την πάρουν στο τέλος, εκείνη λέει ότι ο κύριος αυτός που έρχεται για εκείνη δεν είναι αυτός που περίμενε. Μια κατεστραμμένη ζωή φροντίζοντας γέρους , που πέθαναν μέσα στη στέρηση, με χαμένα μεγαλεία, μετά την απώλεια του “ Bellerêve” και την επερχόμενη μοναξιά. Παντού παρούσα η οικογένεια του Τενεσί Ουίλιαμς , το δράμα της άρρωστης αδελφής του, τώρα στο πρόσωπο της Μπλανς. Μελαγχολία και πίκρα διάχυτη στη σκηνή.
Ελλειπτικό σκηνικό, που εκμεταλλεύεται όλο το βάθος της ιταλικής σκηνής, όπου βρίσκεται και το πιάνο, μια νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, που μαζί με τη σκηνοθετική ματιά του Μιχαήλ Μαρμαρινού ξεδιπλώνει το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς και αίφνης αυτό γίνεται πιο διεισδυτικό και κατανοητό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
[…] […]