Από τη Βασιλική Μπαλούτσου
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και πολυπαιγμένα θεατρικά έργα του βραβευμένου με Pulitzer Αμερικανού συγγραφέα Θόρντον Oυάιλντερ είναι και η «Μικρή μας πόλη» (OurTown). To τρίπρακτο θεατρικό έργο έχει παιχτεί πρώτη φορά το 1938 στο McCarter Theatre στοPrinceton του New Jersey, αργότερα ανέβηκε στο Broadway, οπότε και χάρισε το δεύτερο βραβείο Pulitzer για το δράμα στον συγγραφέα του, από τα τρία που κέρδισε συνολικά στην καριέρα του. Από τότε, έχει ανέβει πολλές φορές μέσα στα χρόνια, επιδέχεται πολλών ερμηνειών και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έχει δηλώσει το έργο είναι μια προσπάθεια να αποτιμηθεί το ανεκτίμητο και των πιο μικρών συμβάντων της καθημερινής μας ζωής…ξαναανακαλύπτοντας ξεχασμένα αγαθά. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1945 από το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, ενώ η δεύτερη μεταφορά του πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν το 1954. Το έργο παραμένει δημοφιλές μέχρι και σήμερα και είναι πολλά τα ανεβάσματά του, μεταξύ των οποίων στο θέατρο Λαμπέτη το 1991 σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, στο «Δημήτρης Χόρν» το 2003 σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και στο ΚΘΒΕ το 2014 σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου. Αυτό το καλοκαίρι και για 40 παραστάσεις, το απολαμβάνουμε στο θερινό θέατρο Λαμπέτη σε σκηνοθεσία του ταλαντούχου Γιάννη Κακλέα.
Στη «Μικρή μας πόλη» παρατηρούμε την κοινωνία μιας φανταστικής αμερικανικής κωμόπολης της Μασαχουσέτης, του Grover's Corners, όπου οι οικογένειες Gibbs και Webbs μεγαλώνουν τα παιδιά τους από το 1901 έως το 1913. Αν και η πόλη όπου διαδραματίζεται το έργο είναι ανύπαρκτη, έχει στοιχεία από το μέρος όπου ο Ουάιλντερ περνούσε τα καλοκαίρια του, την πόλη Peterborough του New Hampshire. Σε αυτό το μικροαστικό περιβάλλον με τις καθημερινές φροντίδες σε πρώτο πλάνο, οι άνθρωποι γεννιούνται, ερωτεύονται, μοχθούν, παρατηρούν το φεγγαρόφωτο, οσμίζονται τη γη, παντρεύονται και πεθαίνουν. Η γειτονιά, οι παρέες, οι συμπεριφορές και οι ανθρώπινες σχέσεις πλαισιώνουν μέσα από παιχνίδια με τον χρόνο χωρίς μελοδραματισμούς και έναν απλό καθαρό ποιητικό λόγο, τη θεατρική πράξη. Τα πρόσωπα, οι οικογένειες, ο γιατρός, ο πάστορας, ο εφημεριδοπώλης, ο γαλατάς, ο νεκροθάφτης μοιάζουν σημερινά και προσδίδουν ένα οικουμενικό χρώμα στην «μικρή μας πόλη», που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε σύγχρονη κωμόπολη.
Η συντηρητικότητα και ο πουριτανισμός των κωμοπόλεων, η κληρονομικότητα των παραδόσεων, η ξενοφοβία, η μεταφυσική ερμηνεία των γεγονότων, καθώς και η συναισθηματική προσέγγιση των καθημερινών συνηθειών και αισθημάτων είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των μικρών πόλεων του σήμερα, γεγονός που καθιστά φανερό τον λόγο που το έργο του Ουάιλντερ χαρακτηρίζεται κλασικό και διαπνέεται από μια αναπαραστατικότητα που αγγίζει με τις γυμνές αλήθειες της κάθε εποχή. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μπλέκονται αρμονικά, οι διαχωριστικές γραμμές απαλύνονται και με την πρωτοπόρα ποιητική σύλληψη του Ουάιλντερ με λυρισμό και απλό λόγο προσδίδεται χρώμα στα τυχαία και τετελεσμένα γεγονότα, αποθεώνονται τα καθημερινά απλά (και όχι απλοϊκά) πράγματα και προσφέρεται βάθος και υπόσταση στο αμετάτρεπτο της θνητότητάς μας. Ο Άγγλος καθηγητής Jackson R. Bryer, έγραψε το 1992 στο βιβλίο του «Συζητήσεις με τον Θόρντον Oυάιλντερ» : "Ο Wilder παρουσιάζει τους απλούς ανθρώπους που κάνουν την ανθρώπινη φυλή άξια να διατηρηθεί και αντιπροσωπεύουν την καθολικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης".
Το τρίπρακτο έργο του Ουάιλντερ έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, το ένα είναι η μινιμαλιστική σκηνική προσέγγιση, με σχεδόν ολοκληρωτική απουσία σκηνικών με τη χρήση της παντομίμας για την αποτύπωση σκηνικών αντικειμένων, γεγονός που επιτρέπει με ευκολία τα πολυάριθμα ανεβάσματά του και από ερασιτεχνικούς θιάσους και το δεύτερο γνώρισμα-δείγμα μεταθεατρικής τεχνικής- είναι η παρουσία ενός σκηνικού αφηγητή που υπηρετεί το ρόλο του διευθυντή της σκηνής, ο οποίος συνομιλεί και αλληλεπιδρά με τους ηθοποιούς και το κοινό, υπηρετεί δευτερεύοντες ρόλους και καλύπτει με ζωντάνια τα χρονικά κενά. Αυτός ο ρόλος έχει χρώμα από την ελληνική χορική παράδοση της αρχαίας τραγωδίας. Η πρώτη πράξη της παράστασης είναι αφιερωμένη στην καθημερινότητα της μικρής πόλης, η δεύτερη πράξη στον έρωτα και τον γάμο με έμφαση στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών, ενώ η τρίτη πράξη και πιο μεστή και ενδιαφέρουσα σε νοήματα με εμφανή συγκινητική και μελαγχολική διάθεση, στον θάνατο και την αιωνιότητα.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση με την ευρηματική σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα στη δροσερή ταράτσα του θεάτρου Λαμπέτη πριν λίγες ημέρες. Η πρωτοτυπία της σκηνοθεσίας έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν πλούσια πολύχρωμα ρεαλιστικά σκηνικά (Μανόλης Παντελιδάκης) και έξοχα κουστούμια εποχής (Νίκος Χαρλαύτης), τα οποία και ενισχύονται ακόμη περισσότερο στη σκηνή από την παρουσία βιντεοπροβολέα (Στάθης Αθανασίου) με στιγμές από τη ζωή της μικρής μας πόλης και ασπρόμαυρες κινηματογραφικές αποτυπώσεις των χαρακτήρων της. Αυτός ο σκηνικός πλουραλισμός που έρχεται σε αντίθεση με τη σκηνική πρόταση του Oυάιλντερ είναι μια σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Κακλέα, ίσως επιχειρώντας να ζωντανέψει τα μελαγχολικά θεατρικά πλάσματα του Ουάιλντερ. Ένας πελώριος ανεμόμυλος που δεσπόζει δίπλα στο σπίτι της οικογένειας προσφέροντας επιπλέον «δροσιά» στους θεατές ενώ η υπέροχη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα πλαισίωσε με ευαισθησία και συναισθηματικό ρομαντισμό τη νοσταλγική ατμόσφαιρα αναπόλησης της παράστασης με τη βοήθεια των έξυπνων φωτισμών του Χρήστου Τζιόγκα.
Ο Χρήστος Φερεντίνος στο ρόλο του αφηγητή/σκηνικού διευθυντή διεκπεραιώνει με επιτυχία ένα πρόσωπο-κλειδί της δραματουργικής αποτύπωσης και με τις καίριες επεμβάσεις του ωθεί, πληροφορεί, αλλά και συντονίζει ηθοποιούς και θεατές σε μια συγκεκριμένη σύλληψη της πραγματικότητας του σκηνικού θεάματος που αν και καταργεί σε έναν βαθμό τη θεατρική ψευδαίσθηση που αφήνει περιθώρια ελευθερίας στους θεατές να κατανοήσουν τα τεκταινόμενα στη σκηνή, παράλληλα μεσολαβεί και ερμηνεύει τη σκηνοθετική πρόταση δίνοντας χρώμα και ζωντάνια στις «φέτες ζωής» του Grover’sCorners.
Θα εστιάσω περισσότερο στην τελευταία πράξη του έργου, καθώς είναι και η πιο συγκινητική, η σκηνοθετικά πυκνότερη, αυτή που με άγγιξε λυτρωτικά και κατάφερε να προσδώσει με αφοπλιστικό τρόπο και μεταφυσικές αλληγορίες τον αναλλοίωτο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης και τις κρυφές αρετές της «Μικρής μας Πόλης». Μοιάζει μάλιστα λες και ο συγγραφέας είχε αυτή την τρίτη πράξη με τον έντονο λυρικό παλμό της στο μυαλό του ως βασικό συγγραφικό εύρημα που στη συνέχεια περιέβαλλε με την τετριμμένη και φαινομενικά ασήμαντη ζωή της αμερικανικής επαρχίας των πρώτων πράξεων. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή, κυοφορεί και κυκλοφορεί τις αλήθειες του ανεπιτήδευτα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την πειστικότητα των επιχειρημάτων του και την υποκειμενικότητα των συμπερασμάτων. Αυτό που πετυχαίνει με τρόπο αβίαστο είναι να αφήνει τη ζωή να κυλά φυσικά και ακαλλώπιστα στη σκηνή. Οι υπαινιγμοί για το αναλλοίωτο της ανθρώπινης ύπαρξης αναδεικνύονται και διακρίνονται με ποιητικό σκηνικό ήθος, προβληματίζοντας τον θεατή για το πόσο η ζωή τελικά είναι σημαντική, ακόμη κι όταν μοιάζει ξεθωριασμένη, κοινότοπη και γεμάτη ρυτίδες. Στο νεκροταφείο της μικρής πόλης, οι ομιλούντες νεκροί αναρωτιούνται: «Όλα αυτά τα ζούσαμε μα ούτε τα προσέχαμε». Η πρωταγωνίστρια Αλεξάνδρα Ταβουλάρη ενώ έχει πεθάνει, εντούτοις λαχταρά να επιστρέψει στη ζωή έστω για λίγο, διαλέγοντας τα 12α γενέθλια της, οπότε και αντιλαμβάνεται πόσος πόνος και θλίψη κρύβεται σε αυτή την επιστροφή και πόσο μάταιο είναι να προσπαθείς να διεκδικήσεις το δικαίωμα στη ζωή όταν αυτό έχει οριστικά απωλεσθεί, αντί να βιώνεις την ομορφιά της και να αδράχνεις τη μέρα με θάρρος και αισιοδοξία, όσο αυτή διαρκεί.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει έναν έμπειρο θίασο και με τη συμμετοχή αποφοίτων και μαθητών της δραματικής σχολής «Ίασμος» και οδηγό την ιστορική μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, αφήνει την προσωπική του σφραγίδα στο πολυβραβευμένο έργο. Η αξιόλογη ομάδα των ηθοποιών, μεταξύ των οποίων η Φαίη Κοκκινοπούλου, η Ιφιγένεια Αστεριάδη, ο Δημήτρης Δεγαΐτης, ο Γιώργος Γιαννούτσος, η Ροζαμαλία Κυρίου και φυσικά οι νέοι πρωταγωνιστές Αλεξάνδρα Ταβουλάρη και Γιώργος Αμούτζας υπηρετούν με άψογη κίνηση και άρθρωση τη σκηνοθετική πρόταση. Ο ήσυχος τρόπος με τον οποίο οι ηθοποιοί αφήνονται στις ασήμαντες ιστορίες τους και στον νωχελικό τρόπο ζωής με καλοσύνη και τρυφερότητα, χωρίς έντονα πάθη και συγκρούσεις υπηρετεί την ιδιαιτερότητα του έργου του Ουάιλντερ. Ναι, μπορεί να μοιάζει συχνά εξωπραγματική και ειδυλλιακή αυτή η γαλήνη της καθημερινότητας, αλλά η απουσία εξάρσεων και η έλλειψη εξέλιξης των χαρακτήρων φαίνεται να λειτουργεί ως «φόντο» της δράσης, δίνοντας τη σκυτάλη στην ευφυή τρίτη πράξη, οπότε και οι ισορροπίες καταρρέουν, το έργο εξημερώνεται και το ποιητικό μυστήριο απελευθερώνεται. Ο δυναμισμός εκλύεται στη σκηνή υπό το φως των κεριών, ή γύρω από το «σκοτάδι» του νεκροταφείου. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό σε κομβικά σημεία του έργου οι ήρωες να μεταφέρουν στην περιρρέουσα κατάσταση ναρκωτικής γαλήνης τους με σφοδρότερο τρόπο τα μύχια συναισθήματά τους, μέσα από έντονα βλέμματα, στοχευμένη κίνηση και δραματική αλληλεπίδραση, ώστε να προκαλέσουν βαθύτερη συγκίνηση και αισθητηριακή απόλαυση στο κοινό.
Τελικά, η «Μικρή μας πόλη» προσφέροντας ένα άρωμα καλοκαιριού στην ταράτσα του Λαμπέτη , με τις μικροαστικές της ιστορίες και τις μεταφυσικές της ανησυχίες μας επιτρέπει να μελαγχολήσουμε, να αναπολήσουμε, να αφεθούμε, να απολαύσουμε την ομορφιά της κάθε εποχής, της κάθε ημέρας, της κάθε στιγμής, της ίδιας της ζωής. Τη γοητεία της δικής μας μικρής πόλης, της «Μικρής μας Πρωτεύουσας».
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
Σε μια πολύ όμορφη ταράτσα που μπορείς να πιείς το ποτό σου είδαμε τη μικρή μας πόλη ...Ωραία κουστούμια ,και σκηνικά η αφήγηση δε θα έπρεπε να υπήρχε...κουράζει λίγο ευχαριστουμε θεατρομάνια για την πρόσκληση περάσαμε υπέροχα
Ναι μεν ωραία κοστούμια και ενδιαφέροντα πλούσια πολύχρωμα ρεαλιστικά σκηνικά αλλά συνολικά βαρετό και ανιαρό. Μέχρι να φτάσει στην τελευταία πράξη που έχει κάποιο ενδιαφέρον έχεις βαρεθεί τόσο πολύ που με το ζόρι μένεις στην καρέκλα σου.