Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μεγάλη στιγμή για το Θεσσαλικό Θέατρο, που μετά από καιρό επανεμφανίζεται στην Επίδαυρο με το έργο αυτό του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου.
Ο Έκτορας Λυγίζος μελετά το έργο εδώ και κάποια χρόνια. Τρία χρόνια πριν το είχε ξαναδοκιμάσει με τρεις άντρες ηθοποιούς στον υπόγειο χώρο του θεάτρου του Νέου Κόσμου και έκτοτε συνεχίζει να το μελετά. Το έργο τον αφορά και ως προς το θέμα, αλλά και ως προς τη μετάφραση. Οι ηθοποιοί, πάνω σε ένα πένθιμο δάπεδο, «δυσοίωνο» στοιχείο, σκηνογραφική προοικονομία, όπως και το όνομα του βασιλιά Πενθέα, αφηγούνται την ιστορία και εναλλάσσονται στους ρόλους. Η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Κλειώς Μπομπότη μένουν αξέχαστα για την αισθητική αλλά και για την απόλυτη συνεργασία τους με τη συνολική ιδέα της παράστασης.
Τα υπέροχα κοστούμια θύμιζαν σε πολλά σημεία Θεσσαλική φορεσιά. Ήταν σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε με μιας, με ένα ευφάνταστο τέχνασμα, με μια περόνη , να απελευθερώνονται για να χάσουν την κοσμική τους πολύχρωμη εμφάνιση και να μένουν απλά, λευκές στολές των μυημένων. Σιγά σιγά όλοι πέρασαν από την κατάσταση του πολίτη σε εκείνη του πιστού (οπαδού) της νέας θρησκείας. Ένας ένας εξομοιωνόταν και εντασσόταν στο νέο συλλογικό σώμα.
Τα πρόσωπα του έργου υπάρχουν στο χώρο έξω από τους ηθοποιούς και είναι διαθέσιμα για τον καθένα για να προσθέσει κάτι στη διήγηση του. Σαν ένα συνεχές χορικό, από το οποίο αποσπώνται τα πρόσωπα για να αναλάβουν να φέρουν στη σκηνή τα λόγια ενός ήρωα, και να μιλήσουν αντ΄αυτού. Είναι έτσι πιο κοντά στη βάση του θεάτρου, κανείς δεν είναι βασιλιάς, ή Διόνυσος , αλλά αν ήταν ο Πενθέας ή ο Κάδμος ή ο Τειρεσίας θα έλεγε ή θα έκανε τα όσα κάνει και λέει ο ηθοποιός. Αυτή η σκηνοθεσία μας φέρνει πιο κοντά στη σύμβαση του θεάτρου. Καθώς αφηγείται ο αφηγητής, εμπλέκεται και αυτός και συμπαρασύρει και τους άλλους ηθοποιούς και μοιραία του θεατές, γίνονται όλοι συνένοχοι σε μια αφήγηση.
Ο Ευριπίδης φεύγοντας από την Αθήνα απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο τον δέχτηκαν οι Αθηναίοι γράφει ένα πολύ ενδιαφέρον έργο για το ίδιο το θέατρο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό παρασύρει το θεατή.
Αναφέρεται σε μια περίοδο κρίσης μιας πόλης που πέρασε πολλές δεκαετίες οργάνωσης , αλλά επέδειξε κιόλας αντίσταση σε πνεύματα πιο ριζοσπαστικά. Είμαστε στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου , που έχει ηττηθεί η Αθήνα και στο γεγονός ότι η πόλη μετά έφυγε από το σωστό δρόμο και διολίσθησε προς το λαϊκισμό.
Στη μέση της σύγκρουσης είναι ο Βασιλιάς Πενθέας , ο οποίος δέχεται αυτή την επίθεση από αυτή την καινούργια θρησκεία του Διόνυσου, του θεού του θεάτρου , αλλά και του ενστίκτου, του ορμέμφυτου και αντιστέκεται στη καινούργια λατρεία, παλεύοντας με όλες τις δυνάμεις του να οχυρώσει τον εαυτό του και την πόλη του, ενάντια σε αυτή την εισβολή.
Το έργο παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο ο Διόνυσος σα θεός λίγο λίγο σπάει τις αντιστάσεις και τον οδηγεί στον αφανισμό του στο βουνό, όπου κατασπαράσσεται από την ίδια του τη μάνα και τις μαινάδες, τις γυναίκες , που ήδη έχουν φύγει από την πόλη και έχουν ασπαστεί αυτή την καινούργια λατρεία.
Ο Έκτορας Λυγίζος σκηνοθετεί και παίζει και υπάρχει ομολογουμένως μια δυσκολία στο να έχει κάποιος αυτό το διττό ρόλο. Για εκείνον όπως έχει δηλώσει «έχει πλάκα» να μπαινοβγαίνει στον έναν και τον άλλο ρόλο. Το βλέπει όμως και συνεργατικά σε σχέση με τον υπόλοιπο θίασο.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια αφορούν το «παιχνίδι» που οι ηθοποιοί παίζουν μεταξύ τους ως μια συνθήκη ομαδικής αφήγησης. Είναι οκτώ αφηγητές , που ξεκινούν να αφηγηθούν την ιστορία ενώπιον κοινού, που σημαίνει ότι δε δεσμεύεται κάποιος από ένα και μόνο ρόλο. Η Μαρία Πρωτόπαππα ξεκινά φέρνοντας στη σκηνή μαζί της τον Πενθέα στην αρχή, αλλά στο τέλος καταλήγει να αφηγείται μαζί με την Ανέζα Παπαδοπούλου.
Οι ήρωες είναι έξω από του ηθοποιούς. Έτσι και το σκηνικό, τους δίνει την αφορμή να αφηγηθούν και να δοκιμάσουν το έργο έχοντας πάντα στο νου ότι αυτό γίνεται ενώπιον κοινού. Αναζητούν πλαγίως την ατμόσφαιρα του έργου. Αυτή η αποδόμηση ή μάλλον η αποστασιοποίηση είναι η αναζήτηση μιας άλλης εκφοράς του λόγου και κατ’ επέκταση άλλου είδους υποκριτικής.
Έτσι ξεκινά με τον Αργύρη Πανταζάρα « Αν ήμουν ο Διόνυσος θα σας έλεγα: “ Είμαι ο Διόνυσος, ήρθα, φανερώθηκα σε αυτή την πόλη! Έρχομαι από τις χώρες με το πολύ χρυσάφι. Τάραξα τα μυαλά! Αυτή η πόλη θέλει, δε θέλει , θα κοινωνήσει, θα πιστέψει! Θέλει δε θέλει θα λατρέψει! ”» Μετά με μια τελετουργική κίνηση φιλά τα δάκτυλά του και τα κουνά χαριτωμένα στον αέρα. Συνεχίζει ο Χρήστος Στέργιογλου : « Αν ήμουν ο Τειρεσίας θα έλεγα… το ίδιο και ο Κάδμος με την Ανέζα Παπαδοπούλου, για να συνεχίσουν μετά στην ανταπάντηση στο μένος του Πενθέα, συμβουλευτικά, ότι αυτοί « δεν τα βάζουν με το θεό και κάνοντάς του την υπόδειξη να μην φεύγει κι εκείνος από τον ρυθμό τους» , αυτά χορεύοντας και κουνώντας διονυσιακά τα δάκτυλά τους. Ο δούλος που φέρνει τον Διόνυσο λέει: « Αν ήμουν ένας δούλος θα έλεγα “ Πενθέα πιάσαμε το άγριο θηρίο, όμως δεν είναι άγριο και μας επέτρεψε να το δέσουμε !” Αν ήμουν ο Πενθέας θα έλεγα « Λύστε τον! Ποιος είσαι; Ποιος σου έμαθε τα όργια , που μας φέρνεις;»
Αυτή ήταν όλη η πορεία της παράστασης, δίνοντας τελικά την υποχώρηση με διαφορετικό ρυθμό του καθενός στη νέα λατρεία.
Όμως έλειψε ο στολισμός του Πενθέα, έτοιμο θήραμα για τις Βάκχες και σε μερικά σημεία, το ρεαλιστικό στοιχείο που παίζει το δικό του ρόλο.
Τον δεύτερο αγγελικό λόγο, που περιγράφει το τέλος του Πενθέα, καθώς επίσης και στον επίλογο το λόγο του Διονύσου, στον οποίο ανακοινώνεται ως ετυμηγορία η τιμωρία των ενόχων, τον ερμηνεύουν όλοι οι ηθοποιοί μαζί, σα μία φωνή και υπόκριση ! Εξαιρετικά δύσκολο επίτευγμα συντονισμού και ομαδικότητας. Η πρωτότυπη οπτική υποστηρίχτηκε από όλους τους συντελεστές ανεξαιρέτως: Το σύνολο των ηθοποιών: Αργύρης Πανταζάρας (Διόνυσος), Βασίλης Μαγουλιώτης (Πενθέας), Μαρία Πρωτόπαππα (Πενθέας), Ανθή Ευστρατιάδη (Άγγελος), Έκτορας Λυγίζος, Άρης Μπαλής (Άγγελος) και ξεχωριστά, για το υπέροχο δίδυμο που μας χάρισαν, Ανέζα Παπαδοπούλου (Κάδμος) και Χρήστος Στέργογολου (Τειρεσίας), δύο γέροντες , που αμέσως ασπάστηκαν τη νέα λατρεία, έδωσε μια άλλη οπτική στο έργο.
Η φωνητική προετοιμασία της Ρηνιώς Κυριαζή και η σωματική προετοιμασία της Βίκυς Παναγιωτάκη, πρέπει να αναφερθούν ως αξιοσημείωτα και αξιέπαινα στοιχεία της παράστασης.
Σημαντικός ο φωτιστής Δημήτρης Κασιμάτης και φυσικά η καθοριστική παρουσία της δραματολόγου Κατερίνας Κωνσταντινάκου
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ