Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το έργο αυτό του Ζαν Κοκτώ «Τρομεροί Γονείς» ανεβάζει η Αναστασία Παπαστάθη στο θέατρο Radar Ο τρομερός Ζαν Κοκτό είχε πει για το συγκεκριμένο έργο του που έγραψε το 1938 «Δοκίμασα να γράψω ένα δράμα που να είναι κωμωδία στην οποία μάλιστα ο άξονας της πλοκής θα ήταν βοντβίλ, ενώ η αλληλουχία των σκηνών και ο μηχανισμός των προσώπων θα ήταν δραματικά».
Την ίδια χρονιά το ανέβασε στο Παρίσι. Στην αρχή η παράσταση απαγορεύθηκε λόγω της τολμηρότητας του έργου.
Ο Ζαν Κοκτό, γεννημένος το 1889, καταγόταν από μια πλούσια παρισινή οικογένεια. Ο δικηγόρος πατέρας του και ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοκτόνησε όταν ο γιος του ήταν δέκα ετών. Το γεγονός αυτό καθόρισε την σκέψη και την δουλειά του Κοκτό. Ο θάνατος ήταν πάντα ένα θέμα που τον απασχολούσε.
Εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 19 ετών, ενώ λίγο αργότερα συνάντησε τον Πικάσο και ανέπτυξε μια βαθιά σχέση μαζί του. Γράφοντας την "Ανθρώπινη φωνή" (1930), την "Ολέθρια μηχανή" (La Machine infernale, 1934), τους "Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης" (Les Chevaliers de la Table ronde, 1937), τους "Τρομερούς γονείς" (Les Parents terribles, 1939), τη "Γραφομηχανή" (La Machine à écrire, 1941) και το "Δικέφαλο αετό" (L'Aigle à deux têtes, 1946), κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών, συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας κι εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής. Είχε εξάρτηση από το όπιο και άλλα ναρκωτικά και αρκετές φορές επιχείρησε να κόψει ανεπιτυχώς τις καταχρήσεις.
Ήταν συγχρόνως μοντέρνος και νεοκλασικός, επαναστατικός και «αντιδραστικός, ήταν πάνω από όλα ποιητής, άνθρωπος του παραδόξου, των ασυμβίβαστων αντιθέσεων και την πολύμορφων επιλογών. Ο « κόσμος» του είναι γεμάτος από πολυάριθμες φιλίες: Πικάσο, Μπρετόν, Ζιντ, Πιαφ, Ζαν Μαρέ, Κοκό Σανέλ, Μοντιλιάνι, Κίσλινγκ, Ντελονέ, Μαν Ρέι, Αντι Γουόρχολ, Ντε Κίρικο, Στραβίνσκι.
Στο έργο « οι Τρομεροί γονείς» κάνει μια ανατομία στη σχέση μητέρας και γιου, την οιδιπόδεια αυτή σχέση, που ξεκινά από την αγάπη- λατρεία που έχει η μάνα για το γιο της, ο οποίος έρχεται να καλύψει το χάσμα, το χάος, την « ακαταστασία» της προσωπικής της ζωής. Ο γιος γίνεται, για εκείνη, το υποκατάστατο του συντρόφου της, τον διεκδικεί, τον θεωρεί κτήμα της. Γίνεται σατανική όταν μαθαίνει ότι είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα και σχεδιάζει να του καταστρέψει τη σχέση. Χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της .
Δεν τα καταφέρνει τελικά καθώς αυτή η σχέση των νεαρών παιδιών περιφρουρείται από τον καταλύτη στο έργο, την αδελφή της (Μαρία Μαυροματάκη), μια γλυκιά γυναίκα, ερωτευμένη σιωπηλά με τον άντρα της αδελφής της. Είναι ο ρόλος που ενσαρκώνει αυτό που έχει πει ο Κοκτώ « Δεν υπάρχει αγάπη, μόνο η απόδειξή της». Κάποτε ερωτευμένη με τον Γιώργο υποχώρησε για να τον παντρευτεί η αδελφή της και να μπορεί έτσι έστω και μέσα από αυτή τη σχέση τουλάχιστον να είναι κοντά του. Ωραία η ερμηνεία της ηθοποιού. Εσωτερικεύει το ρόλο και την πολυπλοκότητα του.
Η Αναστασία Παπαστάθη , έχει κάνει την μετάφραση, την σκηνοθεσία και την δραματουργική επεξεργασία , ενώ παράλληλα παίζει και τον ρόλο της Σοφίας και επιχειρεί μια καινούργια προσέγγιση που μεταφέρει την δράση από το Παρίσι του 1938 (χρονιά που γράφτηκε το έργο) στην Αθήνα του σήμερα. Το ύφος του Κοκτώ, η λεπτή χειρουργική ματιά του στα δεινά της οικογένειας, η σαρκοφαγική της τάση, η οπτική του που ταυτίζεται με αυτή του Αντρέ Ζιντ «Οικογένειες, σας μισώ. Κλειστά σπίτια, κλειστές πόρτες, ζηλόφθονα αγαθά της ευτυχίας» δεν προκύπτει στην μεταφορά στην σκηνή. Η μητέρα δίνει την εντύπωση μιας γυναίκας, τρελής, κυκλοθυμικής, επηρεασμένη ίσως από τον διαβήτη. Παραλογίζεται, ενώ έχει απλά παραιτηθεί από τη δική της ζωή και έχει κρεμαστεί στο λαιμό του γιου της. Το έργο γίνεται ελληνικό σήριαλ και ο ειρωνικός, κωμικός και συνάμα αυστηρός λόγος του Κοκτώ χάνεται.
Το ζητούμενο επίπεδο κρατά η ανύπαντρη θεία (Μαρία Μαυροματάκη) και ο πατέρας (Χρήστος Ευθυμίου), ενώ είναι υπέροχες οι ερμηνείες των παιδιών, του Μιχάλη (Αντώνης Καραθανασόπουλος) και της Μαρίας (Ευδοκία Ασπρομάλλη)που θέλουν να ζήσουν τη ζωή μαζί και να απολαύσουν την χαρά του έρωτά τους κάνοντας το δικό τους αγνό ξεκίνημα.
Στο σπίτι αυτό κανείς δεν εργάζεται. Ο πατέρας ασχολείται μα κάτι ευρεσιτεχνίες και πατέντες, η μάνα και ο γιος δεν εργάζονται επίσης, ενώ η θεία διαχειρίζεται μια κληρονομιά και τους συντηρεί. Όταν ο γιος (Αντώνης Καραθανασόπουλος) αποφασίζει να αποσχιστεί από αυτό το νοσηρό κλίμα δηλώνει ότι θέλει να δουλέψει , να μπαρκάρει, θορυβεί τρομερά τους γονείς του. Ο εργαζόμενος άνθρωπος , είναι απειλή, έχει άλλη προσέγγιση της πραγματικότητας , διεκδικεί τα δικαιώματά του και κυρίως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας, κάτι που δεν επιθυμούν οι τρομεροί γονείς του.
Η Σοφία (Αναστασία Παπαστάθη) εθελοτυφλεί. Αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας της έχει εξωσυζυγικές σχέσεις και θεωρεί τον Μιχάλη τον γιο της μωρό για να θέλει να έχει σχέση με μια κοπέλα και να παντρευτεί. Έχει πάντα μπροστά της έναν παραμορφωτικό καθρέφτη.
Όταν αυτός ο έφηβος φοιτητής (Αντώνης Καραθανασόπουλος) έρχεται αργοπορημένος, χωρίς να έχει κοιμηθεί στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ και του απευθύνονται σαν να είναι το άτακτο μωρό. Εκείνος είναι ευτυχισμένος και τους το ανακοινώνει, φορώντας ένα φούτερ που γράφει « All good never better». Έξυπνη επιλογή της ενδυματολόγου Κυριακής Πανούτσου , που επιμελήθηκε με ακρίβεια και επιτυχία τα κοστούμια και τα σκηνικά. Οι γονείς αυτοί μόλις ακούν την ευτυχία του παιδιού τους φροντίζουν με κάθε τρόπο να του την καταστρέψουν και να τον μαράνουν , ενώ δικαιολογούνται ότι προσπαθούν «να τον προστατεύσουν από τον ίδιο του τον εαυτό».
Ο πατέρας, ο Γιώργος (Χρήστος Ευθυμίου) το λέει ξεκάθαρα « Δεν υπάρχει κωμωδία που να ξεπερνά το δικό του δράμα.»
Τα σκηνικά μελετημένα, με ελάχιστες παρεμβάσεις και χωρίζοντας την σκηνή στα δυο προκύπτει δεξιά το συντηρητικό σπίτι των γονιών και αριστερά το νεανικό σπίτι της Μαρίας, αυτής της τόσο ευγενικής και χαρούμενης κοπέλας.
Στην οργανωμένη πλεκτάνη, αποκαμωμένη η Μαρία (Ευδοκία Ασπρομάλλη )φωνάζει στον Γιώργο « Είστε οι εχθροί του παιδιού σας!»
Η μόνη από τους μεγάλους που έχει ενσυναίσθηση είναι η θεία (Μαρία Μαυροματάκη), που καταλαβαίνει ότι τιμωρούν δυο νέα παιδιά επειδή αγαπήθηκαν. Η μάνα θα κράταγε τον Μιχάλη φυλακισμένο, ακόμα και άρρωστο, λάφυρο από μια μάχη που έχασε εκείνη.
Γνωστά σκηνικά και τότε που γράφτηκε το έργο μέχρι ακόμα και τώρα, όμως η δραματουργική επεξεργασία αδικεί το περίπλοκο και καυστικό ύφος του Κοκτώ.
Κατά τα άλλα είναι μια ωραία, προσεγμένη παράσταση, με ενδιαφέρουσες ερμηνείες και μια εσάνς Κοκτώ.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ