Μετάφραση: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Δραματουργική επεξεργασία: Αργύρης Ξάφης, Ασπασία - Μαρία Αλεξίου (Δραματουργική επεξεργασία, δραματολόγος παράστασης)
Σκηνοθέτης: Αργύρης Ξάφης
Σκηνογραφία: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Χορογραφία: Χαρά Κότσαλη
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Ήμελλος (Οδυσσέας), Δέσποινα Κούρτη (Αθηνά), Τάσος Μικέλης (Ευρυσάκης), Γιάννης Νταλιάνης (Μενέλαος), Εύη Σαουλίδου (Τέκμησσα), Στάθης Σταμουλακάτος (Αίας), Χρίστος Στυλιανού (Τεύκρος), Νίκος Χατζόπουλος (Αγαμέμνων)
χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός
Παίζουν μουσική: (επί σκηνής) Μάνος Βεντούρας (κόρνο), Σπύρος Βέργης (τρομπόνι), Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα)
Σχετικά
26 Αυγούστου, Δημοτικό Θέατρο "Δημήτρης Κιντής"
1 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων
4 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα Παλαιό Ελαιουργείο
12 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους
20 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου
23-25 και 27-28 Σεπτεμβρίου, Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει στην Επίδαυρο τον εμβληματικό Αίαντα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη, σε μια παράσταση που αναδεικνύει τη μετωπική σύγκρουση δύο αντίθετων κόσμων.
Ο Αίας, ένας από τους γοητευτικότερους τραγικούς ήρωες πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει μια ολόκληρη εποχή για την ανθρωπότητα. Ο Σοφοκλής καταγράφει στον Αίαντα μια οριακή στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία. Τη στιγμή κατά την οποία ένας νέος κόσμος αναδύεται κι ένας παλιός κατακρημνίζεται, συμπαρασύροντας με θόρυβο τους παλιούς ήρωες και τα ιδανικά τους στην άβυσσο.
Τροία. Οι Έλληνες στρατιώτες πίστευαν πως εκστρατεύουν για δεκαπέντε μέρες, έχουν περάσει όμως δέκα χρόνια, δέκα βαρείς χειμώνες του πολέμου και είναι ακόμη εκεί. «Ὣς πότε γιὰ πάντα;» αναρωτιούνται οι ήρωες του Σοφοκλή, καθηλωμένοι σ’ αυτό το παγωμένο και αφιλόξενο περιβάλλον όπου ο χρόνος μοιάζει να μην κυλάει. Κι ανάμεσά τους, ο ένδοξος ήρωας και θρυλικός βασιλιάς της Σαλαμίνας: ο Αίας, ο γενναίος πολεμιστής. Όταν οι συμπολεμιστές του τού στερούν με δόλο τα όπλα του Αχιλλέα, την πιο μεγάλη αναγνώριση της πολεμικής του αρετής, ο Αίας δεν μπορεί να το δεχτεί, ούτε να το κατανοήσει. Ένας καινούριος κόσμος έχει αναδυθεί, στον οποίον εκείνος δεν χωρά: ο νέος αυτός κόσμος τιμά την διαλλακτικότητα και την ευστροφία του Οδυσσέα, αλλά αδιαφορεί για τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε ο Αίας.
«Αυτός ο πολύπλοκος ήρωας αντιπροσωπεύει έναν παλιό κόσμο που δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί και άρα δεν κατάφερε να επιβιώσει. Ο κόσμος του Αίαντα είναι ένα ρέον σύμπαν, μοντέλο ίσως του Ηρακλείτου, χωρίς την ανακούφιση όμως του φιλόσοφου περί συνέχειας των πραγμάτων. Σε αυτόν τον κόσμο ένα πράγμα είναι βέβαιο, η αβεβαιότητα. Καμία εξαίρεση από αυτόν τον νόμο. Ο Αίαντας βλέπει τον κόσμο όπως ακριβώς είναι και, αποφασίζοντας να πάει αντίθετα στη ροή του, γίνεται ο εαυτός του» σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Αναγνωρίζοντας στον πυρήνα του αριστουργήματος του Σοφοκλή έναν βαθύ στοχασμό πάνω στην έννοια του χρόνου, τα αναποδογυρίσματα και τις αντιστροφές του, ο Ξάφης πειραματίζεται δραματουργικά και σκηνικά με τις ποιότητές του. Χωρίς εισόδους και εξόδους, με όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής σε ένα παγωμένο σκηνικό τοπίο στη μέση του κατακαλόκαιρου, η σκηνοθεσία εμπνέεται από την ίδια την ψυχική κατάσταση του κεντρικού ήρωα για να μιλήσει για ένα τέλος εποχής αλλά και για την ίδια την αλλοπρόσαλλη και αδυσώπητη φύση του χρόνου.
Ιδωμένο μέσα από το προσωπικό πρίσμα ενός ήρωα που τον ξεπέρασε η ίδια του η εποχή, το αγεφύρωτο χάσμα που βλέπουμε να ανοίγει μπροστά στα μάτια μας, μοιάζει ακόμα πιο συνδεδεμένο με τη δική μας, σύγχρονη πραγματικότητα. Όσες χιλιετίες κι αν μας χωρίζουν από τον Αίαντα μπορούμε να αντιληφθούμε καλά την αδιαφορία του χρόνου μπροστά στις θνητές μας αγωνίες. Κάτω από τον έναστρο ουρανό της Επιδαύρου, εκεί που έχουν ακουστεί αμέτρητες φορές οι εκκλήσεις και τα μοιρολόγια των θνητών, θα αναρωτηθούμε αναπόφευκτα: πλησιάζουμε, άραγε, κι εμείς σε μια εποχή της ανθρωπότητας που δεν θα μας χωρά; Τα όσα παράλογα μας περιτριγυρίζουν μήπως σηματοδοτούν πως προσεγγίζουμε ταχύτατα μια εποχή κατά την οποία τα πράγματα δεν θα βγάζουν πια νόημα για εμάς; Κι, αν ναι, πόσο κοντά βρισκόμαστε στη στιγμή της σύγκρουσης; Πόσο απέχουμε απ’ αυτόν, τον νέο, άγνωστο κόσμο;
Η παράσταση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.
Με υπέρτιτλους στην ελληνική και αγγλική γλώσσα στις παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Εισιτήρια: ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΖΩΝΗ 50€ • ΖΩΝΗ Α΄ 45€ • ΖΩΝΗ Β΄ 25€/ ΜΑΘΗΤΙΚΟ (ΩΣ 18 ΕΤΩΝ) 13€ • ΑΜΕΑ 5€ • ΑΝΩ ΔΙΑΖΩΜΑ 20€, 15€, 10€ • ΑΝΕΡΓΩΝ 5€
ΕΚΠΤΩΤΙΚΑ ΠΑΚΕΤΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Α. Πακέτο 4 εισιτηρίων (ανά παράσταση):
Με την αγορά 4 εισιτηρίων σας προσφέρουμε το 1 δωρεάν
Η προσφορά ισχύει για Β ΖΩΝΗ και ΑΝΩ ΔΙΑΖΩΜΑ
Β. Πακέτο 2 παραστάσεων:
Παρακολουθείστε και τις 2 καλοκαιρινές παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου (Μήδεια/Αίας) με έκπτωση έως 30%.
Εφόσον επιλέξετε να αγοράσετε εισιτήριο της ίδιας ζώνης και για τις 2 παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου (Μήδεια/Αίας), οι τιμές διαμορφώνονται ως εξής:
ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΖΩΝΗ: 40€ • ΖΩΝΗ Α΄:35€ • ΖΩΝΗ Β:20€• ΑΝΩ ΔΙΑΖΩΜΑ Γ ΖΩΝΗ:15€ • ΑΝΩ ΔΙΑΖΩΜΑ Δ ΖΩΝΗ 10€
Σημειώσεις:
Προκειμένου να εξασφαλίσετε τις θέσεις σας από τα πακέτα προσφορών, ακολουθείτε μία από τις δύο διαδικασίες που περιγράφονται στη συνέχεια:
Α. Ηλεκτρονικά με αποστολή e-mail με το αίτημά σας στο [email protected] με τα εξής στοιχεία: πακέτο που σας ενδιαφέρει-παράσταση-ημερομηνία-ονοματεπώνυμο-τηλέφωνο-email.
Στη συνέχεια, λαμβάνετε link για την εξόφληση και προχωράτε τη διαδικασία αγοράς σύμφωνα με τις οδηγίες.
Σημειώνεται ότι με την παραπάνω διαδικασία δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής θέσεων αλλά αποστέλλονται οι καλύτερες δυνατές θέσεις που είναι διαθέσιμες την ώρα της αγοράς.
Β. Αγορά σε φυσικά καταστήματα
Κεντρικά εκδοτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου) και στα καταστήματα Public.
Οι προσφορές δεν λειτουργούν συνδυαστικά.
Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/theater/aias-tou-sofokli/
Από τον Ιωάννη Λάζιο
Βρεθήκαμε στην Επίδαυρο και είδαμε την παράσταση «Αίας» του Σοφοκλή, την παλαιότερη τραγωδία του, γραμμένη στο προανάκρουσμα του πελοποννησιακού πολέμου. Αποτελεί την ομηρικότερη τραγωδία του, επειδή αντλεί τη θεματολογία της από τον Τρωικό κύκλο, αντί του Θηβαϊκού, με τον οποίο συνδέουμε συχνότερα τον ποιητή. Η παράσταση αυτή είναι το γέννημα της πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας του Αργύρη Ξάφη, στην Επίδαυρο.
Καταρχάς, σε μια προσπάθεια σκηνοθετικής πρωτοπορίας, ο Αργύρης Ξάφης, αντέστρεψε την κλασσική δομή «διπτύχου», με τον θεατή να παρακολουθεί πρώτα τον αγώνα για την ταφή του ήρωα και αναδρομικά την πορεία προς τον θάνατό του. Δυστυχώς, αυτή του η σύλληψη δεν προσέφερε τίποτα καινοφανές δραματουργικά. Ίσως, μόνο, την υπέροχη έναρξη της Εύης Σαουλίδου στον ρόλο της Τέκμησσας, για την οποία όμως θα μιλήσουμε παρακάτω.
Η προσθήκη των χάλκινων οργάνων ανήκει στα θετικά στοιχεία της παράστασης, με την μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και τους επί σκηνής μουσικούς (Μάνος Βεντούρας, Σπύρος Βέργης, Στέφανος-Σπυρίδων Δαφνής, Μενέλαος Μωραΐτης), καθώς προσέδωσε την ατμόσφαιρα της νεκρικής πομπής, η οποία όμως παρασύρθηκε από την φαιδρή ατμόσφαιρα και αφομοίωσε κωμικά στοιχεία.
Ενδιαφέρον παρουσίαζε και η σκηνογραφική προσέγγιση της Μαρίας Πανουργιά. Το ψυχρό σκηνικό με το σφαγείο στο βάθος, εμπλουτισμένο με τον φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου, που κινήθηκε σε ασφαλή πλαίσια, προσέδωσε υποβλητικότητα δραματουργικά, τόσο με τις υπόκωφες φωνές των ηθοποιών, όσο και με την ένταξή τους στο σκηνικό υπό μορφή σφαγμένων ζώων. Και αυτό το σημείο αποτελεί και το τέλος της εμπνευσμένης σκηνοθεσίας, καθώς ακολούθησε ένα μπέρδεμα ασυντόνιστων διαθέσεων.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι ένα ψηφιδωτό και ο σκηνοθέτης είναι ο τεχνίτης που τοποθετεί τις ψηφίδες. Δυστυχώς, ο Αργύρης Ξάφης μάλλον τις ανακάτεψε σε μια υπερβολική προσπάθεια διαφοροποίησης.
Οι παραφωνίες στο ενδυματολογικό κομμάτι, της Ιωάννας Τσάμη, που κλόνισαν υπέρμετρα την ήδη εύθραυστη αρμονία των μερών, καταμαρτυρούν τον ασύνδετο χαρακτήρα της παράστασης. Κιτς και αλλόκοτα ρούχα και κοσμήματα έντυσαν τους ηθοποιούς: από παλτό με γούνες και συνθετικές κάπες έως τα λευκά κοστούμια του χορού. Ακόμη μία παραφωνία ήταν οι αψυχολόγητες περιστροφικές κινήσεις ενός ηθοποιού, μέλος του χορού σε μια προσπάθεια σωματοποιημένης έκφρασης του θρήνου. Χωρίς σαφή στόχευση κρίνονται και οι διαρκείς πτώσεις του χορού στο έδαφος, πράγμα το οποίο αποτελεί, βέβαια, μια δημοφιλή τεχνική στην μοντέρνα σκηνοθεσία, που σπανίως όμως βγάζει νόημα. Ποιο το νόημά τους εν προκειμένω και ποια η σκοπιμότητα αυτών;
Το πιο εμφανές σημείο χαώδους και ασυντόνιστης παράλληλης πραγματικότητας είναι ο λόγος του έργου σε συνάρτηση με το σκηνοθετικό του ύφος. Το κείμενο σε μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου είναι γραμμένο σε «υψηλή» γλώσσα, που προϋποθέτει την καλλιέργεια για την κατανόησή του, καθώς απευθύνεται σε ένα πιο πεπαιδευμένο κοινό. Ενώ το θέαμα, σε πλήρη αντίστιξη με τον λόγο, ήταν πεζό και πολλές φορές σκοπίμως φαιδρό. Είναι εμφανές ότι η επιλογή της μετάφρασης δεν έγινε για την συνθετότητα που προσδίδει, αλλά χάριν εντυπωσιασμού και αυτό είναι κάτι που δεν συγχωρείται εύκολα. Με άλλα λόγια, εντυπωσιασμός είναι η προσπάθεια χρήσης μεθόδων που θα αποσοβήσουν τον κίνδυνο ο θεατής να εστιάσει στο θέαμα, αλλά επιδιώκουν να σαστίσει, ακούγοντας ένα κείμενο που - πολλές φορές- δεν κατανοεί, και ψυχολογικά να παρασυρθεί, πιστεύοντας ότι και το θέαμα είναι πέραν του πεδίου της αντίληψής του και, έτσι, να μην μπορέσει να το κρίνει.
Ο χορός (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός) βάδιζε αμήχανος και ασύνδετος στη σκηνή. Η σκηνοθετική του κατεύθυνση ήταν απούσα. Τα χορικά μέρη, λόγω της μεγάλης διάρκειας τους, απομακρύνονταν από τον σκηνοθετικό στόχο τους, δηλαδή την δημιουργία υποβλητικής ατμόσφαιρας.
Αναφορικά με τις ερμηνείες, αξιοσημείωτη είναι αυτή της Εύης Σαουλίδου. Η εξαιρετική άρθρωση, η άμεση απεύθυνση, η υψηλή εκφραστικότητα της φωνής της, την ξεχώρισε από τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου.
Το σύντομο πέρασμα του Δημήτρη Ήμελλου χαρακτηρίστηκε από μια μάλλον ελαφρά απόδοση του Οδυσσέα, που συνοδευόταν από φωνητικές αστάθειες και προβληματική άρθρωση.
Η Δέσποινα Κούρτη στον ρόλο της θεάς Αθήνας έκανε ό, τι μπορούσε, εγκλωβισμένη στην απόδοση της Παλλάδας ως «μάγκα», μία απόδοση ατυχής δεδομένου του ότι στο έργο του «θεοφιλούς» και ιδιαίτερα ευσεβούς Σοφοκλή, η ενανθρωπισμένη θεϊκή εμφάνιση επί σκηνής είναι αισχύλειο κατάλοιπο, που εμφανίζεται άπαξ στον «Αίαντα». Με την μοναδική αυτή εμφάνιση δεν συνάδει μια τέτοια αντιμετώπιση για τους όρους του Σοφοκλή.
Οι Ατρείδες Αγαμέμνονας (Νίκος Χατζόπουλος) και ο Μενέλαος (Γιάννης Νταλιάνης) παραδόθηκαν πλήρως στην φωνητική και κινησιολογική εξτραβαγκάντσα τους.
Ο Τεύκρος (Χρίστος Στυλιανού) αναλώθηκε ερμηνευτικά σε κραυγές, χωρίς ερμηνευτικό βάθος.
Ο Αίας αποδόθηκε από τον Στάθη Σταμουλακάτο, σε μία μάλλον επιδερμική προσέγγιση του Σαλαμίνιου ήρωα, χωρίς να εισδύσει στην ταραγμένη του ψυχοσύνθεση και σίγουρα δεν άγγιξε την μανιώδη υπόστασή του.
Κοντολογίς, ο καλλιτεχνικός μιθριδατισμός στο δραματουργικό είδος της τραγωδίας, που βιώνει η χώρα μας, έχει καταντήσει να είναι ο πλέον σκανδαλώδης. Ειδικά όταν αυτό συμβαίνει από το θέατρο που έχει την υποχρέωση της ποιοτικής διαφοροποίησης, που θα ωθεί την κοινωνική ανύψωση μέσω της διαμόρφωσης συλλογικού ήθους και καλλιέργειας. Ξέρουμε ότι μπορεί να γίνει πολύ παραπάνω από αυτό που είναι και περιμένουμε εναγωνίως αυτή τη στιγμή. Μέχρι τότε αναμονή...