Τίτλος βιβλίου: «Ζηλόφθων Οδοιπορώντας»
Το θεατρικό κέιμενο της Μαριαλένας Γκογκίδη παρουσιάζεται στη ΘΕΑΤΡΟΜάΝΙΑ.
Για περισσότερες πληροφορίες στο email [email protected]
Περίληψη: Ο θεατρικός μονόλογος «Ζηλόφθων Οδοιπορώντας» μέσα από την εξομολόγηση της ηρωϊδας του, ξετυλίγει το κουβάρι της ερωτικής ζήλιας. Πρόκειται για μια αέναη κόντρα του κεντρικού προσώπου με την παράνοια της ζήλιας από τη μία, αλλά και με την κοινωνική ηθική από την άλλη. Η εμπλοκή της σε ένα ερωτικό τρίγωνο στέκεται ικανή αφορμή για να σε ένα σκοτεινό μονοπάτι σκέψεων, που έχει ως κατάληξη τον θάνατο.
Αποσπάσματα
- Οι σκέψεις είναι ό,τι πιο ύπουλο διαθέτουμε. Αν είχα μια μαγική ιδιότητα, θα ήθελα να μη σκεφτόμουν. Τι ματαιότητα! Σε πόσους λαβύρινθους σε βάζουν, τη στιγμή που περπατάς σε μια ευθεία... Και ας βλέπεις πως είναι ευθεία, η μέθη των σκέψεων είναι τόσο ακατανίκητη που δεν έχεις επιλογή. Το φανερό γίνεται θολό. Αδυνατούμε να καταλάβουμε τους ανθρώπους που θολώνουν. Δε γίνεται να συμπάσχουμε σε κάτι που βρίσκεται έξω από τα νερά μας. Άλλωστε, ποια λογική θα δεχτεί να ερμηνεύσει το παράλογο; Ή και ποιο παράλογο θα αναζητήσει το δίκιο του στη λογική; Ό,τι έχουν να πουν μεταξύ τους είναι λόγια μεταξύ μιας θάλασσας και ενός ουρανού. Δε συναντιούνται ποτέ, μοιάζουν να φιλιούνται κάπου στο βάθος ή τουλάχιστον, έτσι θα θέλαμε να συμβαίνει. Η πραγματικότητα όμως, είναι πως αν ποτέ αυτά τα δύο σώματα ενώνονταν, θα ερχόταν η καταστροφή. Υπολείμματα της ίδιας αγεφύρωτης ακτής. Εκείνος με καταλαβαίνει; Μπορεί να μπει στο δικό μου μυαλό; Έτσι ισχυρίζεται, έτσι μου ορκίζεται, πως αγαπάει τα δικά μου περίεργα. Μου αρέσει που το δέχεται, μου αρέσει που με πλησιάζει. Κάποιοι αποκαλούν αυτή την επιλογή μια παράνοια, από εκείνες που φέρουν την καταστροφή σε όποιον τις τολμήσει. Δεν καταλαβαίνω το σκεπτικό τους. Με εξοργίζει ο φόβος που μετατρέπει οτιδήποτε διαφορετικό σε ξένο σώμα. Η δική μου ακτή βρίσκεται τόσο μακριά από τη δική του. Είναι κάπου απομονωμένη, δίχως επισκέπτες και εξερευνητές. Πού και πού την πλησιάζουν κάτι αποδημητικά πουλιά. Τραγουδούν, θρέφουν την άμμο με λίγη ζωή από τα ξένα, από εκείνη που κουβαλούν μαζί τους και την ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της Γης
- Καθημερινά περπατάμε στους δρόμους δίπλα σε χιλιάδες δυστυχίες. Πρόσωπα που δεν παρατηρούμε, διότι δεν υπάρχει κάποια ομορφιά να έλξει και να ικανοποιήσει τις ορέξεις μας. Κανείς δεν προσέχει την ασχήμια που φαίνεται. Ποιος άραγε θα προσέξει την ασχήμια που παλεύει για να κρυφτεί; Έχω μέσα μου μια τέτοια ασχήμια. Από εκείνες που δεν τολμώ να ξεστομίσω, γιατί είναι περισσότερο ανθρώπινη από τους ανθρώπους και οπωσδήποτε περισσότερο λογική από τον παραλογισμό που στεγάζουμε στα «πρέπει» μας. Δεν μπορώ να την κρύψω φορώντας κάποιο ρούχο, αντιθέτως την κουβαλώ συνεχώς μαζί μου ασυναίσθητα, όπως ακριβώς παίρνω μαζί μου τα χέρια μου. Η ζήλια έχει γίνει η καλύτερή μου φίλη, διότι σε αυτήν μπορώ να εμπιστευτώ όλα όσα σκέφτομαι. Της φέρομαι γλυκά, διαβάζει τη σκέψη μου χωρίς να της το ζητήσω. Έτσι με απαλλάσσει από το να πρέπει να φιλτράρω τη σκέψη μου υπό την ανησυχία μήπως στεναχωρήσω ή φέρω σε δύσκολη θέση τον συνομιλητή μου. «Δε φαντάζεσαι από τι πνευματικό κόπο με σώζεις, ζήλια μου» την είχα συγχαρεί μια μέρα για αυτό. Υπάρχουν στιγμές που αναγκάζομαι να καλύπτω το σώμα μου με χρώματα, για να μην εκθέσω τις πληγές μου. Συνήθως τυλίγουμε τα δώρα, τα γλυκά, το φύλλο μιας πίτας, αλλά... ποιος τέλος πάντων τυλίγει τη ζήλια του; Γιατί εγώ να το κάνω; Δε θέλω να τη δούνε οι άλλοι, αυτό θα ήταν μια εύλογη δικαιολογία μονάχα, ίσως γιατί θα προσπαθήσουν με προσβολές να μου τη γιατρέψουν. Μα εγώ δε θέλω να γιατρευτεί, να νιώσει θέλω, να νιώσει όπως εγώ. Και μετά... ας φύγει. Όμως όχι έτσι, όχι βίαια. Αυτό δε θα αλλάξει τίποτα. Και τα δικά του λόγια; Πώς να σταθώ απέναντί τους με αξιοπρέπεια, αν και εφόσον με εγκαταλείψει και η ζήλια; Πώς θα δικαιολογήσω τον εαυτό μου, τι θέση θα πάρω απέναντί του; Πρέπει να ξέρει για μένα, ειδικά εκείνος είναι ο μοναδικός που οφείλει να ξέρει. Αλλιώς, ποιοι γλυκιοί στίχοι θα τον πάρουν από το χέρι να του δείξουν μια αλήθεια; Ποιος θα του εξηγήσει, αν όχι εγώ!