Κείμενο: Δήμητρα Παπαδοπούλου
Σκηνοθέτης: Κώστας Γάκης
Σκηνογραφία: Αλφιερη Εμμανουέλα
Κοστούμια: Αλφιερη Εμμανουέλα
Φωτισμοί: Κώστας Γάκης
Μουσική σύνθεση: Κώστας Γάκης
Ερμηνεύουν: Παύλος Λουτσίδης
Περιγραφή
Τι κοινό θα μπορούσε να συνδέει έναν «Νεοέλληνα» με τον κορυφαίο μυθιστορηματογράφο Φ. Ντοστογιέφσκι; Η θεατρική διασκευή της Δήμητρας Παπαδοπούλου αποπειράται να δώσει εξηγήσεις για την ιδιότυπη αυτή συσχέτιση…
Περισσότερα
Ο ήρωας της παράστασης, είναι ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας. Η καλοπληρωμένη δουλειά του, το καλό σπίτι και το ακριβό αυτοκίνητο είναι τα προϊόντα της ευημερίας και οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης του ως «επιτυχημένου» μέλους της κοινωνίας μας.. Οι μετανάστες και οι κακόφημες γειτονιές πλήττουν την αισθητική του, ενώ απαραίτητο αξεσουάρ-επιβεβαίωση της ανδρικής του ταυτότητας.. η Εύα, μια αιθέρια ύπαρξη... Όλα αυτά προ κρίσης...
Χειρότερο εφιάλτη δεν θα μπορούσε να ζήσει ο ήρωας μας. Θύμα της οικονομικής κρίσης ζει, πλέον, σε ένα υπόγειο στον Αγ. Παντελεήμονα χωρίς δουλειά και χωρίς τη συνοδεία του μέχρι πρότινος «status» του, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μοναδική του συντροφιά, τα τεράστια χρέη του και ένα βιβλίο που έπεσε τυχαία στα χέρια του. «Το όνειρο ενός γελοίου». Διαβάζοντας το συνειδητοποίει πόσο μάταιη και αδιέξοδη ήταν η ζωή του και πόσο «γελοίος», μπορεί να θεωρείται όποιος στηρίζει την ευτυχία του στα υλικά αγαθά και τις εφήμερες απολαύσεις. Ακόμα, την οδύνη που μπορεί να νιώσει κάποιος, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη «γελοιότητα» που κάποτε όριζε ως «ευτυχία». Ένας τέτοιος άνθρωπος καλείται είτε να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του, είτε να παραιτηθεί από αυτή. Ακόμα και να της δώσει οριστικό τέρμα...
Ένα ερώτημα τον βασανίζει όσο τον παρακολουθούμε επί σκηνής και συμπάσχουμε με το δράμα του. «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Την απάντηση τελικά τη βρίσκει μόνος του με τη βοήθεια του πολύτιμου φίλου του Ντοστογιέφσκι. Τελικά οι μετανάστες δεν φαντάζουν τόσο αποκρουστικοί, οι πλατείες αποκτούν χρώμα και η ζωή νόημα, αφού η ανιδιοτελής αγάπη λειτουργεί ως αντίδοτο για όλες τις απώλειες.
Ένα έργο για τη ζωή, βγαλμένο από την ίδια τη ζωή. Ίσως μετά το τέλος της παράστασης ο γείτονας σας φανεί λιγότερο ενοχλητικός, η φασαρία της γειτονιάς περισσότερο υποφερτή, τα προβλήματα πιο εύκολα αντιμετωπίσιμα, τα εμπόδια όχι και τόσο ανυπέρβλητα. Έστω και για λίγο...
Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου
Γραφιστικά: Αριστέα Γεωργιοπούλου
Οργάνωση παραγωγής: Αντώνης Κρόμπας
Δημόσιες σχέσεις: Χρύσα Ματσαγκάνη
Η παράσταση απευθύνεται σε ηλικίες από 14 ετών και άνω.
Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς
Ο Φιόντορ Μιχάιλοβιτς Ντοστογιέφσκι ήταν Ρώσος μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Σημείο έρευνας και προβληματισμού στα έργα του αποτελούν αφενός τα πνευματικά και θρησκευτικά θέματα και αφετέρου η ανθρώπινη ψυχολογία στην συγκεχυμένη πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά ατμόσφαιρα της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Το συνολικό έργο του περιλαμβάνει 12 μυθιστορήματα, 4 νουβέλες, 16 διηγήματα και διάφορά άλλα γραπτά, με τα πιο αναγνωρισμένα μυθιστορήματα του τα: Έγκλημα και Τιμωρία (1866), Ο Ηλίθιος (1869), Οι Δαιμονισμένοι (1872) και Αδερφοί Καραμαζώφ (1880). Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το Όνειρο ενός γελοίου το 1877 -τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του- ένα αφήγημα στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι στοχασμοί και οι απόψεις του συγγραφέα για τη ζωή, τα συναισθήματα, τη χαρά και την αρμονία, την κοινωνία και την ανθρωπότητα. Το μικρό αυτό διήγημα, συγκροτεί την σκιαγράφηση μίας ουτοπικής κοινωνίας με διεύθυνση προς τη αισχρότητα και τη φαυλότητα˙ μιας κοινωνίας που τα χαρακτηριστικά της, όπως η κοινοκτημοσύνη στα αγαθά, η ισότητα μεταξύ των φύλων, αλλοτριώθηκαν στο εφήμερο και συγκεχυμένο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας
Ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι πρόκειται για μια σύγχρονη και διασκευασμένη πρόσληψη Όνειρο ενός γελοίου του Ρώσου συγγραφέα που φέρει την υπογραφή της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το οποίο ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη. Ο ήρωας του έργου (Παύλος Λουτσίδης) είναι ένας απλός και καθημερινός άνθρωπος. Το έργο πραγματεύεται την οικονομική και κοινωνική/ ταξική πτώση του ήρωα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στη Ελλάδα, ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την άνετη ζωή του και να μετακομίσει από το Νέο Ψυχικό σε ένα υπόγειο στον Άγιο Παντελεήμονα. Μοναδικός δίαυλος επίζησης στην έκπτωτη αυτή συνθήκη αποτελεί μια πανέμορφη γυναίκα, η Εύα.
Ο σκηνοθέτης δόμησε μια παράσταση η οποία εκλήφθηκε ως τέλεση, εκδήλωση και παρέλευση του παρόντος με αναδρομικές αφηγήσεις και μεταφυσικές σκηνές μέσω του ονειρικού επεισοδίου, με όλα τα συμβάντα να εκτυλίσσονται στο «εδώ και τώρα» και να γίνονται αντιληπτά από το κοινό. Οι έννοιες της παρουσίας και της παροντικότητας είχαν ένα ιδιαίτερο μεταμορφωτικό δυναμικό για τους θεατές και σε αυτό συνέβαλε φυσικά και το σκηνικό (Αλφιερη Εμμανουέλα) το οποίο αλληλοεπιδρούσε σύμφωνα και ομαλά με τα χρονικά επίπεδα της φαντασίας και του παρόντος και επέτρεπε την ελεύθερη και εναλλασσόμενη διευθέτησή του από τον ηθοποιό. Στο κέντρο της σκηνής βρισκόταν τοποθετημένο ένα παλιό τραπεζάκι, μια μοντέρνα μαύρη καρέκλα γραφείου ενώ γύρω από το κεντρικό αυτό σκηνικό υπήρχαν λευκά μεγάλα πουφ -με πολλές δραματολογικές προοπτικές- στα οποία ο ηθοποιός δρούσε και κινούνταν. Το «μεταφυσικό» εφέ της ηχογραφημένης φωνής του «Ντοστογιέφσκι» από τον Λευτέρη Ελευθερίου, η εύστοχη χρήση της επαναλαμβανόμενης, λυρικής και απόλυτα ταιριαστής μουσικής (Κώστας Γάκης), οι συχνές εναλλαγές των φωτισμών (Στράτος Λύκος) συμπλήρωσαν την επιτελεστικότητα του θεατρικού χώρου.
Η ερμηνεία του Παύλου Λουτσίδη περιείχε άφθονη ενέργεια, εκφραστικότητα και αμεσότητα. Ο ίδιος με μέτρο και χιούμορ -χωρίς υπερβολές- απευθύνονταν στους θεατές και μετέτρεπε τον μονόλογό του σε διάλογο αναδύοντας τις αντιλήψεις, τους συνειρμούς, τις ενθυμήσεις του που συνέβησαν στους παροντικούς χώρους ή στους χώρους φαντασίας και μνήμης. Η σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού καθορίστηκε εξ ολοκλήρου από τη δράση του πρώτου και τις αντιδράσεις των δεύτερων, δημιουργώντας μια δραματική και θεατρική χωρικότητα με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο μέγεθος.
Μια ένσταση έχω να επισημάνω ως προς το διασκευασμένο κείμενο. Το κείμενο ως προς την εξέλιξη του, την σύνδεση και τη συνέχεια των σκέψεων και υπαρξιακών αναζητήσεων ακολούθησε σε γενικές γραμμές και σε ένα πρώτο επίπεδο το πρωτότυπο έργο του Ντοστογιέφσκι. Η συγγραφέας του κειμένου είχε την πρόθεση μέσω τις διασκευής να επιβεβαιώσει ότι ένα κλασικό έργο, σαν το συγκεκριμένο, μπορεί να μείνει διαχρονικό και αν προσαρμοστεί στις -θεματικές- επιταγές της σύγχρονης εποχής (οικονομική κρίση, το προσφυγικό/ μεταναστευτικό ζήτημα/ διαφορετικότητα, το νόημα της ζωής, αγάπη, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη, την αποδοχή). Η νεοσύστατη πυκνή και ποικιλόμορφη δραματική μορφή εστιασμένη στην ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας στέρησε μιας εν δυνάμει συμβολικής σκηνοθετικής πρόσληψης και ενός πιο πνευματικού προσανατολισμού. Στο τέλος αιωρείτο η ιδέα μιας εναγώνιας εκκρεμότητας εξαιτίας της επίμονης και δη μονότονης και εξακολουθητικής υπερέντασης μέσω του υπερφορτωμένου θεματικά κειμένου, που κατέστησε το θεατρικό κείμενο εν τέλει μια ηθικολογία συμπεριφορικών κανόνων και νόρμων περί αγάπης και αδελφικότητας χωρίς κάποια πιο εσωτερική και φιλοσοφική διάσταση.
Η μεταφορά αυτού του διασκευασμένου «Ντοστογιεφσκικού κόσμου», ναι μεν θύμισε μια απελπισμένη επανάσταση ενάντια στην επιτακτική μοίρα που δεν αφήνει περιθώρια εκλογής και περιορίστηκε στην ατένιση του αναπόφευκτου, αλλά στερούμενου ενός πιο βαθιού και αλληγορικού αισθήματος.