Μετάφραση: Θεοδώρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθέτης: Άννα Κοκκίνου
Σκηνογραφία: Κέννι Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Κίνηση: Βρισηίδα Σολωμού
Ερμηνεύουν: Ρηνιώ Κυριαζή, Νίκος Νίκας, Ρίτα Λυτού, Ειρήνη Κουμπαρούλη, Πάρις Λεόντιος, Άννα Κοκκίνου
Περιγραφή
Οι Μίμοι του Ηρώνδα σε σκηνοθεσία Άννας Κοκκίνου, μετά την καλοκαιρινή τους ανάπαυλα, επιστρέφουν δριμύτεροι στο θέατρο Σφενδόνη απ’ την 1η Νοεμβρίου για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Ξαναδουλεμένοι (γιατί ποτέ δεν ησυχάζουν!), ανανεωμένοι και, πάνω απ’ όλα, αποφασισμένοι να προκαλέσουν μεγάλη ταραχή.
Περισσότερα
Η καρδιά του θεάτρου χτυπά στους Μίμους.
Το μαγικό σύμπαν των Μίμων, πιο κοντά στις περιοχές της Νέας Κωμωδίας, έρχεται πληθωρικό και υποκριτικά ακραίο, ν’ αποκαλύψει τις πρώτες ακόμα πηγές της έκφρασης. Με τους ανθρώπινους τύπους του, μαστροπούς, μεσίτρες, δασκάλους, βιοτέχνες, την ατμόσφαιρα της πολιτείας, το θόρυβο των δρόμων της, τα μαγαζιά, τα δικαστήρια, τα σχολεία και τα κακόφημα σπίτια της. Ένας κόσμος που βρίσκει τρόπους να ευχαριστιέται και να ευχαριστεί, να διασκεδάζει, να επιβιώνει με πονηριά και χάρη, αν και φτωχός και ξεπεσμένος, προσφέροντας στιγμές ακριβής ευφορίας. Γιατί πάντα, σε στιγμές που όλα είναι μπερδεμένα και σκοτεινά, πηγαίνοντας κανείς στις πηγές, αποκομίζει γνώση κι ευχαρίστηση, την οποία ελπίζει απλόχερα να προσφέρει στους άλλους.
Οι μίμοι ήταν σύντομοι θεατρικοί διάλογοι που ζωντάνευαν μυθολογικά επεισόδια ή στιγμιότυπα του καθημερινού βίου. Η δωρική αυτοσχέδια φάρσα ήταν η πρώτη μορφή που είχε η δραματική τέχνη στην Ελλάδα. Με την άνθηση, όμως, της μεγάλης ποιητικής θεατρικής τέχνης στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η εικόνα άλλαξε. Το αυτοσχέδιο θέατρο συγκέντρωσε τα έθιμα και τα θέματά του και μετανάστευσε στις δωρικές αποικίες της Σικελίας. Η λέξη μίμος πρωτακούστηκε εκεί. Ο Ηρώνδας σταδιοδρόμησε στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια και την Κω. Το έργο του ήταν άγνωστο έως το 1889, όταν βρέθηκε ένας παπύρινος κύλινδρος με οχτώ μιμοδράματά του. Βρέθηκε σ’ έναν τάφο στην πόλη Μαιγίρ (Μοίρες) της Αιγύπτου μαζί με μια μούμια. Η ανακάλυψη, μάλιστα, αυτή ενέπνευσε στον Κωνσταντίνο Καβάφη το ποίημά του "Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα" (1892).
Όπως αναφέρει ο Αλέξης Σολωμός στο έργο του ο Άγιος Βάκχος “[Από τον μίμο] λείπει ο τελετουργικός χαρακτήρας της τραγωδίας και η μαχητική επικαιρότητα της κωμωδίας. Του λείπει και ο χορός. Είναι ένα θέατρο δωματίου, όπως θα λέγαμε σήμερα, με τάση για στοχασμό και επιγραμματισμό. Ένα ταπεινό ξύλινο πατάρι και ένας κουρελομπερντές τους είναι αρκετά. Η μόδα τους ξεπετάγεται σαν ρουκέτα στα μεγάλα ελληνικά κέντρα που είναι κορεσμένα από καλλιτεχνική ποιότητα και κουρασμένα από ωριμότητα σκέψης. Κερδίζουν επιδέξια τις λαϊκές μάζες, τον καιρό που αρχίζει η χρεοκοπία της ποιητικής τέχνης. Από 'δω και μπρος ο μίμος είναι ένας αυτοσχεδιαστής θεατρίνος που χορεύει, γελάει, τραγουδάει, κάνει τούμπες και μαϊμουδίζει τα πάντα με την έκφραση και την κίνηση. Τα πιο πολλά μιμοδράματα της ελληνιστικής εποχής, στηρίζονται στις πρωτεϊκές ικανότητες των εκτελεστών.
Οι μίμοι δεν έπαψαν να ξεχωρίζουν ανάμεσά μας σαν οι πιο θαυματουργοί ιεροφάντες της ψευδαίσθησης και να κατασκευάζουν με τα πολλά τους ψέματα πολλές αλήθειες. Η τέχνη τους είναι η μόνη δύναμη που βάσταξε αδιάσπαστη τη δύναμη του θεάτρου. Το μιμοθέατρο ήταν πιο προσιτό σε όλους. Τα θέματά του ήταν απλά κι η γλώσσα του λαϊκή. Δεν υπήρχαν γλωσσικοί φραγμοί. Τους καταργούσε η μιμική του προσώπου, του κορμιού και της φωνής. Οι βιοτικές συνθήκες συζητιούνταν πάνω στη σκηνή, οι αδικίες ξεσκεπάζονταν, οι μεγάλοι και τρανοί σατιρίζονταν.”
Οι πληροφορίες για τις παραστάσεις του Ηρώνδα στην αρχαιότητα είναι περιορισμένες. Οι μίμοι ανέβαζαν μπουφόνικες παραστάσεις περιοδεύοντας σε περιοχές της Αττικής και συμμετέχοντας σε συμπόσια. Σπάνια δείγματα ελληνικού μιμοθεάτρου, που διατήρησαν τη διαχρονικότητά τους. Και με την καρδιά του θεάτρου να χτυπά σήμερα μέσα τους, πιο δυνατά από ποτέ.
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Βοηθοί Σκηνοθέτιδος: Μιχάλης Αγγελίδης, Δημήτρης Καλακίδης, Ειρήνη Κουμπαρούλη
Φωτογραφίες: Δημήτρης Ταμπάκης
Η διανομή τη σεζόν 2018-2019 ήταν: Ρηνιώ Κυριαζή, Νίκος Νίκας, Ρίτα Λυτού, Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Αλκίνοος Δωρής, Άννα Κοκκίνου
Εξαιρετική παράσταση σ' ένα καταπληκτικό χώρο! Τόσο ψυχαγωγική και ταυτόχρονα διεισδυτική. Απόλυτα σύγχρονη αν και το κείμενο είναι τόσο παλαιό! Απίθανες οι μάσκες και γενικά τα κοστούμια. Γενικά δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική. Η Σφενδόνη είναι από τους αγαπημένους μου χώρους και η Κοκκινου από τους αγαπημένους ανθρώπους του θεάτρου! Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Μία ξεχωριστή παράσταση. Πολύ καλή παραγωγή με εκκεντρικά κοστούμια και ενδιαφέρουσα πλοκή. Μας κράτησε σε εγρήγορση καθ' όλη τη διάρκεια. Στην ουσία σατιρίζει την ίδια την ανθρώπινη φύση η οποία παραμένει αμετάβλητη.
Σας ευχαριστώ πολύ για άλλη μου φορά Θεατρομάνια.
Στους «μίμους» η Μεγάλη μας ηθοποιός και σκηνοθέτης Άννα Κοκκίνου καταφέρνει έναν άθλο. Παίρνει το ρίσκο να μεταφέρει, ως αυτόνομο και πλήρες θεατρικό έργο, τους μιμίαμβους του Ηρώνδα. Μιμήσεις, δηλαδή, με ιάμβους, μιας άλλης – αρχαίας εποχής που παίζονταν στο τέλος των παραστάσεων του τραγικών ποιητών. Έργα σκαμπρόζικα, φθηνά από άποψη πλήθους συντελεστών, pop art εποχής ή stand up comedy, που λειτουργούσαν συμπληρωματικά στην αποφόρτιση και διασκέδαση του κοινού, μετατρέπονται με επιτυχία σε μια πλήρη παράσταση.
Εν αρχή ην ο λόγος… ο λόγος του Ηρώνδα, που θεωρήθηκε από την κυρίαρχη κριτική του θεάτρου ως δευτέρας κατηγορίας, αποκτά τη σημασία που έχει πράγματι και που είχε αναγνωρίσει ο Καβάφης στο ομότιτλο ποίημά του. Μια ολόκληρη εποχή αποκαλύπτεται από την εστίαση στο εξεζητημένο, το σκανδαλιάρικο, σε εκείνο που το κοινό τολμά να προβάλλει τις μύχιες φαντασιώσεις και κρίσεις του αλλά και μια υπαινισσόμενη διαρκώς γλώσσα που αποδομεί την υποκρισία της τότε κοινωνίας και την καυτηριάζει έξυπνα και αποτελεσματικά. Όχι ως συμπληρωματικό στοιχείο της κλασικής κωμωδίας αλλά ως ξέχωρο, σύντομο σχόλιο με ίδια μέσα και πλαίσια.
Έτσι, η Κοκκίνου τονίζει ένα κοινωνικό καυτηριασμό που κάνει ο Ηρώνδας.
- Στον νταβατζή έχει την ικανότητα να μετατρέπει σε θέμα πολιτικό, σε έγνοια όλης της πόλης, την μη πληρωμή της πόρνης του από τον πελάτη και τα αντίποινα στο πορνείο. Ο νόμος και η τάξη, πρέπει να αποδοθούν στο εμπόριο λευκής σάρκας οι κανόνες του οποίου έχουν παραβιαστεί. «Κάνε μου φάλαγγα αρκεί να με πληρώσεις»….
- Η σύγκρουση των απόκληρων της γυναίκας και του δούλου, γίνεται με όρους εξουσιαστή (της κυρίας) και εξουσιαζόμενου (του δούλου) που την απατά με μία άλλη γυναίκα. Το κνούτο και η συγχώρηση, μπερδεύουν το αισθηματικό με τους όρους της ατομικής ιδιοκτησίας.
- Σαρκάζονται από τον συγγραφέα οι θεούσες που πάνε για τη θυσία του κόκορα (έκφραση φτώχειας σε σχέση με άλλα ζώα), ρίχνοντας κρυφές ματιές στα απόκρυφα των αγαλμάτων και «λαδώνοντας» το παπαδαριό της εποχής.
- Η ανοησία και η μεγαλομανία της μάνας αναδεικνύεται στην προσπάθειά της για τη μόρφωση (επί χρήμασι) του γιου που συχνάζει στα καζίνο της εποχής και χαρτοπαίζει αντί να μελετά. Ρίχνει το βάρος της, αντί της μόρφωσης και της συνείδησης, στην παιδαγωγική της βοϊδόπουτσας, του βούνευρου όπως το λέγαν και της αδυσώπητης σωματικής τιμωρίας.
- Η μαντάμ – μητέρα καλεί την κόρη, σε άλλο σκετς, να παρατήσει τον αγαπημένο της ναυτικό και να δοθεί σε έναν άλλο πλούσιο άνδρα, «και για να το απολαύσει και για να κερδίσει χρήμα».
- Οι γυναίκες που ψάχνουν ερωτικό βοήθημα γίνονται κατήγοροι των διαπροσωπικών υποκριτικών σχέσεων των φύλων της εποχής αλλά και του ρόλου που απέδιδαν στη σύζυγο ως μητέρα των παιδιών, αποκλειστικά. Έτσι, προσδοκούν να υποκαταστήσουν αυτό που τους λείπει, αναζητώντας τα βοηθήματα, στο πλαίσιο της ηθικής της εποχής, στο παπουτσίδικο και στον επαγγελματία που μαζί με τα παπούτσια (δήθεν τυχαία) πωλάει και τους ψεύτικους φαλλούς.
Η Κοκκίνου, με το εξαιρετικό καστ ηθοποιών που καθοδηγεί, καταφέρνει να διυλίσει τα περιστατικά στα συστατικά τους, να τα αποδεσμεύσει σαν ατομική βόμβα που εκρήγνυται. Η κίνηση των ηθοποιών, η μετατροπή τους σε κούκλες με μάσκες και ρουχισμό σε πρόσωπα εξαιρετικά και δύσμορφα, διαμορφώνουν έναν χορό, ένα λαϊκό παράγοντα, που έχει ρόλο και που του δίνεται ο αναγκαίος χρόνος να τον αναπτύξει, σαν βιολιά από το Κάϊρο ή σαν ανατολίτικη ορχήστρα που δεν αποζητά τον ερμηνευτή – τραγουδιστή αλλά που τραγουδά συλλογικά το άρρητο. Όλα συμπληρώνουν το έργο, ο ρυθμός, η μουσική, το σκηνικό, τίποτε δεν πέφτει τυχαία, προκειμένου να στηθεί μία παράσταση μοναδική και ανεπανάληπτη που επανατοποθετεί το έργο του Ηρώνδα και την εποχή του.
Πολυ ευχαριστη παρασταση ευχαριστω θεατρομανισ
ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ ΕΙΜΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΩ
ΚΑΙ ΜΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟ ΒΥΘΟ ΒΟΥΤΩ ΚΑΙ ΣΕ ΑΡΠΑΖΩ...
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης,'Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου'
'Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβ' οι χαριτωμένοι·
αλλά επέρασαν εκείν' οι χρόνοι,
έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ' η ταφή
κ' η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
ελληνικών οδών και αγορών·
κ' εμβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.-
Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη
μεσήτρια που σύζηγον πιστήν
ζητεί να διαφθείρη! Πλην την αρετήν
γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττη.
Άλλον κατόπιν βλέπωμεν αχρείον
όστις κατάστημά τι συντηρεί
και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί
ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.
Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι
επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν
κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν
αι νοστιμώταταί των ομιλίαι.
Εις μέγα εργοστάσιον σκυττέως
εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.
Ωραία πράγματα εδώ κείντ' εν σωρώ
εδώ ευρίσκετ' ο συρμός ο τελευταίος.
Πλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων·
πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά
έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!
Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος
δια τα σκώμματα και δια τα φαιδρά,
τι σοβαρά μας ήλθε πληγωμένος!΄'
Σε ευχαριστώ πολύ Θεατρομανία για τις προσκλήσεις ...
Εκπληκτικη παρασταση
Απλα θα πω ετυχε να παω φοβερα κουρασμενη και ξεχασα τα παντα.Βγηκα αλλος ανθρωπος
Συγχαρητηρια στη σκηνοθετη συγχαρητηρια σε ολους μεχρι τη μουσικη που εδενε τελεια κ το φωτισμο.Φυσικα για τους ηθοποιους τα λογια περιττευουν.Ευχαριστως θα την ξαναεβλεπα.Βασικα για τους μη θεατροφιλους ειναι δυσκολη παρασταση γιατι μεσα απο τα σκετσακια απλα διδασκομαστε!!! Ομως τελεια δενει το αρχαιο με τη συγχρονη εποχη.Οι μασκες εκπληκτικες τα κοστουμια πολυ καλα.Συγχαρητηρια ευχαριστουμε πολυ θεατρομανια περασαμε υπεροχα
Στην παράσταση έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο-για μία ακόμη φορά- οι θεατρικές μάσκες, η αισθητική του κουκλοθέατρου και η κίνηση της μαριονέτας. Η Άννα Κοκκίνου και οι σκηνικές εμμονές της, φρεσκάρουν ιδανικά τα αυτοτελή αποσπάσματα από το σατιρικό έργο του Ηρώνδα.
Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Οι Μίμοι είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι μιας κοινωνίας οι οποίοι καλύπτουν μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων με τις ιδιαιτερότητες, τις παραξενιές και τις αδυναμίες τους. Μαστροποί, μεσίτες, δάσκαλοι, βιοτέχνες, άνθρωποι αδικημένοι αλλά και πρόσωπα που επιβιώνουν με πονηριά, κατευθυνόμενοι όλοι από τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις ποικίλες ανάγκες τους, ακολουθώντας καθένας το δικό του μονοπάτι. Όλα αυτά δίνονται σε μια ατμόσφαιρα γκροτέσκου, χαράς και ευθυμίας, περιέχοντας, ωστόσο, έναν σπαραγμό κι ένα δάκρυ, κάτι που αποτυπώνεται στις μάσκες κυρίως των δούλων καθώς και στην κίνηση των σωμάτων που έχουν καμφθεί από την κούραση.
Έως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα σώζονταν ελάχιστα ολιγόστιχα αποσπάσματα. Τη χρονιά εκείνη όμως δημοσιεύτηκε ένας πάπυρος που έφερε στο φως επτά, σχεδόν ακέραιους, μιμιάμβους και εκτενή αποσπάσματα από έναν όγδοο. (Η δημοσίευση αυτή στάθηκε η αφορμή για το ποίημα του Καβάφη "Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδου")
Στον μιμίαμβο εκβάλλουν, όπως δηλώνει και το ίδιο το όνομα, δυο παλαιότερα είδη, ο μίμος, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Σώφρων ο Συρακούσιος (5ος αι. π.Χ.), και ο ίαμβος με κυριότερους εκπροσώπους τον Αρχίλοχο και ο Ιππώνακτα. Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα είναι σύντομα διαλογικά ποιήματα -τα εκτενέστερα μόλις που υπερβαίνουν τους 100 στίχους- γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο και σε ένα μέτρο που το χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ο Ιππώναξ, τον χωλίαμβο, δηλ. σε ιαμβικό τρίμετρο που έχει μακρά την (κανονικά βραχεία) προτελευταία συλλαβή. Δεν γνωρίζουμε αν οι μιμίαμβοι ερμηνεύονταν από ένα πρόσωπο, που υποδυόταν όλους τους ρόλους, ή από περισσότερα. Πρόκειται πάντως για έναν σύντομο θεατρικό διάλογο με σκηνές της καθημερινής ζωής, όπου απομυθοποιούνται οι κοινωνικές συμβατικότητες. Δινόταν έμφαση στους χαρακτήρες και όχι στην πλοκή του έργου. Κοστούμια και σκηνικά, αν υπήρχαν, ήταν πολύ απλά. Η γλώσσα του μίμου πολύ απλή, καθημερινή, χυδαία. Η μορφή πιθανώς σε πεζό, σπανιότερα ίσως σε ποιητικό λόγο.
Ο Ηρώνδας δεν μπορεί να θεωρηθεί “μεγάλος” ποιητής, εκφράζει όμως μία σημαντική λογοτεχνική παράδοση της εποχής του. Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι κάπως ακραία.
Μέσα σε ήχους κωμικούς και σε ανάσες γέλιου παρουσιάζονται διάφορες ιστορίες, ενώ συμμετέχει σχεδόν όλο το σώμα του θιάσου με κύριο χαρακτηριστικό τη μίμηση επιστρατεύοντας συγχρόνως το σώμα τους με μια κίνηση αντίστοιχη των Σατύρων . Η Άννα Κοκκίνου είχε μια πρωτότυπη ιδέα να παρουσιάσει την απαρχή της επιθεώρησης, με ρόλους διττούς, ήρωες με γέλιο και κλάμα, ωραία κοστούμια, καταπληκτική μουσική, εξαιρετική υπόδυση όλων των ηθοποιών.
Πρώτη ιστορία ο «Νταβατζής» με τους Άννα Κοκκίνου, Νίκο Νίκα και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Ο Νταβατζής (Άννα Κοκκίνου), μεγάλος σε ηλικία εμφανίζεται υπόλογος ενώπιον του δικαστηρίου. Εκφραστική η στάση σώματος, ενός ανθρώπου, που δε ντρέπεται για το επάγγελμά του, ζητά την επιείκεια των δικαστών και μιλώντας για το Θαλή, καταγγέλλει ότι « έχει πάθει από αυτόν ό,τι ο ποντικός από την πίσσα».
Παρουσιάζει τη γυμνή κοπέλα με την οποία συνευρέθηκε ο Θαλής και προφανώς ταλαιπώρησε αποφεύγοντας να δώσει το αντίτιμο. Μιλά για τον εαυτό του και την οικογένειά του αναφέροντας αυτοσαρκαστικά ότι απ’ τον παππού του και τον πατέρα του έως και τον ίδιο είχαν έναν συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Όμως βάζει και κάποια όρια στην ανοχή του: «Πάρε με Θαλή και κάνε μου φάλαγγα, αλλά να έχει κατατεθεί εδώ μπροστά στο δικαστήριο το αντίτιμο.» Μετά την καταστροφή που συνέβη στο «εμπόρευμά» του μαζεύει την ταλαίπωρη κοπέλα και αποχωρεί.
Ακολουθεί «η Ζηλιάρα» μια κυρία, που έχει ερωτική σχέση με έναν δούλο της και βάζει να τον δείρουν ανηλεώς επειδή λοξοκοιτάζει. Αυτή η ιστορία με τους Ρίτα Λυτού, Νίκο Νίκα, Αλκίνοο Δωρή, και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, θυμίζει επιθεωρησιακό νούμερο ή σκηνή από ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. « Αν δε σε σαπίσω στο ξύλο να μη με λογαριάζουν για γυναίκα!» Και ενώ του λέει ότι το ξύλο κάνει τον δούλο καλύτερο, εκείνος την εκλιπαρεί να τον συγχωρέσει για το σφάλμα που έκανε, αφού όπως λέει είναι κι αυτός άνθρωπος. Βέβαια η στάση του σώματός του υπαινίσσεται φόβο αλλά και μια βεβαιότητα ότι στο τέλος θα τον συγχωρέσει, ότι θα την «τουμπάρει», όπως και γίνεται. Τον συγχωρεί και τον βεβαιώνει ότι μετά την σπονδή στους θεούς «θα περάσει ζωή χαρισάμενη από την ανάποδη».
Δεν λείπουν τα υπερδιογκωμένα στήθη, τα γρήγορα περάσματα των ηρώων με ανασηκωμένα ρούχα και τα φαλλικά σύμβολα.
Έπεται «ο Δάσκαλος» με τους Ρηνιώ Κυριαζή Νίκο Νίκα, Αλκίνοο Δωρή και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Εδώ έχουμε την Μητροτίμη, μια δυναμική και αυταρχική μητέρα, που αδυνατεί να τιθασεύσει τον απείθαρχο και καθόλου φιλομαθή γιο της Κότταλο. Καταφεύγει στον δάσκαλο Λαμπρίσκο, στον οποίο διηγείται τραγικά τα όσα τη βασανίζουν με το γιο της , ενώ στη σκηνή τον έχει καβαλήσει τον γιό της και δεν τον αφήνει να ξεφύγει, ζητώντας από το δάσκαλο να τον τιμωρήσει. Ο δάσκαλος ανταποκρίνεται λέγοντας: «Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο, (γεννητικό μόριο του βοδιού που το χρησιμοποιούσαν ως μαστίγιο), που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατάμε με χειροπέδες και στην απομόνωση;» Ο άσωτος και δυστυχής Κότταλος δέρνεται ανηλεώς, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και τις διαβεβαιώσεις του ότι θα διορθωθεί: «Μη με δείρεις με το τσουχτερό, με το άλλο! Δε θα ξανακάνω βρωμιές, τ’ ορκίζομαι!» Η Μητροτίμη όμως του δίνει οδηγία «Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος!»
Φορές φορές η σκηνή περιορίζεται σε σκηνή κουκλοθέατρου, ακόμα και η υποβολέας γίνεται κούκλα σε χαμηλότερη κλίμακα. Σε αυτό βοηθά η στάση του σώματος, τα κοστούμια, τα μακριά σακάκια, και η κίνηση που παραπέμπει σε μαριονέτες και φασουλήδες. Η παράσταση φέρνει κοντά μέσα από ένα αρχαίο κείμενο πολλές θεατρικές πρακτικές, που διόλου απίθανο να αποτελούν τις ρίζες σύγχρονων θεατρικών δομών. Φαίνεται ότι υπήρξε μελέτη για την σκηνοθετική άποψη και διδασκαλία της Άννας Κοκκίνου. Οι μάσκες της Μάρθας Φωκά, δημιούργησαν εκφραστικά πρόσωπα, επέβαλαν συγκεκριμένη ηθοποιία, ανέπτυξαν το κείμενο και υπηρέτησαν την σκηνοθετική πρόθεση. Μαζί με τις μάσκες έχουμε και τα υπέροχα κοστούμια της Ματίνας Μέγκλα. Μελέτη στη λεπτομέρεια από το ντύσιμο του Νταβατζή, ως το καλτσάκι στις κυράδες και το τσαντάκι, οι παγιέτες της μαστροπού και τα έντονα χρώματα της νεαρής , που ο άντρας της είναι στα καράβια, ενώ εκείνη τον περιμένει πιστή και πάντα επιθυμητή. Κάθε λεπτομέρεια προσεγμένη. Η μάσκα και το κοστούμι καθορίζουν τη κίνηση, που επιμελήθηκε η Βρισηίδα Σολωμού.
Για παράδειγμα οι «Κυράδες», όπου παίζουν οι Άννα Κοκκίνου, η Ρίτα Λυτού, ο Νίκος Νίκας, ο Αλκίνοος Δωρής, και η Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου. Πρόκειται για το τάμα στον Ασκληπιό δυο γηραιών, μικροαστών κυριών (Άννα Κοκκίνου και Ρίτα Λυτού) οι οποίες έχουν ένα βάδισμα που θυμίζει θεοσεβούμενες γριούλες προσηλωμένες στα θεία με γονυκλισίες και υπερβολική λατρεία των εικόνων. Τηρούν τις παραδόσεις και είναι πρόθυμες να κάνουν μία προσφορά στο θεό, επειδή γιατρεύτηκαν από κάποια ασθένεια. Δε σταματούν να δοξολογούν το θεό και τους αγίους. Η πρώτη δικαιολογείται για τη φτωχή προσφορά της, ένα κόκορα, επικαλούμενη τη φτώχεια της, που δεν της επέτρεψε να κάνει κάτι καλύτερο. Αν είχαν θα θυσίαζαν ένα βόδι, όπως λέει. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης παρατηρούν και σχολιάζουν διάφορα γλυπτά και πίνακες που υπάρχουν στο ναό: «Να δεις που με τον καιρό ο άνθρωπος θα καταφέρει να δώσει ψυχή στις πέτρες» Μπαίνει η φίλη της σε πειρασμό: «Αυτό το γυμνό αγόρι αν το τσιμπήσω θα πονέσει;»
Ωραία υποκριτική των δυο (Άννας Κοκκίνου και Ρίτας Λυτού), καθώς έδωσαν το στίγμα και πέτυχαν έναν κοινωνικό σχολιασμό μέσω μιας υποκριτικής, ταρτούφικης συμπεριφοράς. Η πρώτη απομακρύνεται με επιφυλακτική κίνηση, ενώ στο τέλος παρωδείται.
Η υποβολέας σε μικρό ιντερμέδιο, σηκώνοντας το μεταλλικό στήριγμα των ρόλων που διαβάζει και τοποθετώντας το στη σκηνή , υποτίθεται ότι κάπου σφηνώνει και αμέσως αγωνίζεται να το μετακινήσει. Παλεύει και χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές Κλοουνερί του Σταν Λόρελ (Λιγνός) και του Όλιβερ Χάρντι ( Χοντρός) μα κυρίως του μεγάλου μίμου Μαρσέλ Μαρσώ.
Στο κλίμα αυτό ακολουθεί η «Μαστρωπός» που προσπαθεί -ανεπιτυχώς- να πείσει τη γυναίκα ενός ναυτικού που ταξιδεύει να συνάψει σχέσεις με έναν στιβαρό αυλητή. Η Άννα Κοκκίνου στο ρόλο της μαστρωπού, γυροφέρνει την όμορφη του χωριού λέγοντας ότι ο άντρας της λείπει πολύ και εκείνη τυραννά μόνη της το κρεβάτι. Η Ρηνιώ Κυριαζή, νεαρή, φορά μια περίεργη περούκα με εντυπωσιακά χρώματα ενώ έχει κίνηση κοκότας. Η μαστρωπός της λέει ότι ο άντρας της την «ξέχασε και πίνει από άλλη κούπα». Εκείνη δεν πτοείται και τη διώχνει λέγοντάς της ότι οι γηραιότερες κυρίες θα έπρεπε να επικοινωνούν τη σοφία τους και όχι να ασχολούνται με αυτά τα ποταπά πράγματα. Η μαστρωπός επιμένει και της λέει να γλυκάνει λίγο και να αλλάξει, γιατί «καράβι που κρατιέται από μια άγκυρα δεν είναι ασφαλές». Η νεαρή καταλήγει λέγοντας ότι: «όταν ασπρίζουν τα μαλλιά σαπίζουν τα μυαλά», την κερνά νερωμένο κρασί και η γριά αρχίζει να χαίρεται και να δίνει τις ευχές της.
«Οι Κολλητές», συστήνονται ανταλλάσσοντας απανωτά φιλιά στον αέρα, αναπαριστώντας τη γνωστή συνήθεια των γυναικών να φιλιούνται και να ξαναφιλιούνται. Η μία έμαθε, από μια πηγή, για κάποιο ερωτικό βοήθημα της άλλης, που το είχε δανείσει σε μια φίλη και είναι αψόγου κατασκευής και τώρα θέλει να μάθει ποιος το κατασκεύασε για να πάρει κι εκείνη. Της αποκαλύπτει ότι ένας Κέρδονας από τη Χίο τα φτιάχνει στο σπίτι του και τα πουλά λαθραία. Με λίγα λόγια μια απεικόνιση της σχέσης των γυναικών μεταξύ τους και της θέσης του άντρα στη ζωή τους.
Τελευταίο νούμερο Ο «Τσαγκάρης» (Νίκος Νίκας). Ο περιβόητος τσαγκάρης πλευρίζεται από δυο γυναίκες που ζητούν να προμηθευτούν παπούτσια για έναν γάμο. Εκείνος κάπως απρόθυμα τους δείχνει τα υπέροχα ζευγάρια του και τα διαφημίζει για τα τέλεια χρώματά τους: «Δε θα βρείτε ούτε το κεχρί της μέλισσας να λάμπει έτσι». Εκείνες εντυπωσιάζονται: «Δικαίως το μαγαζί σου έχει υπέροχα πράγματα». Δεν ψωνίζουν κάτι γιατί τα θεωρούν ακριβά, ενώ εκείνος έχει ξεσηκώσει όλο του το μαγαζί και έχει φορέσει στα πόδια τους άπειρα παπούτσια έχοντας διαφημίσει την ποιότητά τους.
Αυτόν τον μαγικό κόσμο του Ηρώνδα καλεί αυτή η παράσταση τον θεατή να απολαύσει. Αξίζει κανείς να ξεχωρίσει την ερμηνεία, τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου αλλά και όλη την ομάδα που κινείται με μεγάλη πειθαρχία και ακρίβεια. Να απολαύσει επίσης την ερμηνεία του Νίκου Νίκα σε διάφορους ρόλους με αποκορύφωμα αυτόν του τσαγκάρη. Ένα θέαμα με υπέροχες ερμηνείες, σωστούς συσχετισμούς, ευχάριστο προβληματισμό, όλα ενορχηστρωμένα μουσικά από την καταπληκτική μουσική του Νίκου Βελιώτη σε συνδυασμό με τον φωτισμό της Μελίνας Μάσχα.
Το υπέροχο σκηνικό του Κέννυι Μακ Λέλλαν παραπέμπει λίγο σε παράγκα του καραγκιόζη καλώντας το θεατή να δει τη συνέχεια και την εξέλιξη. Πρόκειται για δυο οικήματα, εκατέρωθεν της σκηνής, που εξυπηρετούν τις αλλαγές κοστουμιών των ηθοποιών τη μεταφορά σκηνικών αντικειμένων, ενώ ενώνουν όλες τις θεατρικές παραδόσεις και τεκμηριώνουν την αλληλουχία των θεατρικών πρακτικών.
Ευχάριστη παράσταση με καταπληκτικά κουστούμια, μάσκες και μουσική.
Χαριτωμένα χιουμοριστικά σκετσάκια με αέρα από την αρχαία εποχή.
Πρωτότυπη παράσταση, πολύ ωραία κοστούμια, υπέροχες μάσκες, απολαυστική κινησιολογία. Πολύ επιτυχημένοι οι χαρακτήρες των γηραιών κυριών.
Καλή η απόδοση του κειμένου, σε κάποια σημεία όμως έχανα τη ροή.
Ερωτεύτηκα τον χώρο του θεάτρου Σφενδόνη!
Ευχαριστώ πολύ Θεατρομάνια!
Ιδιαίτερη παράσταση που επιχειρεί, σε μεγάλο βαθμο επιτυχημένα, να συνενώσει αρχαία σατιρικά σκετς που απεικονίζουν διάφορους ανθρώπινους τύπους της εποχης και φαίνεται πως επηρέασαν την μετέπειτα comedia dell arte. Ωστόσο, το εξωκειμενο κομμάτι έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον με τη σκηνογραφία, τα κοστούμια και την μουσική να δένουν αρμονικά με τις ερμηνείες και την συγχρονισμένη κινησιολογία των ηθοποιών.
Μια εντελώς διαφορετική, ασυνήθιστη, ευχάριστη παράσταση!!!
Ένα ολοζώντανο κουκλοθέατρο με μαριονέτες τους καταπληκτικούς ηθοποιούς!
Υπέροχες οι ερμηνείες. η κίνηση, τα κουστούμια , οι μάσκες, η μουσική......
Η πολύ μοντέρνα αυτή σκηνοθεσία, προσέγγισε τα θεατρικά σκετς του Ηρώνδα με πολύ σεβασμό του Ηρώνδα, που οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι τα έπαιζαν στους δρόμους και στα συμπόσια στην αρχαία Ελλάδα....και είχαν πολύ βωμολοχία η οποία όμως απουσίαζε από την παράσταση.
Στους λάτρεις του αυστηρά κλασικού θεάτρου δεν θα αρέσει καθόλου αυτό το είδος της σκηνοθετικής προσέγγισης, ενώ σε όσους αρέσουν οι νέες θεατρικές εμπειρίες θα την λατρέψουν αυτή την παράσταση!
Σίγουρα πάντως αξίζει της προσοχής σας......
Πολύ όμορφος χώρος που τον γνώρισα με αφορμή αυτή την παράσταση. Εξαιρετικά σκηνικά, κοστούμια, μάσκες-προσωπεία, μουσική, σκηνοθεσία, κινησιολογία κι ερμηνείες. Το κείμενο δεν μου άρεσε. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.