Συγγραφέας: Ντάνκαν Μακ Μίλαν
Μετάφραση: Κρίστελ Καπερώνη
Δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Διακομοπούλου
Σκηνοθέτης: Δημήτρης Λάλος
Σκηνογραφία: Μιχάλης Σαπλαούρας
Κοστούμια: Μιχάλης Σαπλαούρας
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλης
Ερμηνεύουν: Βάσω Καβαλιεράτου, Αποστόλης Τότσικας
Περιγραφή
Οι «Πνεύμονες-Lungs» του βραβευμένου Άγγλου συγγραφέα Duncan Macmillan, η παράσταση που συγκίνησε βαθιά και προβλημάτισε γόνιμα εκατοντάδες θεατές τρία χρόνια τώρα, οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Αν θέλετε να την δείτε ή να την ξαναδείτε, σπεύσατε! Έμειναν μόλις 8 βραδιές (10/11, 11/11, 17/11, 18/11, 24/11, 25/11, 1/12, 2/12 στις 19:00).
Περισσότερα
«Χειμαρρώδες και για πολύ ώρα άκρως ξεκαρδιστικό» Timeout London,
«Έξυπνο και διεγερτικό» Washington post,
«Συγκινητικό και αστείο» Herald Sun
Μα πώς να αποφασίσεις για το μέλλον σου, όταν αυτό προβλέπεται τόσο δυσοίωνο; Το έργο δίνει φωνή στη «Γενιά της Αβεβαιότητας» που μέσα από τις καταιγιστικές αλλαγές και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις βρίσκει τρόπο να χαράξει τη δική της πορεία ζωής.
Οι «Πνεύμονες» (2011) του βραβευμένου Άγγλου συγγραφέα Duncan Macmillan, είναι μια ιστορία αγάπης, αμείλικτα ειλικρινής, αστεία και επίκαιρη. Ένας άντρας και μια γυναίκα, μορφωμένοι, γύρω στα τριάντα προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις για το μέλλον τους.
«Ένα παιδί; Είναι σαν να μου έριξες μπουνιά στη μούρη και μετά μου ζήτησες να σου λύσω μια μαθηματική εξίσωση»
Ο χρόνος όμως είναι εναντίον. Αν περιμένουν τις κατάλληλες συνθήκες δεν θα το κάνουν ποτέ. Απ’ τη μια η επιθυμία για ένα παιδί και απ’ την άλλη η αγωνία για το περιβάλλον, τον υπερπληθυσμό, την παγκόσμια κρίση και την πολιτική αστάθεια.
«Το ανθρακικό αποτύπωμα ενός παιδιού στον πλανήτη ζυγίζει 10.000 τόνους διοξειδίου, δηλαδή όσο το βάρος του Πύργου του Άιφελ»
Ο Ντάνκαν Μακ Μίλαν, επικεντρώνεται στην ουσία του θεάτρου, διερευνώντας τη θεατρική γραφή, απογυμνωμένη από υποδείξεις: «Το έργο γράφτηκε για να παιχτεί σε άδεια σκηνή. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο, ούτε παντομίμα. Δεν υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο». Μια αντανάκλαση της πραγματικότητας, χωρίς τα θεατρικά εφέ της ψευδαίσθησης.
Φωτογραφίες: Ρούλα Ρέβη
Video/Trailer: Θάνος Κερμίτσης
Προβολή/Επικοινωνία: BrainCo S.A
Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Τελικά, έχω με βεβαιότητα καταλήξει ότι δεν είμαι «φαν» των υπερπαραγωγών, με grande σκηνικά, κοστούμια και χορευτικά. Ο Ντάνκαν Μακ Μίλαν, επικεντρώνεται στην ουσία του θεάτρου διερευνώντας τη θεατρική γραφή, απογυμνωμένη από υποδείξεις: «Το έργο γράφτηκε για να παιχτεί σε άδεια σκηνή. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο, ούτε παντομίμα. Δεν υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο». Ένα τέτοιο θέατρο είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στον πολύ ζεστό και φιλικό χώρο του Tempus Verum Εν Αθήναις, όπου είχαμε και την ευχαρίστηση να απολαύσουμε το έργο πίνοντας την ωραιότατη σπιτική τους sangria, που παρασκεύαζαν την ίδια στιγμή, και άξιζε απόλυτα την (μικρή) αναμονή. Όμορφος χώρος, καλό κρασί και υπέροχη παράσταση, το τρίπτυχο της επιτυχίας.
Η παράσταση ξεκινά και τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ: είμαστε ένα, κοινό και ηθοποιοί. Το σκηνικό, του Μιχάλη Σαπλαούρα, ως σύμβολο, ένας γκρι τάπητας σε κομμάτια, όπου στήνεται αρχικά κομμάτι – κομμάτι, όπως και η ζωή των νεαρών ηρώων, για να «ξεστηθεί» εν τέλει στο τέλος του έργου.
Η Βάσω Καβαλιεράτου παίρνει λίγο περισσότερο την παράσταση πάνω της, κλέβοντας ελάχιστα τις εντυπώσεις από την συμπρωταγωνιστή της, Αποστόλη Τότσικα, σε μια εξαίρετη εκφορά του λόγου, εκφωνώντας σχεδόν με μιαν ανάσα ένα σημαντικό μέρος του κειμένου, αξιοποιώντας στο έπακρο αμφότεροι όλα τα εκφραστικά τους μέσα, σώμα και λόγο, υπό την κινησιολογική καθοδήγηση του Δημήτρη Λάλου. Πυκνές, ακριβείς και εύστοχες και οι δύο ερμηνείες, αναδεικνύοντας οικείες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις που δημιουργούνται στη σκηνή και αρύονται εικόνες και εμπειρίες της καθημερινής αλήθειας, μέσα από εύλογα συμπεράσματα και απλούς προβληματισμούς, στις οποίες εν τέλει καταφεύγει πιο εύκολα ο θεατής, μέσα από την ταύτιση και τελικά την τέρψη μέσω της κάθαρσης, κάνοντας το οποιοδήποτε σκηνικό να φαντάζει τελικά περιττό. Τα κοστούμια, επίσης του Μιχάλη Σαπλαούρα, απλή, καθημερινή ενδυμασία δύο νέων, και η ευρηματική χρήση ενός unisex καρό πουκαμίσου, το οποίο κατά τη διάρκεια της παράστασης μεταμορφώνεται εύχρηστα σε ομπρέλα, πετσέτα και σκέπασμα. Οι μπρεχτικοί φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλη, απλά φώτιζαν όσα έπρεπε να δούμε, χωρίς να υποδηλώνουν οποιαδήποτε αλλαγή.
Εν κατακλείδι, η παράσταση αυτή σημειολογικά αποτελεί ότι αρτιότερο έχουμε δει στην σκηνή κατά τη διάρκεια αυτής της θεατρικής σεζόν.