Ο Τάκης Σπυριδάκης στη ΘΕΑΤΡΟΜάΝΙΑ

61349_10151200434823191_1766402664_n

Συναντήθηκα με τον Τάκη Σπυριδάκη σε ένα καφενείο ξεχασμένο από το χρόνο στο Μεταξουργείο, όπου μου παραχώρησε μια απολαυστική συνέντευξη την οποία και σας παραθέτω.

Έχεις τελειώσει το Εθνικό, αλλά το σινεμά σίγουρα είναι η μεγάλη σου αγάπη. Τι είναι αυτό που το κάνει να υπερέχει μέσα σου έναντι του θεάτρου?
Είχα μια παθολογική  «λόξα» με τον κινηματογράφο από μικρός , τόσο, που μπορούσα να πάω στον τότε Πειραιά, που διέθετε πάνω από 15 αίθουσες, σε τρεις προβολές την ίδια μέρα. Ήμουν λίγο «πειραγμένος» με το σινεμά θα μπορούσα να πω, αλλά δεν το έκανα και συνέχεια. Αγαπούσα πολύ τον κινηματογράφο, σε αντίθεση με το Εθνικό που σπούδαζα τότε και θεωρούσαν ότι ο ηθοποιός είναι μόνο για το θέατρο. Δεν ξέρω δηλαδή, αν αυτά που με δίδαξαν, τα έμαθα γιατί ήμουν ήδη στο mood του κινηματογράφου και ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω, πιστεύοντας ότι για να μπορέσω να παίξω στον κινηματογράφο ή το θέατρο, έπρεπε να ξεχάσω αυτά που μου είχαν μάθει. Τότε, λοιπόν, έτυχε να κάνω τη «Γλυκιά συμμορία», η οποία ήταν και ο λόγος που δεν τελείωσα τη σχολή, αφού απαγορευόταν να «παίζουμε» παράλληλα με τις σπουδές, κάτι το οποίο, όμως, το τηρούσαν  επιλεκτικά. Με διέγραψαν λοιπόν από τη σχολή, αλλά δεν ασχολήθηκα με το γεγονός αυτό, αφού είχα γνωρίσει ήδη το Νικολαΐδη και τον εκτιμούσα από την προηγούμενη ταινία του, «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα», οπότε αποφάσισα να παίξω σε ταινία του. Έπαιξε ρόλο η διάθεση μου, αλλά και η ροή των πραγμάτων στις αποφάσεις μου. Άλλωστε, η αρχική μου σκέψη, ήταν να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία και όχι με την υποκριτική, αλλά δεν είχα τη δυνατότητα να πάω σε μια σωστή σχολή, που είχα ανακαλύψει στο εξωτερικό, κυρίως στο Λονδίνο….. Δε με «έπαιρνε» οικονομικά. Οπότε, πήγα στο Εθνικό για να μάθω κάποια πράγματα «απάνω μου», που θα με βοηθούσαν στη σκηνοθεσία.

Πήγες όμως τελικά στο Λονδίνο…
Πήγα για ένα χρονικό διάστημα και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να έμενα εκεί για σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά δεν μπόρεσα να τα βγάλω πέρα οικονομικά, γιατί οι ώρες των σπουδών ήταν πολλές και ‘’σπαστές’’ και δε σου επέτρεπαν, ουσιαστικά, να δουλεύεις παράλληλα. Έστω και για λίγο, όμως, ήταν μια ωραία εμπειρία.

Είσαι λοιπόν αυτοδίδακτος στη σκηνοθεσία.
Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο, όχι  μόνο στη σκηνοθεσία, αλλά και στην υποκριτική, παρόλο το χρονικό διάστημα των σπουδών μου.

Σε ενδιαφέρει να κάνεις δουλειές, που ικανοποιούν αποκλειστικά εσένα ή προσμετράς και την απήχηση που πιστεύεις ότι μπορούν να έχουν και στο κοινό; Το ρωτάω αυτό, διότι, άσχετα με την αποδοχή που έχουν οι περισσότερες δουλειές σου μέχρι τώρα , επέλεξες να κάνεις πράγματα ριζοσπαστικά για την εποχή τους π.χ. τη «Γλυκιά Συμμορία» ή τον «Κήπο του Θεού», που σε κατηγοριοποίησαν ίσως και σαν ηθοποιό.
Όχι, το λέω ξεκάθαρα, ότι στις αποφάσεις μου για όποιες δουλειές έχω κάνει μέχρι τώρα, δεν έλαβα ποτέ υπόψη μου την απήχηση που θα είχαν στο κοινό. Πήγαινα με τη δική μου αίσθηση, το δικό μου κριτήριο και τη δική μου διάθεση. Μπορεί να μη πήγαν καλά όλες οι δουλειές που έκανα μέχρι τώρα, αλλά εγώ πιστεύω, ότι σωστά έπραξα. Ένας καλλιτέχνης πάει σύμφωνα με την ψυχή του, τη δική του κουλτούρα, τη δική του παιδεία, με βάση αυτό που θέλει να πει και, από εκεί και πέρα, βάζει μια κραυγή κι αν βρεθούν κάποιοι και συνταυτιστούν με αυτή την κραυγή, υπάρχει τέχνη. Οφείλω να πω βέβαια, γιατί θέλω να είμαι  ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου και το κοινό, ότι υπήρξαν δουλειές που έκανα στην τηλεόραση, κυρίως, εκτός από δύο περιπτώσεις, μη έχοντας άλλη επιλογή, αφού για να κάνεις αυτό που αγαπάς πρέπει να ζεις κι όλας, οπότε, δέχτηκα να το κάνω, λόγω των  χρημάτων, κοιτάζοντας βέβαια να είναι κάτι αξιοπρεπές και όχι χυδαίο.

8864_10151200434943191_1200614200_n

Έκανες και μια διαφήμιση, η οποία είχε μεγάλη απήχηση.           
Ναι και μου έδωσε την ευκαιρία σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε να πάρω μια μεγάλη ανάσα. Έπαιξα, όμως, όπως ακριβώς θα έπαιζα στο σινεμά αν μου ζητούσαν να υποδυθώ τον πρόεδρο μιας ομάδας και δεν έκανα κάποια υποχώρηση, κάτι το οποίο βέβαια ήθελαν και οι υπόλοιποι συντελεστές. Ήταν μια πρόκληση το όλο εγχείρημα, αφού είχα μόνο σαράντα πέντε δευτερόλεπτα για να αναπτύξω το ρόλο και, όπως φάνηκε από την απήχηση που είχε στο κοινό, το πέτυχα.

Είναι κι η διαφήμιση ένα είδος τέχνης;
Είναι, αλλάζει, όμως, ως προς το σκοπό και αυτό τη διαφοροποιεί, αλλά γίνεται με όρους τέχνης, αφού οι άνθρωποι που συμμετέχουν, είναι κυρίως από το χώρο του σινεμά, σκηνοθέτες, οπερατέρ κλπ.

Έχεις παίξει και σε άλλες παραστάσεις αν δεν κάνω λάθος εκτός από την τωρινή, πες μου κάτι γι’ αυτό .
Ασχολήθηκα με το θέατρο αμέσως μετά τη «Γλυκιά συμμορία», παίζοντας με τη Βαγενά σε επιθεωρήσεις, ένα είδος που δε μου αρέσει καθόλου και γι’ αυτό, παρόλη την επιτυχία που είχα, όταν είδα ότι το «πράγμα» με πάει προς τα εκεί, σταμάτησα. Στη συνέχεια, έπαιξα με κάποιες ομάδες σε περιφερειακά θέατρα, όπου κάποιες δουλειές πήγαν καλά και κάποιες όχι. Γενικά, δε μπορώ να πω ότι έχω ένα γερό βιογραφικό στο χώρο του θεάτρου, αν και μου έγιναν προτάσεις, αλλά δεν μπορούσα να παίζω κάθε βράδυ, κάτι που δε μου αρέσει.

16202_10151200434903191_1967307420_nΊσως είναι τώρα ‘’ο κουλοχέρης του Σποκέιν’’ μια καλή αρχή για να γεμίσεις το βιογραφικό σου στο θέατρο.
Ναι, μπορεί να κάνω και άλλα πράγματα στη συνέχεια στο θέατρο, μπορεί και όχι. Πάντως, αυτή την παράσταση ήθελα να την κάνω, την είχα δει πέρσι, μου άρεσε το έργο και ο ήρωας και μαζί με το σκηνοθέτη, το Νίκο Χανιωτάκη, είδαμε ένα άλλο Καρλ Μάικλ, ο οποίος, μαζί με το χέρι του, έχει χάσει και άλλα «πράγματα», τα οποία πρέπει να βρεθούν, οπότε το προσεγγίσαμε έτσι ώστε να φανεί περισσότερο η ευαισθησία του ήρωα, χωρίς να ξεχνάμε ότι κι αυτός παίζει το παιχνίδι του.

Ρόλος που θα ήθελες να παίξεις στο θέατρο?
Δεν είμαι ο ηθοποιός που θα πει «το όνειρο μου είναι να παίξω Άμλετ», δεν έχω στερεότυπα τέτοιου είδους, αλλά έχω το εξής χαρακτηριστικό: Όταν μου δίνουν ένα ρόλο, δε φτιάχνω ποτέ ένα έτοιμο σχέδιο στο μυαλό μου, αλλά προσπαθώ να κάνω το ταξίδι που απαιτεί το έργο και οι συνθήκες. Δε μου αρέσει αυτό που κάνουν κάποιοι ηθοποιοί - και σπουδαίοι μάλιστα -, τώρα, αλλά και στο παρελθόν, που μεταφέρουν το ρόλο τους μετά από μια μεγάλη επιτυχία και στις επόμενες δουλειές τους, χάνοντας έτσι  το ταξίδι που μας προσφέρει αυτή η δουλειά και το να ανακαλύπτουμε συνεχώς νέα πράγματα.

Εγκλωβίζονται σε μια μανιέρα δηλαδή;
Ναι, και αυτό δεν έχει νόημα, γιατί γίνονται ‘’αυτιστικοί’’ και ‘’νάρκισσοι’’, θεωρώντας ότι κάνουν κάτι καλά και μένουν μόνο σε αυτό, χωρίς να εξελίσσονται. Αυτού του είδους η τοποθέτηση, δε με αντιπροσωπεύει ως ηθοποιό .

Υπάρχουν και καλές μανιέρες όμως, δηλαδή ηθοποιοί που παίζουν τον ίδιο χαρακτήρα με τον ίδιο τρόπο αλλά κάθε φορά βγάζουν κάτι διαφορετικό, πχ όπως ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν ή και ο Βέγγος στην Ελλάδα.
Συμφωνώ, αλλά όσον αφορά στην περίπτωση του Θανάση Βέγγου, νομίζω ότι ταυτίστηκε με ένα είδος, ενώ είχε δυνατότητες για παραπάνω πράγματα. Εδώ, επίσης, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι, κατά την άποψη μου, τις ταινίες του Φίνου, στην πλειοψηφία τους, τις θεωρώ ένα απέραντο σκουπιδαριό και  δεν τις κατατάσσω στον παλιό καλό κινηματογράφο, όπως τις πρώτες ταινίες του Μιχάλη Κακογιάνη, τις ταινίες του Κούνδουρου, του Δαμιανού και του Τζαβέλλα, που προσπάθησαν να δώσουν μια σύγχρονη μορφή στον ελληνικό κινηματογράφο και να τον συνδέσουν με τον προβληματισμό του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινηματογράφου, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι. Αυτές οι ταινίες, ανήκουν στον παλιό καλό κινηματογράφο και όχι αυτές που επανέφερε η τηλεόραση και τις επέβαλλε εκ νέου, αναγνωρίζοντας, βέβαια, ότι σ’ αυτές τις ταινίες έπαιξαν κάποιοι πολύ καλοί ηθοποιοί. Οι ταινίες του Φίνου έπαιξαν το ρόλο που παίζει σήμερα η τηλεόραση, αφού τότε δεν υπήρχε. Παράλληλα, την περίοδο εκείνη, ο παγκόσμιος κινηματογράφος με μηδέν λεφτά  έκανε βήματα μπροστά με τον νεορεαλισμό στην Ιταλία, την nouvelle vague στη Γαλλία κτλ , ενώ εμείς εδώ, περιοριστήκαμε στο θέαμα του Φίνου, τον οποίο θεοποιήσαμε. Ίσως να ακούγομαι εριστικός με αυτά που λέω, αλλά είναι η άποψη μου.

Πόσο εύκολα ήταν τα πράγματα  για σένα  όταν ξεκίνησες στο χώρο της υποκριτικής και μέχρι τώρα δηλαδή;
Το ότι επέλεξα στη ζωή μου να κάνω αυτό που αγαπούσα, ήταν για μένα ήδη μια κατάκτηση και δεν εξυπηρέτησα την υπόδειξη και το όνειρο κανενός. Οι γονείς μου δε μπορούσαν να με βοηθήσουν, όχι γιατί δεν ήθελαν, αλλά γιατί δεν μπορούσαν. Αφού δεν μπορούσαν όμως, τουλάχιστον, δε με εμπόδισαν, κι αυτό ήταν κάτι για μένα. Βιοπορίστηκα, λοιπόν, από μόνος μου, γνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι για να ζήσω και, αφού αυτό που αγαπούσα δεν μου το επέτρεπε αυτό σε μεγάλο βαθμό, αναγκάστηκα να κάνω και άλλες δουλειές, όπως αυτή του μπάρμαν, του οικοδόμου, του ξυλουργού κτλ, για να διαφυλάξω την αξιοπρέπεια μου. Στη δουλεία μου, στο χώρο της υποκριτικής «δεν έβαλα νερό στο κρασί μου» και αυτό έπρεπε να το αναπληρώσω κάνοντας και κάτι άλλο, χωρίς να «ζορίζομαι». Πάντα τα κατάφερνα και τα καταφέρνω και χωρίς δανεικά, ειδικά στην εποχή μας, που ούτε αυτά δεν υπάρχουν. Άλλωστε, τα χρήματα που αποκομίζει ο ηθοποιός από το σινεμά στην Ελλάδα, δεν είναι και αρκετά, έτσι ώστε να περιμένει την επόμενη ταινία, χωρίς να κάνει κάτι άλλο.

262722_10151200434593191_742809606_nΤο Υπουργείο Πολιτισμού κατά πόσο ενισχύει την προσπάθεια κάποιου να δημιουργήσει στο χώρο αυτό;
Αν θέλουμε να κάνουμε μια σωστή αποτίμηση των πραγμάτων μέχρι τώρα, χωρίς εμπάθεια, έτσι ώστε να δούμε την πραγματικότητα, το κράτος, σαν κράτος, είχε ως εργαλείο το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου, το οποίο έδωσε ευκαιρίες, πριμοδοτώντας τη σκέψη κάποιων ανθρώπων, τους οποίους ο παραγωγός-έμπορος δε θα πριμοδοτούσε. Παρ’ όλα αυτά, η απαξίωση του εργαλείου αυτού, δεν έγινε από το κράτος, αλλά από αυτούς που το διοίκησαν και αυτούς που συμμετείχαν στη λειτουργία του και, δεν είναι τυχαίο, ότι όλες οι διοικήσεις, από την ίδρυση του μέχρι και τώρα, ήταν αριστερής ιδεολογίας. Εμείς, δηλαδή οι ηθοποιοί και σκηνοθέτες, ‘’βγάλαμε τα μάτια’’ στο εργαλείο αυτό, που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να πάμε παρακάτω και όχι το σύστημα ή το κράτος.

Είσαι και πατέρας δύο κοριτσιών απ’ όσο γνωρίζω. Είναι και η ανατροφή των παιδιών  ένα είδος τέχνης;
Ναι, σίγουρα είναι ένα είδος τέχνης, είναι ταξίδι δύσκολο αλλά και απολαυστικό. Κατ’ αρχάς, σημασία έχει η σχέση. Αν η σχέση είναι για ταξίδι, στην πορεία του θα έρθουν και τα παιδιά. Κανείς δε σπούδασε πατέρας, γι’ αυτό και εγώ, ‘’ταξιδεύω’’ μαζί με τις δύο μου κόρες και μαθαίνω συνέχεια καινούργια πράγματα, όπως και αυτές από εμένα. Ζω τις διαδοχικές φάσεις που περνάνε, όπως είναι η εφηβεία, με τη γοητεία τους, και όχι με άγχος, και γι’ αυτό έχουμε μια εξαιρετική σχέση, μέσα από την οποία, προσπάθησα - και προσπαθώ - να επιτύχω δύο πράγματα: Πρώτον, να είμαι όχι «καλός πατέρας», αλλά καλός παιδαγωγός, ώστε οι ίδιες να αποκτήσουν σωστή κρίση στις αποφάσεις τους, αφού εγώ και η μητέρα τους δε θα είμαστε για πάντα δίπλα τους, και γενικότερα να δομήσουν μια σωστή προσωπικότητα.  Δεύτερον, και πολύ σημαντικό, προσπάθησα να τους δώσω τα εφόδια για να επιλέξουν αυτό με το οποίο θα πορευτούν επαγγελματικά στη ζωή τους, γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος «κόσμος θα βρεθεί μπροστά του αύριο, αν κάνεις όμως αυτό που αγαπάς, μπορείς να αντιμετωπίσεις τον όποιο κόσμο, με καλύτερους όρους.  Έχω φίλους, οι οποίοι πορεύτηκαν με βάση αυτό που ήθελαν οι γονείς τους, εξυπηρέτησαν, δηλαδή, το όνειρο ενός άλλου και τώρα, αναρωτιούνται τι έκαναν τελικά στη ζωή τους , κι αυτό είναι τραγικό.

Πως θα αντιδρούσες αν μία  από τις κόρες  σου, σου  ανακοίνωνε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός?
Δεν θα είχα αντίρρηση. Δεν τους έκανα ποτέ αισθητή την παρουσία μου ως ηθοποιός, αν και σίγουρα επηρεάζονται από αυτή μου την υπόσταση, ακριβώς γιατί θα ήθελα να επιλέξουν ελεύθερα αυτό που θέλουν, οπότε, δεν θα είχα αντίρρηση και δεν είμαι της άποψης ότι αν κάνεις αυτό που αγαπάς, πρέπει να βρεις και κάτι άλλο για να το συμπληρώσεις, γιατί υπάρχει κίνδυνος να σε απορροφήσει αυτό το ‘’άλλο’’ και, στο τέλος, να μη κάνεις αυτό που αγαπάς και να γίνεις διχασμένη προσωπικότητα.

Όντας στη γενιά του Πολυτεχνείου, είσαι από αυτούς που δεν είναι περήφανοι για τη γενιά αυτή, η οποία, όπως κατά γενική ομολογία λέγεται, μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση;
Ναι, δεν είμαι περήφανος για τη γενιά μου, του ‘58 δηλαδή, που είναι λίγο μετά τη γενιά του Πολυτεχνείου, γιατί, όποτε τους ζητήθηκε να πράξουν το οτιδήποτε, τα έκαναν «μαντάρα»  και, βέβαια, σε ότι έχει να κάνει με το ρόλο της ως γονέας, νομίζω, ότι η γενιά μου προσπάθησε να αναθρέψει τον αυριανό ‘’τσόγλανο’’, που τα έχει όλα, ιδιωτικά σχολεία, καλοπέραση κτλ και δε μοχθεί για τίποτα, συντελώντας γενικότερα, στο να διαμορφωθεί μια λάθος νοοτροπία και ένα λάθος «φέρεσθαι». Επίσης, στο επίπεδο της γενιάς μου, ως κράτος, δημιουργήθηκαν δομές κάθετα και οριζόντια διεφθαρμένες, όπου επικρατεί η λογική του «έχω μπάρμπα στην Κορώνη» και, βέβαια, με τη συμμετοχή του πολίτη πάντα. Δημιουργήθηκε μια σχέση κράτους-πολίτη τερατώδης και, πλέον, δε μπορούμε να πούμε ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη μέσα σε αυτό τον κυκεώνα. Ζούμε μέχρι στιγμής, από τη μεταπολίτευση και μετά, μια μακρά περίοδο «μακροημέρευσης», που την αφήσαμε να περάσει ανεκμετάλλευτη, επενδύοντας αποκλειστικά στο lifestyle ως συλλογική συμπεριφορά, η οποία επιβλήθηκε μέσω της τηλεόρασης, μεταφέρθηκε στο σινεμά, το θέατρο και επιβλήθηκε γενικότερα ως «γλώσσα». Οι όποιες διαφορετικές «φωνές» αποκλείστηκαν – δημοκρατικά –  και δε μπορούμε να μπορούμε να βγάλουμε απ’ έξω και την «αριστερά», ως συνυπεύθυνη στο αποτέλεσμα αυτό, διότι, δε μπορεί στο χώρο τον τεχνών να θεωρείσαι κυρίαρχη δύναμη και στην κοινωνία να είσαι μειοψηφία. Για να αλλάξει κάτι, πρέπει να δούμε τα πράγματα από μηδενική βάση, αλλιώς δε γίνεται τίποτα.

Δυσκολεύτηκες να αποφασίσεις μέσα σου για να παίξεις στην παράσταση ή αμέσως κατάλαβες ότι είναι ρόλος που σου ταιριάζει «γάντι»?

Το κριτήριο μου για να συμμετάσχω σε μια παράσταση, είναι το έργο και οι συνεργάτες και στην περίπτωση αυτή και τα δύο συνετέλεσαν θετικά στην απόφαση μου.

Το ότι θα συνεργαζόσουν με ένα ελπιδοφόρο μεν, αλλά νέο, ηλικιακά τουλάχιστον, σκηνοθέτη, όπως είναι ο Νίκος Χανιωτάκης, πως λειτούργησε μέσα σου;

Εκ πείρας, προτιμώ την απειρία των νέων, από την αταλαντοσύνη των «δήθεν έμπειρων». Δεν «έβγαλα μπροστά» την εμπειρία μου και συνεργαστήκαμε με απόλυτους όρους σε ότι μου ζητήθηκε, λειτουργώντας «καθαρά» ως ηθοποιός, έτσι ώστε να εξυπηρετήσω το όραμα του σκηνοθέτη, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα, που, προσωπικά, με δικαιώνει.

430907_10151200434648191_1351909187_n

Η ατμόσφαιρα στις πρόβες πως ήταν;
Ήταν πάρα πολύ καλή με όλους τους συνεργάτες και αυτό είναι κάτι που βοηθάει. Θεωρώ, ότι δεν είμαι ανταγωνιστικός και δίνω βάση στο συνολικό αποτέλεσμα και στο «να είμαστε καλά με την ψυχή μας».  Δεν κάνουμε «τέχνη για την  τέχνη», αλλά πρέπει να ανακαλύπτουμε συνεχώς νέα πράγματα, τα οποία μας γοητεύουν μέσα από την όλη διαδικασία. Το αποτέλεσμα, δεν είναι πάντα αυτό που θέλουμε, αλλά κι αυτό «είναι μέσα στο παιχνίδι».

Έχει κοινά στοιχεία ο ρόλος που υποδύεσαι με το χαρακτήρα σου ή είναι κόντρα ρόλος;
Ο κάθε ηθοποιός που παίζει ένα ρόλο, «βάζει μέσα» στοιχεία από τον εαυτό του, αλλά δεν πιστεύω στην πλήρη ταύτιση. Αν ταυτίζομαι σε κάτι, είναι στο ότι, ανεξάρτητα από το δίλλημα που τίθεται, αν θα πιστέψουμε ή όχι την ιστορία του κύριου Καρλ Μάικλ, δεν έχουμε κανένα λόγο να μη την πιστέψουμε,  γιατί έτσι, θα ακυρώσουμε το έργο και τη σκεπτική του ήρωα, ο οποίος, απλά φτιάχνει μύθους στο μυαλό του, για να μπορέσει να τη βγάλει καθαρή, κάτι το οποίο έχω κάνει και εγώ σε  δύσκολες στιγμές μου.

Ο Μακ Ντόνα έχει μεγάλη απήχηση και αποδοχή από το κοινό σε παγκόσμιο επίπεδο. Που οφείλεται αυτό κατά τη γνώμη σου;
Κατ’ αρχάς, είναι εξαιρετικά πρωτότυπος, τόσο σεναριακά, όσο και στη δημιουργία χαρακτήρων. Όλοι οι ρόλοι του έργου είναι εξαιρετικά σημαντικοί: ο ρεσεψιονίστ, ο μαύρος, η κοπέλα, ακόμα και η μητέρα του Καρλ Μάικλ, που δεν τη βλέπουμε. Επίσης, αφήνει αναπάντητα ερωτήματα στα έργα του, για τα οποία ούτε ο ίδιος, ίσως, δεν έχει απαντήσεις και δίνει, έτσι,  τροφή για σκέψη στο κοινό, κάτι το οποίο βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικό, γιατί με βάζει στη διαδικασία να ψάξω και εγώ το ρόλο ερμηνευτικά .

Κάνει ίσως και ο ίδιος ψυχοθεραπεία μέσα από τα έργα του;
Πιθανών να ερμηνεύεται και έτσι.

Ο Μακ Ντόνα, αν μη τι άλλο, βρίσκει πολύ έξυπνους και χιουμοριστικούς τρόπους να μιλήσει για αρκετά σημαντικά και ευαίσθητα ζητήματα, όπως είναι η παιδική κακοποίηση, η μοναξιά και  ο ρατσισμός. Τελικά, το χιούμορ είναι ίσως ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιου είδους καταστάσεις, ειδικά όταν είναι σε ακραία μορφή;Νομίζω ναι. Το χιούμορ χωράει παντού και μια τρίχα μόνο το χωρίζει από το δράμα. Στις πιο τραγικές στιγμές του ανθρώπου, μπορεί να «πέσει χοντρό γέλιο», πχ σε μια κηδεία . Το χιούμορ εμπεριέχεται στο δράμα, δεν είναι κάτι ξεχωριστό.

Με αφορμή τους  χαρακτήρες του έργου, οι οποίοι θα μπορούσες, ίσως, να πεις ότι κατά βάθος είναι ‘’τίμιοι’’, υπάρχει πραγματική ενοχή στα λάθη μας και, γενικότερα, ευθύνεται προσωπικά ο καθένας για τις επιλογές του ή είναι θέμα συγκυριών το που και πως θα καταλήξουμε;
Είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Δε μπορείς να είσαι ανεύθυνος για την πορεία των πραγμάτων, αλλά παίζουν ρόλο και οι συγκυρίες, σωστά; Είναι ωραίο και δύσκολο το ερώτημα, γι’ αυτό και εγώ το προσεγγίζω με ερώτηση και όχι απάντηση.

Πιστεύεις ότι όλοι κατά βάθος ψάχνουμε την παιδική μας ηλικία όπως ό Καρλ Μάικλ;
Ναι, σίγουρα, και στο έργο φαίνεται έντονα αυτό, αν παρατηρήσουμε τη σχέση του ήρωα με τη μαμά του, η οποία μπορεί να μην του έκοψε το χέρι, αλλά σίγουρα «του έχει κόψει τα αρχίδια», όπως κάνουν πολλές μαμάδες, ειδικά οι ελληνίδες.

Το ελληνικό θέατρο σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα;
Έχοντας δει κάποιες παραστάσεις τα τελευταία χρόνια, νομίζω ότι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, που αφορούν νέους ανθρώπους, το ελληνικό θέατρο βρίσκεται πενήντα χρόνια πίσω, σε σχέση με ότι λέγεται «θέατρο», όπου κι αν παίζεται, σε παγκόσμια κλίμακα.

199467_10151200434678191_941064152_nΤο ελληνικό σινεμά;
Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο και, παρά την απαξίωση που έχει δεχτεί τα τελευταία 30 χρόνια, νομίζω, υπάρχουν, τουλάχιστον, 25-30 ταινίες, για τις οποίες αξίζει να μιλάμε. Βλέπω κινήσεις από νέους ανθρώπους και αυτό είναι πολύ θετικό. Ακόμα και το πρόβλημα της οικονομικής δυστοκίας στην παραγωγή μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά, ως προς την κατεύθυνση της σκέψης, αλλά και ως προς την αλλαγή των εκφραστικών μέσων σε πιο λιτές επιλογές. Επιβάλλεται να σκεφτούμε διαφορετικά. Υπάρχει βέβαια και το πρόβλημα της θεματολογίας, η οποία είναι αρκετά παρωχημένη και δεν οδηγεί πουθενά, επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα συνέχεια.

Όσον αφορά στη συνέχεια της «Λούφας και παραλλαγής», η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και είχες συμμετοχή, πως το βίωσες;
Το έχω μετανιώσει, θεωρώντας ότι, τελικά, ένας καλός κινηματογραφιστής, όπως ήταν ο Περάκης, δε σεβάστηκε την πρώτη ταινία και έκανε τις συνέχειες, απλά για να τα «κονομήσει», ενώ θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα «Λούφα και παραλλαγή», με άλλη θεματολογία. Διαφωνώ, επίσης, και με τα ριμέικ παλιών ταινιών που γίνονται τα τελευταία χρόνια, τα οποία έχουμε δει ότι καταλήγουν σε ένα τραγικό αποτέλεσμα, όπως ταινίες του Φίνου,  οι οποίες, όπως τις έκαναν τώρα, δεν παίζονται ούτε σε «drive in» κινηματογράφο.

Θα δούμε σύντομα κάποια καινούργια δουλειά σου στο θέατρο ή τον κινηματογράφο?
Στο θέατρο δεν ξέρω ακόμα, αλλά στο σινεμά έχω στα σκαριά το νέο μου όνειρο - ο τίτλος είναι «I have a dream» - και  περιμένω για να το «βάλω μπρος» .

67717_10151200434568191_1080509073_n

Καλή επιτυχία σε ότι κι αν κάνεις.

Αυτή την περίοδο, ο Τάκης Σπυριδάκης πρωταγωνιστεί στην παράσταση « Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν» στο θέατρο «Αργώ» στο Μεταξουργείο (Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο, στάση μετρό Μεταξουργείο, Τηλ.: 2105201684-5)

 

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΟΥ ΣΠΟΚΕΪΝ»

Μαύρη Κωμωδία

του Μάρτιν ΜακΝτόνα 

Από την Εταιρεία Θεάτρου ΜΥΘΩΔΙΑ σε συμπαραγωγή με το θέατρο ΑΡΓΩ

Μετάφραση - Σκηνοθεσία:  Νίκος Χανιωτάκης

Σκηνικά: Μαντώ Ψυχουντάκη

Κοστούμια: Αλεξία-Γκλόρια Σαπέρα

Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Παπανδρέου

Μακιγιάζ: Ελένη Χανιωτάκη

Ερμηνεύουν: Τάκης Σπυριδάκης, Κατερίνα Γερονικολού, Γεράσιμος Σκαφίδας, Σαμουήλ Ακίνολα.

Χώρος:  ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΓΩ, τηλ. ταμείου: 210-5201.684

Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο (στάση μετρό Μεταξουργείο) ΑΘΗΝΑ

Παραστάσεις:  Δευτέρα και Τρίτη ώρα 9.15 μ.μ.

Εισιτήρια:

- Κανονικό 15 ευρώ

- φοιτ.-παιδ.(έως 18 ετών) - πολυτεκν.- συνταξ.- ολμε 10 ευρώ

- Άνεργοι 5 ευρώ

Διάρκεια: 90 λεπτά


Επιμέλεια συνέντευξης: Κωνσταντίνος Πλατής

Επιμέλεια Φωτογράφισης: Νατάσα Μπιρμπιλή (https://www.facebook.com/birbilinatassa)