Διάρκεια: 90'
Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης
Σκηνοθέτης: Θανάσης Χαλκιάς
Ερμηνεύουν: Γιάννης Ιωάννου, Μάγδα Κόρπη, Σεβίνα Μαραγκού, Γιώργος Σύρμας
Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης
Σκηνοθέτης: Θανάσης Χαλκιάς
Ερμηνεύουν: Γιάννης Ιωάννου, Μάγδα Κόρπη, Σεβίνα Μαραγκού, Γιώργος Σύρμας
Περιγραφή
Στη σημερινή κοινωνία της κατανάλωσης προκατασκευασμένων ονείρων, ο αναστοχασμός πάνω στην έννοια «ονειρεύομαι» είναι, όχι απλά χρήσιμος, αλλά ζωτικά απαραίτητος. Το εντυπωσιακά επίκαιρο Καλιφόρνια ντρίμιν, που διαποτίζεται απ’ το ιδιαίτερα αιχμηρό χιούμορ του Βασίλη Κατσικονούρη έχει όλα τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας, αλλά όχι μόνο.
Περισσότερα
Δύο κορίτσια και δύο αγόρια - ναυαγοί της ελπίδας - πιάνονται απ’ την πρώτη σανίδα ονείρου, που θα βρουν μπροστά τους για να σωθούν. Δεν ξέρουν κολύμπι. Κανείς δεν τους έμαθε πώς να ζουν. Οι γονείς τους είναι «αδικαιολογήτως απόντες» μέσα στο πέλαγος που τους κληροδότησαν.
Οι τέσσερις νέοι παρασύρονται σε περιπέτειες, που ενώ προκαλούν το γέλιο, αφήνουν ωστόσο μία πικρή επίγευση. Ποια ακτή τους περιμένει άραγε; Στην παράσταση στο θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις, συνταξιδεύουμε με τα παιδιά αυτά, μέσα στα όνειρά τους, επιχειρώντας ουσιαστικά να επαναπροσδιορίσουμε τα δικά μας όνειρα.
Οι τέσσερις νέοι παρασύρονται σε περιπέτειες, που ενώ προκαλούν το γέλιο, αφήνουν ωστόσο μία πικρή επίγευση. Ποια ακτή τους περιμένει άραγε; Στην παράσταση στο θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις, συνταξιδεύουμε με τα παιδιά αυτά, μέσα στα όνειρά τους, επιχειρώντας ουσιαστικά να επαναπροσδιορίσουμε τα δικά μας όνειρα.
Σκηνοθεσία: Θανάσης Χαλκιάς
Επιμέλεια σκηνικών-κοστουμιών: Γεωργία Μπούρδα
Πρωτότυπη μουσική, επιμέλεια μουσικής: Κώστας Βόμβολος
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ραφαέλα Ακαμωτάκη, Ειρήνη Οικονομίδου
Σχεδιασμός αφίσας: Γιάννης Κατσάνος
Φωτογραφίες-teaser: Αλέξανδρος Κόρπης
Δημόσιες Σχέσεις / Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Από τον Κωνσταντίνο Πλατή.
Το θέατρο ως γνωστόν δεν είναι υπόθεση ενός μόνο ανθρώπου. Εν αρχή βέβαια το κείμενο αλλά όταν ο συγγραφέας του έργου γράψει τη λέξη «Τέλος», τότε η παράσταση βρίσκεται μόλις στην αρχή της και περιμένει αυτόν που θα «κοιτάξει» το έργο και θα γίνει το συγκοινωνούν δοχείο, με απαραίτητο εργαλείο του πάντα τους ηθοποιούς, έτσι ώστε οι βασικοί αυτοί και όχι μόνο συντελεστές , να παρουσιάσουν στο κοινό αυτό που ίσως ούτε ο αρχικός του εμπνευστής είχε φανταστεί. Αυτή η παράσταση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που προανέφερα.
Το έργο το είχα ξαναδεί στο παρελθόν και δεν μπορώ να πω ότι μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον ούτε και περίμενα ότι αυτό θα συνέβαινε κάποια στιγμή στο μέλλον. Ήμουν λοιπόν αρνητικά προκατειλημμένος από την αρχή και περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση παρατηρούσα τους ηθοποιούς που ήταν ήδη μέσα στη σκηνή. Όλα ήταν εναντίον τους αλλά έδειχναν και οι τέσσερις αρκετά σίγουροι για το εγχείρημα αυτό και σε συνδυασμό με το σκηνικό που δεν ήταν ρεαλιστικό προς στιγμή αναρωτήθηκα μήπως θα έβλεπα κάποιο άλλο έργο.
Και ξαφνικά ακούγεται ένας ήχος από αυτούς που συνοδεύουν τα καρτούν όταν τους έρχεται κάποια ιδέα στο μυαλό και η παράσταση αρχίζει. Και μαζί ξεκίνησε και ο «έρωτας με τη δεύτερη ματιά» για το έργο που αρχικά «πέρασε» από μπροστά μου απαρατήρητο.
Ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω αν όλα αυτά που είδα τα ονειρεύτηκα ή αν υπήρχαν όντως στη σκηνή. Γιατί εγώ είδα τέσσερις νέους μέσα σε τέσσερις τοίχους να προσπαθούν να ισορροπήσουν πάνω σε ένα όχι και τόσο σταθερό «έδαφος», κάνοντας όνειρα που πάντα μένουν όνειρα, αντικρίζοντας την πραγματικότητα πίσω από ένα δίχτυ ασφαλείας, που μετατρέπεται όμως σε δίχτυ αράχνης και τους εγκλωβίζει για πάντα μέσα του. Είδα γονείς-αράχνες, να υφαίνουν τον ιστό και τα όνειρα να γίνονται εφιάλτες σε ένα ταξίδι που δεν φτάνεις ποτέ στον τελικό προορισμό. Και έγιναν δικά μου τα όνειρα και δικοί μου οι εφιάλτες.
Οι εναλλαγές του κωμικού στοιχείου με το δραματικό είναι «ρυθμισμένες» από τον Θανάση Χαλκιά με χειρουργική ακρίβεια και καταφέρνει να κάνει το έργο διακειμενικό καθώς μέσα από τις φαινομενικά ανούσιες νεανικές αναζητήσεις, «αναδύονται» νοήματα που παραπέμπουν σε έργα όπως το «Περιμένοντας το Γκοντό» . Τα διαδραστικό στοιχείο είναι επίσης εξαιρετικά εφαρμοσμένο σε σημείο που το κοινό δημιουργεί μέρος του σκηνικού εφέ με απόλυτη συνάφεια στο έργο.
Το σκηνικό από τη Γεωργία Μπούρδα είναι από τα καλύτερα που έχω δει στο θέατρο αφού συνέλαβε και κατάφερε να ενσωματώσει σε αυτό την πεμπτουσία του έργου.
Ο Γιάννης Ιωάννου και ο Γιώργος Σύρμας συνθέτουν εξαρχής ένα εξαιρετικό δίδυμο που όπως προείπα παραπέμπει σε Βλαντιμίρ και Εστραγκόν στη νεοελληνική τους εκδοχή.
Η Μάγδα Κόρπη ευτύχησε να έχει «αβανταδόρικο» ρόλο και τον εκμεταλλεύτηκε πολύ σωστά χαρίζοντας εξαιρετικές κωμικές στιγμές στους θεατές .
Η Σεβίνα Μαραγκού ήταν επίσης πολύ καλή και συνέβαλε και αυτή σε αυτό το επιτυχημένο εγχείρημα.
Η εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Κώστα Βόμβολου εναρμονίστηκε πλήρως στο ύφος του έργου.
Οι φωτισμοί από την Ελίζα Αλεξανδροπούλου ακολούθησαν τη ροή των σκηνών και χρωμάτισαν τεχνηέντως τις συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές.
Και αφού δεν ήθελα να τελειώσει η παράσταση, όταν γύρισα σπίτι κάθισα και ξαναδιάβασα από την αρχή το έργο και -δεν ξέρω πείτε μου αν συμβαίνει σε όλους το ίδιο- στο τέλος του βρήκα ακόμη λίγο από αυτό το υπέροχο όνειρο, λίγο καιρό μετά το Καλιφόρνια Ντρίμιν… μήπως ονειρεύομαι ακόμα;