Αντιγόνη

Αρχείο Παίχτηκε από 15/10/2022 έως 27/11/2022
στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - Υπόγειο

2ος Χρόνος παραστάσεων
Διάρκεια: 110'
Συγγραφέας: Ζαν Ανούιγ
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Δραματουργική επεξεργασία: Μαρία Πρωτόπαππα
Σκηνοθέτης: Μαρία Πρωτόπαππα
Σκηνογραφία: Εύα Νάθενα
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Λόλεκ
Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη
Ερμηνεύουν: Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Τσορτέκης, Δημήτρης Μαμιός, Δημήτρης Μαργαρίτης, η Μαρία Πρωτόπαππα, Ηλέκτρα Μπαρούτα

Περιγραφή

Μετά το πρώτο ανέβασμα στο Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης, η Μάρια Πρωτόπαππα προσεγγίζει σκηνοθετικά και ερμηνευτικά εκ νέου την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ, σε μια παράσταση που εξελίσσει ακόμα περισσότερο την αρχική ματιά της σκηνοθέτιδος. Αναλαμβάνοντας να αρθρώσει η ίδια το μεγαλύτερο μέρος των λόγων της Αντιγόνης, η σκηνοθέτις επιχειρεί ένα σχόλιο ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο της ύπαρξης της ηρωίδας. Υπάρχει η Αντιγόνη και κατά πόσο είναι αληθινή η επιθυμία-ανάγκη που τη γεννά;

Περισσότερα

Η Αντιγόνη ως μυθικό πρόσωπο θέτει ένα γοητευτικό αίνιγμα ανά τους αιώνες. Τι την ωθεί να συγκρουστεί με την εξουσία; Η σύγκρουση αυτή δικαιολογεί τη θυσία της ζωής της; Υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά στον Κρέοντα με τον οποίο αντιπαρατίθεται;

Πρώτος ο Σοφοκλής μετέφερε τον μύθο της στη θεατρική σκηνή το 441 π.Χ. και ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ανούιγ τον μετέπλασε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Από το 1944 και μετά, oπότε και ανέβηκε πρώτη φορά η «Αντιγόνη» του Ανούιγ, έχει παρουσιαστεί σε θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας πάντα έντονες συζητήσεις. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1946-1947 στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με την Έλλη Λαμπέτη στον ομώνυμο ρόλο. Έτσι, το έργο που έφερε στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν επιστρέφει στο θέατρο που το ανέδειξε, σηματοδοτώντας παράλληλα τα 80 χρόνια από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης (1942-2022).

Ο Κρέοντας με νόμο απαγορεύει την ταφή του αδελφού της Αντιγόνης Πολυνείκη γιατί κινήθηκε με στρατό ενάντια στην πόλη των προγόνων του και τον αδελφό του Ετεοκλή. Η Αντιγόνη θα εναντιωθεί σε αυτήν τη διαταγή. H Αντιγόνη αντι-μιλά στον Κρέοντα και η δύναμη της εκφοράς των λέξεων, η εν δυνάμει ικανότητά τους να διαμορφώνουν ή και να εκλαμβάνονται ως πραγματικότητες είναι η βασική διεκδίκηση αυτής της ανάγνωσης πάνω στην Αντιγόνη.

Σημείωμα της σκηνοθέτιδος

Σε ακραίες καταστάσεις της Ιστορίας, σαν αυτή που ζούμε τώρα, κατά τις οποίες συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές, των οποίων την επίγνωση ΔΕΝ μπορούμε να έχουμε πριν ολοκληρωθούν, σε αυτά τα Απότομα Περάσματα - Μεταλλάξεις του ιστορικού ανθρώπου, το πλαίσιο και η ανάγκη για το Συλλογικό ΣΥΝΘΛΙΒΟΥΝ τα άτομα, αλλά και το δημόσιο χαρακτήρα τους. Περνάμε απότομα στον καθηλωμένο τεχνολογικά, πολιτικά άνθρωπο, που ενώ απολαμβάνει δημόσιο λόγο, τον στερείται, όπως στερείται δημοκρατίας και ελέγχου του εαυτού και του βίου του. Πόσω δε μάλλον των ατομικών ελευθεριών και της ιδιωτικότητάς του, την στιγμή που 'ηθελημένα' βρίσκεται εκτεθειμένος μαζί με όλους, στα μάτια όλων.

Οι μύθοι είναι ιστορίες που οι άνθρωποι διηγούνται ή ακούνε, μέσω των οποίων κάθε κοινωνία προσπαθεί να καταλάβει πώς είναι φτιαγμένη, τις σχέσεις της με τον εξωτερικό κόσμο και τη θέση του ανθρώπου στο σύνολο του σύμπαντος. Η αξία τους προέρχεται από το ότι τα γεγονότα, που υποτίθεται ότι εξελίχθηκαν σε μια δεδομένη στιγμή στο μακρινό παρελθόν, συγκροτούν μια δομή αναλλοίωτη στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον (Claude Lévi-Strauss).

Ο Ανούιγ καλεί τους θεατές να σκεφτούν πάνω στο νόηµα της ζωής και να αρνηθούν κάθε µορφή συµβιβασµού. Ανήκει στα έργα του Pieces noires (Μαύρα Έργα), που ήταν γεµάτα ειρωνεία και σαρκασµό. Είχε βρει τρόπο να γελάει µε την κακοτυχία: «Τα έργα µου είναι περισσότερο Μολιερικά. Χάρη στον Μολιέρο, το Γαλλικό θέατρο δεν είναι ζοφερό. Γελάµε, όπως οι φαντάροι στον πόλεµο, µε την µιζέρια και τον τρόµο µας».

Αν ήταν εύκολο να αποφασίσουμε ποια πλευρά έχει με το μέρος της το δίκαιο ή το άδικο δεν θα μιλούσαμε για τραγωδία. Η αξία της δεν έγκειται στη σύγκρουση του καλού με το κακό, της αθωότητας με την ενοχή, αλλά σε μια αντιπαράθεση ηθικών αρχών και πολιτικών θέσεων στην οποία είναι δύσκολο ο μέσος άνθρωπος να πάρει σαφή θέση. Στο ερώτημα: Αξίζει τον κόπο η θυσία της; Τα έργα του Σοφοκλή και του Ανούιγ δεν δίνουν οριστική και αδιαπραγμάτευτη απάντηση.

Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος
Βοηθός Ενδυματολόγου: Έλσα Γκόγκογλου
Φωτογραφίες: Ρούλα Ρέβη
Μακιγιάζ φωτογράφισης: Σίσσυ Πετροπούλου
Κοσμήματα φωτογράφισης: Noilence
Video-trailer παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Σχεδιασμός αφίσας: Γιάννης Σταματόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη
Εκτέλεση Παραγωγής: Kart Productions-Μαρία Ξανθοπουλίδου

Παραγωγή: Kart Productions σε συμπαραγωγή με την OLYMPIA CULTURE και το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν

H παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Φωτογραφίες

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από την Υπ. Διδάκτωρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς

    Η Αντιγόνη (1942) πρόκειται για ένα έργο του Ζαν Ανούιγ, εμπνευσμένο απολύτως από το διαχρονικό μύθο του Σοφοκλή που γράφτηκε στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής στη Γαλλία και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1944. Ο συγγραφέας μέσω των αναχρονισμών, της σύντηξης του σύγχρονου με το αρχαίο στοιχείο, της λιτής, σκληρής και καθομιλουμένης γλώσσας επιχειρεί να ερμηνεύσει και να σχολιάσει την κοινωνία της εποχής του.

    Η σκηνοθετική προσέγγιση της Μαρία Πρωτόπαππα χαρακτηρίζεται καθόλη τη διάρκεια της παράστασης από στατικό χαρακτήρα, απουσία διάδρασης και πρέπουσα ακινησία μεταξύ των ηθοποιών, συνθήκη που παρέπεμπε σε πρόβα, κατά την οποία η σκηνοθέτρια παρέμβαινε, διάβαζε σκηνικές οδηγίες, προσπερνούσε εν τάχει κάποιες σκηνές κ.λπ.. Η σκηνοθέτις έχοντας στην κατοχή της το κείμενο από την μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη και έχοντας η ίδια αναλάβει την δραματουργική επεξεργασία του, εστίασε στον λόγο, ο οποίος διατήρησε και υπογράμμισε ξεκάθαρα τα σημαίνοντά του και αποτέλεσε τον συγκινησιακό δεσμό με την παράσταση. Το άρτιο αποτέλεσμα προέκυψε άμεσα από τη δράση και τα λόγια των ηθοποιών αλλά και έμμεσα μέσω των εικόνων, των ρυθμών και της συνολικής ατμοσφαιρικής εκφραστικότητας. Αξιοσημείωτο ήταν και το εύρημα της νοηματικής γλώσσας -που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην αρχή-, και που συνόδευε το κείμενο μέχρι την Τρίτη περίπου σκηνή‧ σταδιακά περιοριζόταν όσο εκτυλίσσονταν η δράση και εν τέλει εγκαταλείφθηκε (?) .

    Η σκηνή του θεάτρου Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη μεταμορφώθηκε σε ένα ολόλευκο σκηνικό απροσδιορίστου τόπου και χρόνου με το βάθος της σκηνής καλύπτεται εξίσου με λευκά ξύλινα τοιχία (Εύα Νάθενα). Μπροστά από αυτά βρισκόταν τοποθετημένες μετωπικά στην πλατεία λευκές διαφορετικές καρέκλες. Εμφανίζονται έξι πρόσωπα που κάθονται σε αυτές, ενώ μπροστά τους οποίες κείτονται λευκές θήκες πτωμάτων. Σε αυτό το σκηνικό εκτυλίχθηκε η δράση απαλλαγμένη από χορικά και στάσιμα και αποτελούμενη από οκτώ σκηνές/ επεισόδια. Η αλλαγή των σκηνών του έργου αναγγέλλονταν από τον αφηγητή ή από τη σκηνοθέτιδα, που καθόταν άλλοτε μέσα στην πλατεία κι άλλοτε ανάμεσα στους θεατές. Τα κοστούμια (Εύα Νάθενα) ήταν απλά, σύγχρονα και καθημερινά σε σκούρους γκρι και μαύρους τόνους. Η ελάχιστη μουσική υπόκρουση (Λόλεκ), καθώς και οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα) συνέβαλαν θετικά στην εξέλιξη της δράσης.

    Η επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών ήταν αξιοσημείωτη, παρόλο που στις περισσότερες σκηνές δεν υπήρχε οπτική επαφή μεταξύ τους. Η Μαρία Πρωτόπαππα ερμηνεύει εξαιρετικά και χωρίς υπερβολές τους χαρακτήρες άλλοτε της Τροφού, άλλοτε της άτολμης και νομοταγούς Ισμήνης και της ανεξάρτητης, επαναστατικής και αυτοδύναμης Αντιγόνης και άλλοτε του ρόλου της σκηνοθέτιδας -και στο έργο- που καθοδηγεί την ομάδα ή αφηγείται την ιστορία. Η Ηλέκτρα Μπαρούτα ενσαρκώνει με φυσικότητα και μέτρο την απείθαρχη, αυθόρμητη και γενναία Αντιγόνη που αντιμάχεται των επιβεβλημένων αποφάσεων του Βασιλιά.

    Ο Γιάννης Τσορτέκης μετουσίωσε τον κυνικό, αυταρχικό και απόλυτο Κρέοντα, βασιλέα των Θηβών και θείο της Αντιγόνης. Αν και σε γενικές γραμμές ακολούθησε τη μετωπική σκηνοθετική γραμμή υπήρξαν σημεία που ξεπέρασε το «όριο» μέσω του αχαλίνωτου πάθους του, της στεντόρειας φωνής του και των σπασμωδικών κινήσεών του με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετεί την απόδοση του κειμένου. Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία του θα έπρεπε να περιοριστεί σε πιο ομαλούς και ήπιους τόνους εναρμονισμένους με αυτών των υπολοίπων συντελεστών επί σκηνής, καθώς όντας το μοναδικό πρόσωπο με περισσότερη δυνατότητα κίνησης επί σκηνής δεν έπρεπε να διογκωθεί σε αυτόν το σημείο. Ο Χρήστος Στέργιογλου, ο μοναδικός ηθοποιός που είναι ντυμένος στα λευκά, στο ρόλο του Χορού ήταν εκφραστικότατος. Ανέλαβε να προλογίσει και να εξηγήσει το έργο του Ζαν Ανούιγ με έναν ειρωνικό χαρακτήρα που άγγιζε ενίοτε τα όρια του κωμικού.

    Ο Δημήτρης Μαμιός ενσάρκωσε σε χαμηλούς τόνους τον Αίμονα που εκπροσωπεί την κοινή γνώμη, την αμφίδρομη επικοινωνία και την πολυφωνία. Η υλικότητα του ρόλου του εκφράστηκε μέσω της εκφραστικότητάς του στην ένταση, στη δυναμική, στη ενέργεια της φωνής και στις περιορισμένες κινήσεις του. Τέλος, αξιόλογος ήταν και ο Δημήτρης Μαργαρίτης ως Φρουρός.

    Η απολύτως φορμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση της Μαρίας Πρωτόπαππα ανέδειξε τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές και ψυχολογικές ανησυχίες του Ζαν Ανούιγ. Μέσω της γενικότερης στατικότητας και της ανάπλασης ενός χειρονομιακού κώδικα αφενός έτεινε τόσο τους ηθοποιούς όσο και τους θεατές να αντιληφθούν τις λέξεις σαν οντότητες μέσα στον χώρο αφετέρου υπογράμμισε τη μεταβλητότητα και τη παροντικότητα των ανθρωπίνων πράξεων, για τις οποίες υπεύθυνη και μόνο αποτελεί η ελευθερία του ατόμου.