Κάποιος να με προσέχει

Αρχείο Παίχτηκε από 11/11/2022 έως 04/12/2022
στο Αυλαία (Θεσσαλονίκη)
Κείμενο: Frank McGuinness
Μετάφραση: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνοθέτης: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνογραφία: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Μαίρη Τσαγκάρη
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική: Αθανασία Καραγιαννοπούλου (επιμέλεια)
Ερμηνεύουν: Αντίνοος Αλμπάνης, Δημήτρης Μάριζας, Πήτερ Ραντλ

Περιγραφή

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το συναρπαστικό έργο του Frank McGuinness Κάποιος να με προσέχει (Someone who'll watch over me), παρουσιάζεται από 11 Νοεμβρίου 2022, στη Θεσσαλονίκη, σε παραγωγή του Θεάτρου Αυλαία και το Φεβρουάριο του 2023, στην Αθήνα, στο Θέατρο Ιλίσια, σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Ερμηνεύουν ο Αντίνοος Αλμπάνης, ο Δημήτρης Μάριζας και ο Πήτερ Ράντλ.

Περισσότερα

«Ήταν ένας Άγγλος, ένας Ιρλανδός και ένας Αμερικανός σ' ένα κελί στο Λίβανο. Τι; Το ξέρετε; Όχι ε;... Λοιπόν. Όλοι μπορούν να φανταστούν γιατί είχαν βρεθεί σ' αυτό το κελί αλλά κανένας, εκτός από αυτούς τους τρεις, δεν μπορεί να φανταστεί γιατί είχαν βρεθεί στο Λίβανο…»

Το έργο, βασισμένο στην αληθινή ιστορία, μιλά για τρεις ομήρους (έναν Άγγλο, έναν Ιρλανδό κι έναν Αμερικανό) που είναι έγκλειστοι σ' ένα κελί στο Λίβανο, υπό το άγρυπνο βλέμμα των τρομοκρατών – απαγωγέων τους. Η προσπάθειά τους ν' αντέξουν τις κακουχίες και την αγωνία του θανάτου εκδηλώνεται με δαιμονικό χιούμορ ή «παιχνίδια» διαφυγής. Μέσα από συγκρούσεις ή συναισθηματικές εξάρσεις, οι τρεις τους θα αγαπήσουν ο ένας τον άλλο και θα δεθούν με ισχυρότερα δεσμά και από τις αλυσίδες που τους κρατούν.

«Θέλω το έργο μου να μιλήσει για το πώς τα ανθρώπινα όντα αντέχουν κάτω από φριχτές συνθήκες», λέει ο Φρανκ Μακγκίνες στο πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στο Λονδίνο. «Αν και αληθινά τραυματικές και απειλητικές για τη ζωή τους, οι συνθήκες αυτές μπορούν να γίνουν κατανοητές ως προς τη φύση του κτήνους... Ήθελα να είναι ένα έργο για το "εδώ και τώρα" αυτών των τριών ανθρώπων, για το πώς επιβιώνουν, ποιες είναι οι οδοί διαφυγής τους. Μια πολύ βαθειά αγάπη εξελίσσεται ανάμεσα στους τρεις άντρες. Μια αγάπη που δεν τους τρομάζει και δεν θέλουν να την αποφύγουν. Καθώς είναι καρφωμένοι στο πάτωμα και φυλακισμένοι, η εξάρτηση μεταξύ τους εντείνεται και η απώλεια του ενός θα γίνει απόλυτα τρομαχτική για τον άλλον.»

Η ιστορία μιλά για τον φόβο και την ταυτότητα, διαλύει τα σύνορα των φύλων και περιγράφει προσεχτικά το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και πώς μπορείς να επιβιώσεις μέσα από μια αδιανόητα τραυματική ταλαιπωρία.

Το Κάποιος να με προσέχει διαδραματίζεται στο Λίβανο, την εποχή που τρομοκράτες και επαναστατικές ομάδες έκαναν τυχαίες και αιφνίδιες απαγωγές. Στην έναρξη του έργου βλέπουμε τον Ιρλανδό (Αντίνοος Αλμπάνης) και τον Αμερικανό (Πήτερ Ραντλ) στο κελί και αργότερα φέρνουν και τον Άγγλο (Δημήτρης Μάριζας). Ο Frank McGuinness περιγράφει τους μηχανισμούς που υιοθετούν για να αντέξουν την πλήξη του ατέρμονου εγκλωβισμού τους, τη φιλία και την εξάρτηση που αναπτύσσεται μεταξύ τους, τον τρόπο που και οι τρεις συμπεριφέρονται σαν μητέρα και πατέρας μαζί για τους άλλους, καθώς και τη συνταραχτική πραγματικότητα όταν ο αναπόφευκτος χωρισμός θα έρθει.

Το έργο ανήκει στην εποχή μας: Μια εποχή εξεγέρσεων, τρομοκρατίας αλλά και επαναπροσδιορισμού της ανδρικής συμπεριφοράς. Είναι μια ιστορία για κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν από πρώτο χέρι, αλλά μιλά για όσα έχουν όλοι οι άνθρωποι στην καρδιά τους.

Αθανασία Καραγιαννοπούλου

Παραγωγή: Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ
Επικοινωνία: Γιάννης Δαλάκας

Κατάλληλο για ηλικίες: 16+
*Η παράσταση είναι κατάλληλη για ηλικίες άνω των 16 ετών,
καθώς περιλαμβάνει γυμνές σκηνές

Φωτογραφίες

Βίντεο

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από την Υπ. Διδακτωρ Θεατρολογιας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς

    Στις 11 Νοεμβρίου 2022 για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, το συναρπαστικό έργο του Φρανκ Μακγκίνες (Frank McGuinness) Κάποιος να με προσέχει (Someone who’ll watch over me) σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, μια παραγωγή του Θεάτρου Αυλαία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 2023 η παράσταση θα παιχτεί και στην Αθήνα στο Θέατρο Ιλίσια.

    Το έργο, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, περιγράφει τη ζωή τριών ομήρων που είναι έγκλειστοι σ’ ένα κελί στο Λίβανο υπό το άγρυπνο βλέμμα των τρομοκρατών/ απαγωγέων τους. Μέσα από συγκρουσιακές και συναισθηματικές μεταπτώσεις προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις ταλαιπωρίες, στις στερήσεις και στην αγωνία του θανάτου. Η συνεχή επικοινωνία και παραμονή τους στο ίδιο κελί αποτελεί την αφορμή της γέννησης μιας αγάπης που δεν τους τρομάζει αλλά τους ενώνει έτι περισσότερο σε σημείο που δύσκολα ο ένας μπορεί να αποχωριστεί τον άλλον.

    Η σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου εστίασε στην σκιαγράφηση του εσωτερικού κόσμου των τριών ανθρώπων, που υφίστανται μια εξευτελιστική μεταχείριση. Οι τρεις ηθοποιοί (Αντίνοος Αλμπάνης, Δημήτρης Μάριζας, Πήτερ Ραντλ) ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες μετουσίωσαν τους χαρακτήρες τους, οι οποίοι υπερέβαιναν νοητά τα στενά όρια της επιμελώς επιτηρούμενης και φυλαγμένη ζώνης του κελιού/ δωματίου και παραδίδονταν σε διάφορες βιωματικές και μνημονικές εμπειρίες. Με γνώμονα πως θέατρο ως τέχνη, αφενός εκφράζει τις σημασίες που έχουν προκαθοριστεί από την λογοτεχνία και αφετέρου δημιουργεί νέες δικές της, κάποιες σκηνοθετικές επιλογές στην συγκεκριμένη παράσταση, ίσως να ήταν επί τούτου υπερβολικές, χωρίς ουσία και αιτιολόγηση. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να παραλειφθεί η σκηνοθετική επιλογή της γυμνής εμφάνισης του Έντουαρντ (Αντίνοος Αλμπάνης) στον επίλογο του έργου, που δεν προέκυψε ως ανάγκη του κειμένου και της δραματοποίησής του αλλά ως μέσω εντυπωσιασμού, με αποτέλεσμα την απόσπαση της προσοχής των θεατών (?).

    Το λιτό σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη επεικόνιζε ένα -άχρονο- υπόγειο κρατητήριο, με τρία βρώμικα στρώματα πάνω σε ένα δάπεδο με αλυσίδες και έδωσε τη δυνατότητα συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας μεταξύ των ηθοποιών. Όμως, ο περιορισμένος χώρος σε συνδυασμό με τη συνεχή και έντονη κινησιολογία στα πλαίσια και μόνο του δαπέδου αποσπούσαν ενίοτε τη συγκέντρωσή του κοινού στο έργο και στις ερμηνείες. Η αλλαγή του χρόνου και του σκηνικού όπως και η αόρατη-βουβή παρουσία των δεσμοφυλάκων έγινε ξεκάθαρα αισθητή χάρη στη μουσική επένδυση (Αθανασία Καραγιαννοπούλου) και στους φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), που καθόρισαν την ένταση και τον δυναμισμό των σκηνών του έργου. Αυτή βέβαια η επαναλαμβανόμενη μηχανική διαδικασία αλλαγής ίσως θα μπορούσε να παραληφθεί ως προς τη συχνότητά της ή να γινόταν με διαφορετικό τρόπο, με σκοπό να αποφευχθεί η μονοτονία και να επιτευχθεί περισσότερο ο συσχετισμός μεταξύ των πράξεων (που σε αυτή την περίπτωση θεωρήθηκε τυχαίος ή στηριζόμενος σε υποκειμενικούς λόγους και χρονικές παρενθέσεις).

    Οι τρεις ηθοποιοί εμφανίζονται και δρουν επί σκηνής σύμφωνα με τα τρέχοντα σκηνοθετικά κριτήρια. Ο Αντίνοος Αλμπάνης ως θρασύς Ιρλανδός ονόματι Έντουαρντ, ερμήνευσε πολύ καλά τον ρόλο του, ο οποίος παλλόταν μεταξύ της σκληρότητας και του χιούμορ βιώνοντας και κάποιες αρκετά ευάλωτες στιγμές. Ο ηθοποιός με εκφραστικότητα και τεχνική του σώματος και της φωνής μορφοποίησε μια ενότητα στη διάρκεια τόσο των διαλόγων όσο και των μονολόγων του. Ο Πήτερ Ραντλ είχε δυναμική παρουσία, ως εθνικιστής Αμερικανός. Με δυναμισμό και καθαρή φωνή προσέγγισε τον ρόλο του με την δέουσα σοβαρότητα, αν και υπήρχαν σημεία όπου δεν κατόρθωσε να προκαλέσει την συγκίνηση που αναμένονταν. Τέλος, ο Δημήτρης Μάριζας ενσάρκωσε τον Άγγλο ακαδημαϊκό, ο οποίος αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες με σθένος και ανέδειξε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα. Ωστόσο, πάλλονταν ως προς την απόδοση του ρόλου μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, χωρίς σαφή προσδιορισμό. Επίσης, έκδηλη ήταν σε ορισμένες σκηνές η υπερβολική του παραστατικότητα. Ο συνδυασμός της ταχύτητας, της έντασης και της δύναμης στην συνολική του ενέργεια είχαν ως αποτέλεσμα να τον καθιστούν μια αυτόνομη θεατρική μονάδα.

    Εν κατακλείδι πρόκειται για μια φροντισμένη παράσταση -που παρά τις κάποιες ενστάσεις- είχε μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία όμως περιορίστηκε ως επί το πλείστον στην απόδοση του παρόντος αυτού που αναπαριστούσε.