42497

Αρχείο Παίχτηκε από 21/10/2022 έως 09/04/2023
στο Ήβη
Κείμενο: Γιώργος Καπουτζίδης
Σκηνοθέτης: Γιώργος Καπουτζίδης
Σκηνογραφία: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Κική Γραμματικοπούλου
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Μιχάλης Συριόπουλος, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ανθή Σαββάκη, Μανώλης Κλωνάρης, Αποστόλης Ψαρρός, Ειρήνη Βαλατσού
και η Κατιάνα Μπαλανίκα

Περιγραφή

Ο αγαπημένος μας δημιουργός, Γιώργος Καπουτζίδης, έρχεται και πάλι στο Θέατρο ΗΒΗ, τη θεατρική του στέγη εδώ και τρία χρόνια, με το νέο του έργο με τίτλο «42497». Σε ένα δυστοπικό μέλλον, οι άνθρωποι ζουν κάτω από την επιφάνεια της γης, προσπαθώντας να επιβιώσουν από τις παρενέργειες των επιπόλαιων επιλογών που έκαναν επί δεκαετίες ολόκληρες. Οι ανθρώπινες σχέσεις αναπτύσσονται, καταβαραθρώνονται και επαναπροσδιορίζονται, μέσα από την γνωστή ενσυναίσθηση και την ευαισθησία του Γιώργου Καπουτζίδη.

Περισσότερα

Ο Γιώργος Καπουτζίδης -μετά την θριαμβευτική επιτυχία του πρώτου του θεατρικού έργου με τίτλο «Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του!», που έσπασε ταμεία για τρεις συνεχόμενες χρονιές- ανανεώνει την συνεργασία του με τις Θεατρικές Σκηνές, για το ανέβασμα του ολοκαίνουργιου έργου του, και πάλι στο Θέατρο ΗΒΗ, σε σκηνοθεσία του ίδιου.

Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ο Μιχάλης Συριόπουλος, η Γιούλη Τσαγκαράκη, η Ανθή Σαββάκη, ο Μανώλης Κλωνάρης, ο Αποστόλης Ψαρρός, η Ειρήνη Βαλατσού και η αγαπημένη Κατιάνα Μπαλανίκα που ανανεώνει και για φέτος την συνεργασία της με τον Γιώργο Καπουτζίδη, συναντιούνται επί σκηνής σε ένα πρωτότυπο έργο, που μας υπενθυμίζει πόσο κοντά βρισκόμαστε στο «σκοτάδι της αβύσσου» και πόση δύναμη χρειάζεται για να «βγούμε και πάλι στην επιφάνεια».

Σε μια κοινωνία απομόνωσης, που δεν διαφέρει πολύ από την σημερινή, οι ήρωες του έργου προσπαθούν να διαχειριστούν και να υπερνικήσουν την συναισθηματική αποξένωση και την αδυναμία αποδοχής και αλληλεγγύης… αυτά δηλαδή που τους οδήγησαν ήδη στον όλεθρο.

«Μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί ακόμα, αλλά μπορεί και να την ζούμε ήδη».

Η συνέχεια επί σκηνής!

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Graphic design: Indigo Creative

Διεύθυνση Επικοινωνίας & Προβολή: Μαργαρίτα Δρούτσα

Φωτογραφίες

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είδα την παράσταση αυτή την εβδομάδα. Οκ η πρώτη εντύπωση, Όργουελ σίγουρα. Κάτι ήθελε να πει μα δεν πέρασε το μήνυμα. Σε εμένα τουλάχιστον. Συμφωνώ με την απουσία των κινήτρων των ηρώων ή αντιηρωων του, τα οποία δεν μας δίνονται, ούτε καν υπονοουνται. Γιατί τόσο μένος οι κακοί και γιατί τόση ευαισθησία ο 5; Και γενικά μου έκανε πολύ παλιό αυτό όλο το φουτουριστικο. Δεκαετία 80. Θα το ήθελα λιγότερο πραγματικό με τις κυψέλες και τις οθόνες. Κι αυτά τα φιλιά λίγο ξεκάρφωτα, θα ήθελα κάτι που να τα δικαιολογεί, δίψα για οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή, αυτό μου έδωσε... Θα προτιμούσα ένα love story που ανθίζει στις πιο αντίξοες συνθήκες. Αυτό θα ήταν λύτρωση, θα ήταν θέατρο. Αυτό που είδα ήταν μια λύση ανάγκης. Οκ ήταν μια προσπάθεια....

  2. Από τον Ιωάννη Λάζιο

    Εντός ενός φουτουριστικού και δυστοπικού κλίματος, με σκοτεινό και ανήλιο σκηνικό, λαμβάνει χώρα η παράσταση «42497» του Γιώργου Καπουτζίδη, ένα νέο έργο, εμφανώς επηρεασμένο από την περίοδο της πανδημίας. Παράλληλα, η θεματολογία του έργου είναι τραγικά επίκαιρη, εξαιτίας της συζήτησης για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της πιθανής κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία σε πυρηνικό πόλεμο. Αν και επίκαιρο, όμως, κατάφερε να μας κρατήσει το ενδιαφέρον;

    Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς, ποιο είναι το δραματικό υπόβαθρο του έργου; Κάτι έχει συμβεί στον πλανήτη Γη, που καθιστά την ζωή στην επιφάνειά του αδύνατη και οι άνθρωποι καταφεύγουν σε υπόγειες σήραγγες για να επιβιώσουν. Πότε γίνεται αυτό το γεγονός; Αυτή η ερώτηση απαντάται μέσα από την αφήγηση της Κατιάνας Μπαλανίκα. Ωστόσο, το ερώτημα του "τι έγινε τελικά" δεν απαντάται. Μένει ανοιχτό. Με κάθε σενάριο πιθανό, δεν μπορούν να αξιολογηθούν οι συμπεριφορές των ηρώων. Αν αξίζει, δηλαδή, να τρέφουν ελπίδες για κάποια επάνοδο στην επιφάνεια του πλανήτη ή αν αυτή η σκέψη έχει αποκλειστεί από τα δεδομένα.

    Κατόπιν, ποια είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Αν και γίνονται αρκετές αναφορές, που εξηγούν κατά κάποιον τρόπο το πλαίσιο δράσης των ηρώων, δεν είναι επαρκής η πληροφόρηση. Δεν εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η συμπεριφορά των περισσότερων πέραν του πρωταγωνιστή (Δημήτρης Γκοτσόπουλος). Η Μπαλανίκα, για παράδειγμα, υποφέρει τρία χρόνια από πόνους, πιστεύει ότι αυτό που ζει είναι μια κόλαση, αλλά σε αντίστιξη με αυτά, επιθυμεί να παραμείνει στην ζωή. Η αυταρχική αρχηγός έχει κάποιο κίνητρο να εξουδετερώσει τους ενδεχόμενους αντιπάλους της; Θα κρατήσει με αυτό τον τρόπο την εξουσία για περισσότερο καιρό; Γιατί δρα με αυτό τον τρόπο; Όλα αυτά και άλλα ερωτήματα μένουν αναπάντητα και έτσι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξαντλείται σε μια επιδερμική παρουσίαση των συναισθημάτων των ηρώων.

    Επιπλέον, και σε αυτό πρέπει να σταθούμε, ποιος είναι ο βασικός ήρωας; Δεν αρκεί να τον εντοπίσουμε ανάμεσα στα πρόσωπα. Ο συγγραφέας οφείλει να δώσει στους θεατές επαρκή στοιχεία για τον πρωταγωνιστή, έτσι ώστε να μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του. Ο πρωταγωνιστής του έργου διακρίνεται για το αίσθημα δικαιοσύνης. Πότε και πώς καλλιεργήθηκε αυτό; Αφού δεν έζησε τη ζωή στην επιφάνεια, αφού πήγε στα σχολεία του συστήματος, όπου δέχθηκε προπαγάνδα, ποιος ήταν αυτός που ενίσχυσε τις -ίσως- φυσικές τάσεις του ήρωα και πότε; Είναι περίεργος άνθρωπος και αναζητά απαντήσεις. Αυτή του η περιέργεια τον οδηγεί στην εξερεύνηση των αισθήσεών του. Εδώ πάλι ανακύπτουν ένα σωρό ερωτήματα που μένουν αναπάντητα: οι πρωταγωνιστές δεν αισθάνονται γιατί τους δίνουν κατασταλτικά με την τροφή τους, ή γιατί «εκπαιδεύονται» έτσι; Γιατί ο βασικός ήρωας διαφέρει από τους υπόλοιπους; Μα το σημαντικότερο ερώτημα είναι γιατί καταλήγει ο ήρωας στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Γιατί η σχέση του με το νέο μέλος της κοινότητας δεν είναι απλώς φιλική; Πολλά -και τα περισσότερα αναπάντητα- ερωτήματα βασανίζουν κάθε σκεπτόμενο θεατή. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ότι το έργο είναι γραμμένο σε σεκάνς, οι οποίες αλλάζουν πολλές φορές απότομα και χωρίς νοηματική ή άλλη συνάφεια, διαρρηγνύοντας έτσι την σχέση ανάμεσα στο «όλον» και τα μέρη του.

    Κατά κάποιον τρόπο, αν θέλουμε να συνοψίσουμε τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα έργο γεμάτο ιδέες, οι οποίες όμως δεν εναρμονίστηκαν στις ειδικές συνθήκες, που καθιστούν ένα θεατρικό κείμενο «σωστό». Προσοχή! Όχι καλό ή κακό, που έχει να κάνει με αισθητικά πρότυπα, αλλά σωστό, που δείχνει την ορθότητα με την οποία έχει αποδοθεί η ιδέα. Αν, δηλαδή, ο δραματουργικός και δραματικός άξονας έχει παραθέσει όλες τις αναγκαίες για τον θεατή πληροφορίες. Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι αυτοί οι δύο άξονες ικανοποιούν την ανάγκη μου για μέθεξη στο συγκεκριμένο έργο.

    Έχοντας ως αφετηρία ένα κείμενο με αρκετές δυσκολίες, η σκηνοθεσία ακολουθεί. Όπως, λοιπόν, το κείμενο είναι αρκετά αφηρημένο, έτσι είναι και η σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Καπουτζίδης προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά εξαιτίας της απουσίας ρυθμού και του τρόπου γραφής (σεκάνς) δεν το καταφέρνει. Πιο πολύ δημιουργεί συνθέσεις ανά στιγμές, παρά ένα ενιαίο αποτέλεσμα και όλα αυτά σε έναν βασανιστικά αργό ρυθμό.

    Εναρμονισμένη με την σκηνοθετική ματιά ήταν η αισθητική τόσο του άρτιου σκηνικού της Μαίρης Τσαγκάρη, όσο και των όμορφων κοστουμιών της Κικής Γραμματικοπούλου.

    Ως προς τις ερμηνείες, σίγουρα ξεχωρίζει από όλες τις άλλες η ερμηνεία της Κατιάνας Μπαλανίκα. Τόσο λόγω της γραφής του ρόλου, όσο και του ότι είναι συνυφασμένη η ίδια με το να μας φέρνει το χαμόγελο στα χείλη, η κυρία Μπαλανίκα λειτουργεί σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης γέλιου στο κατά βάση καταθλιπτικό έργο. Βέβαια, δεν ξέρω αν ο κυνισμός του χιούμορ του χαρακτήρα της Μπαλανίκα εναρμονίζεται με το υπόλοιπο έργο, αλλά αυτό συμβαίνει... Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ανθή Σαββάκη, Μανώλης Κλωνάρης, Αποστόλης Ψαρρός, Ειρήνη Βαλατσού) ερμήνευσαν ικανοποιητικά τους ρόλους τους, με εξαίρεση τον Μιχάλη Συριόπουλο, ο οποίος άρθρωνε τον λόγο του σε έναν ακόμη πιο βασανιστικά αργό ρυθμό από αυτόν που κινούνταν η σκηνοθεσία.

    Κοντολογίς, πιστεύω ότι ο Γιώργος Καπουτζίδης σε μια προσπάθεια, συμπερίληψης πολλών κοινωνικών, φιλοσοφικών και μεταφυσικών ανησυχιών του, εκτροχιάστηκε καταλήγοντας σε μια αρκετά νωχελική (σε ορισμένα σημεία μελό) και μακρόσυρτη παρουσίαση των ιδεών του. Δυστυχώς, αν και είναι καταφανείς οι καλύτερες προθέσεις από μεριάς του δημιουργού, το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει.