Βόυτσεκ

Διάρκεια: 85'
Συγγραφέας: Γκεοργκ Μπύχνερ
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνοθέτης: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Κίνηση: Πατρίσια Απέργη
Ερμηνεύουν:

Διανομή
Γιώργος Γάλλος-ΒΟΫΤΣΕΚ
Έλενα Μαυρίδου-ΜΑΡΙΑ
Σωτήρης Τσακομίδης-ΓΙΑΤΡΟΣ
Χάρης Χαραλάμπους-ΛΟΧΑΓΟΣ
Λευτέρης Πολυχρόνης-ΑΡΧΙΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Γιώργος Ζυγούρης-ΑΝΤΡΕΣ
Μιχάλης Μιχαλακίδης-ΤΕΛΑΛΗΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΕΒΡΑΙΟΣ
Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος-ΤΡΕΛΟΣ ΚΑΡΛ,ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ
Μάνος Πετράκης-ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Αγγελική Αναργύρου-ΜΑΡΓΚΡΕΤ,ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΟΓΟ

και τα παιδιά: Ιάκωβος Δουλφής, Τζώρτζης Καθρέπτης, Αλέξανδρος Καραμούζης, Νίκος Μικελάκης, Πάμπλο Σότο

Περιγραφή

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μετά την μεγάλη επιτυχία του «Φάουστ» (2015-2016), επιστρέφει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σκηνοθετώντας το αριστούργημα του Γκέοργκ Μπύχνερ «Βόυτσεκ» με τον Γιώργο Γάλλο στον ομώνυμο ρόλο και έναν δυναμικό θίασο 10 ηθοποιών, από 22 Φεβρουαρίου 2019.

Περισσότερα

“Κάθε άνθρωπος είναι μια άβυσσος.

Σε πιάνει ίλιγγος να κοιτάζεις μέσα του”

Ο “Βόυτσεκ” είναι ένα έργο-φαινόμενο. Ο Γκέοργκ Μπύχνερ το έγραφε το 1836/7 όταν ήταν μόλις 23 ετών αλλά πέθανε από τύφο προτού προλάβει να το ολοκληρώσει. Και όμως το ρηξικέλευθο αυτό αριστούργημα έχει επηρεάσει  σχεδόν όλόκληρο το Δυτικό Θέατρο  από τους εξπρεσσιονιστές και τον Μπρεχτ μέχρι τον Μπέκετ, και από τον Γκόρκι μέχρι τον Κολτές και την Σάρα Κέην.

Ο Μπύχνερ βάσισε το έργο σε μία γνωστή υπόθεση της εποχής: o  στρατιώτης ΓιόχανΚρίστιαν Βόυτσεκ σε μία κρίση ζήλειας μαχαίρωσε την ερωμένη του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρόλο που μελετά σε βάθος τις κοινωνικές, ποινικές και τις ιατρικές πτυχές της υπόθεσης, ο Μπύχνερ ξεπερνά την σκοτεινή περίπτωση ενός καταπιεσμένου ατόμου και δημιουργεί μία υπαρξιακή τραγωδία που αγγίζει αιώνια ερωτήματα για την εξάρτηση του ανθρώπου από τις κοινωνικές συνθήκες που είναι πέρα από τον έλεγχό του, την ηθική, τις κοινωνικές σχέσεις  αλλά και την  προκαθορισμένη μοίρα.

Οι σύντομες, κινηματογραφικές σκηνές του έργου δεν ακολουθούν τους κανόνες μιας συμβατικής γραμμικής αφήγησης και μέχρι σήμερα οι μελετητές δεν έχουν συμφωνήσει στην τελική εκδοχή που θα πρότεινε ο Μπύχνερ, αν είχε ολοκληρώσει το έργο.

Η παράσταση θα προτείνει μία νέα διασκευή, έναν νέο τρόπο κατάταξης των σκηνών του ημιτελούς αριστουργήματος.

“Το κείμενο περιέχει ολόκληρες ηπείρους ανθρώπινης αβύσσου, ουρανού και κόλασης σε 29 σύντομες σκηνές.

Η γλώσσα του έργου αποσπασματική,εξαρθρωμένη, άγρια,  τραγική, αρθρώνεται από ανθρώπινες μορφές  που παλεύουν να πλησιάσουν με λέξεις αυτό που δεν ορίζεται. Ένα έργο γεμάτο σιγή και τρόμο.

Η παράσταση επιθυμεί, εστιάζοντας στην ποιητική γλώσσα του κειμένου, να οικοδομήσει ένα σύμπαν πέρα από το ρεαλισμό, σκοτεινό, σαν άγριο ουρλιαχτό μέσα στη σκοτεινή νύχτα της ύπαρξης.  Υπαρξιακό κενό, μοναξιά, εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο, σεξουαλική επιθυμία, ιατρικά πειράματα που οδηγούν στην τρέλα, ζωώδη ένστικτα και αποκτήνωση του ανθρώπου, ερωτική ζήλεια, φόνος, θάνατος.  Στον “Βόυτσεκ” βρίσκει κανείς όλα όσα ονειρεύεται σε ένα έργο τέχνης”.

Δραματολογική έρευνα: Έρι Κύργια
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας
Κατασκευή σκηνικού: Γιάννης Νίτσος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή
Βοηθός χορογράφου: Εμμανουέλα Σακελλάρη
Βοηθός σκηνογράφου: ΦιλάνθηΜπουγάτσου
Βοηθός Παραγωγής: Πάνος Σβολάκης
Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή

Μια συμπαραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με την εταιρεία ΛΥΚΟΦΩΣ

Φωτογραφίες

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

    Μια νεανική παρεκτροπή που εξελίσσεται σε έγκλημα, ένα επεισόδιο παραβατικής συμπεριφοράς εφήβων που μετατρέπεται σε ανθρωποκτόνο ξέσπασμα βίας το οποίο έχει τις ρίζες του, όπως αποκαλύπτεται στη ροή του έργου, στη διαπαιδαγώγηση που έλαβαν από επίσης επιθετικούς κι ευεπίφορους στην παραβατικότητα γονείς.

    Το διάσημο μπεστ σέλερ του Ολλανδού Χέρμαν Κοχ, ένα συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ, γραμμένο το 2009, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 χώρες στον κόσμο. Το έργο σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ και μετάφραση της Κάτιας Σπερελάκη, ανεβαίνει στο Σύγχρονο Θέατρο και πραγματικά κόβει την ανάσα του θεατή καλώντας τον να στοχαστεί πάνω στην προσωπική αλλά και συλλογική ευθύνη, την εύθραυστη οικογενειακή ισορροπία, την προσήλωση στην τέλεια εικόνα, την διαπαιδαγώγηση των παιδιών και τη θέση του Άλλου.

    Η λεκτική και ψυχολογική βία, η καθύβριση του διαφωνούντος, η εύκολη υπέρβαση των ορίων της καλής συμπεριφοράς κι η επιβολή μιας άποψης είναι συμπτώματα μιας φασίζουσας προσωπικότητας. Στοιχεία και συνήθειες γονέων που αντιγράφονται από τα παιδιά, χωρίς καμιά επεξεργασία, όπως λέει στο τέλος ο Γιώργος Κοτανίδης υποδυόμενος τον μετρ ενός πολυτελούς εστιατορίου, κερνώντας φιλικά ποτό προς το τέλος της παράστασης τον πελάτη του Πωλ (Στέλιος Μάινας).

    Πολλά τα μυστικά που καλύπτει η οικογένεια, ο μικρός αυτός αδιαπέραστος πυρήνας της κοινωνίας, που είναι έτοιμος να καλύψει ακόμα και εγκλήματα προκειμένου να μην αμαυρώσει την τιμή της και να εξασφαλίσει την ευημερία της, και κυρίως αυτήν των παιδιών της.

    Η κρίση των αξιών και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Η βίαιη φύση του ανθρώπου και το ανταγωνιστικό του πρόσωπο, είτε αφορά την οικογένεια είτε την κοινωνία, δεν καλύπτεται ούτε από τα ακριβά ρούχα, ούτε από την «καλή ζωή» και τα πολυτελή δείπνα. Υποκρισία, συμβιβασμοί, εκπτώσεις, συγκαλύψεις και ξεπούλημα των πάντων για να μην αποκαλυφθεί μια αποτρόπαιη πράξη εις βάρος ενός ανυπεράσπιστου και φτωχού ανθρώπου που άθελά του βρέθηκε για να προστατευτεί σε λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Όλα αυτά να συζητιούνται γύρω από ένα τραπέζι, σε ένα δείπνο με εκλεκτά εδέσματα και κρασιά, τα οποία περιγράφει εξαιρετικά, φιλήδονα, σαγηνευτικά ο Γιώργος Κοτανίδης, όπου δύο αδέλφια με τις συζύγους τους δειπνούν παρά το απανθρακωμένο πτώμα μιας αδικοχαμένης άστεγης, γεύονται το ζουμερό και αρωματικό κρέας μιας αγελάδας ελευθέρας βοσκής καθώς και το αντίστοιχο έδεσμα από πουλερικό, που ζει με σεβασμό, ελεύθερο την ώρα που αποσιωπάται το στυγερό έγκλημα των παιδιών τους.

    Ο μετρ (Γιώργος Κοτανίδης) κάθε τόσο κάνει τις παρεμβάσεις του, διεγείρει τις αντιδράσεις των συνδαιτυμόνων, ειδικά, όταν πια τα αίματα είχαν οξυνθεί, απορροφά τις εντάσεις, κάνει διαιτησία, και διασκεδάζει την απελπισία αυτών των ανθρώπων, δηλώνοντας στον Πωλ στο τέλος, ότι έχει προσέξει πως η κόρη του κάνει τη ίδια κίνηση με εκείνον ασυναίσθητα στρίβοντας τα μαλλιά της όταν σκέφτεται. Το κάνει αυτό, ενώ το λέει, σχηματίζοντας πλαγιομετωπικά στο κεφάλι του με τα μαλλιά του δύο μικρά κέρατα. Αυτός είναι μήπως ο Βελζεβούλ; Ο ίδιος ο διάολος; Η απόλαυση συνδυάζεται με το θάνατο, ενώ θα έπρεπε να μη θέλει κανείς από εκεί να ακούει για γαστρονομικές γευσιγνωσίες, όταν έχει σπαρθεί ο θάνατος, και μάλιστα με τέτοιο ειδεχθή τρόπο. Όμως σε αυτή την περίπτωση τρώμε τα δικά μας απορρίμματα, τρώμε τις σάρκες των άλλων σαν τις ύαινες.

    Ο Πωλ Λόμαν ( Στέλιος Μάινας) έχει απολυθεί από τη θέση του καθηγητή για ανάρμοστη συμπεριφορά, διακατέχεται από αναλγησία και αυταρχισμό. Αναφέρει ότι ενώ η γυναίκα του Κλαιρ έπασχε από καρκίνο, δεν επέτρεπε στο παιδί τους να την επισκέπτεται στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν για 10 μήνες. Την παραμονή της σημαντικής εγχείρησής της θα έτρωγαν οι δυο τους στο σπίτι μακαρόνια και θα έβλεπαν αθλητικά. Καμία συμμετοχή στο οικογενειακό πρόβλημα. Ο αδελφός του ο Σερζ (Λάζαρος Γεωργακόπουλος), με την γυναίκα του Μπαμπέτ (Κατερίνα Μισιχρόνη), ενώ τους επισκέφθηκαν με πρόθεση να βοηθήσουν ο πρώτος κατέληξε στο νοσοκομείο χτυπημένος από μια κατσαρόλα που του πέταξε ο αδερφός του στο κεφάλι ο οποίος δεν επιτρέπει καμιά αμφισβήτηση της αυθεντίας του. Εξαιρετικός ο Στέλιος Μάινας, στο ρόλο αυτό, της αυθεντίας, που δε ανέχεται καμιά κριτική. Ταυτίζεται με το γιο του, τη συνέχειά του, ανταγωνίζεται τον αδελφό του, τον οποίο μάλλον ζηλεύει, είναι έτοιμος να τα βάλει με όλους, με τον μαιτρ, που τον παγίδευσε σε ένα ποτό απεριτίφ, προσφορά, που όμως το χρεώνει στο λογαριασμό, αρπάζεται με τον Διευθυντή του σχολείου του παιδιού του, σχετικά με μια έκθεση που είχε γράψει ο Μισέλ, ο γιος του, όπου υπεραμυνόταν της θανατικής ποινής ακόμα και πριν τη δίκη, ενώ θεωρεί ότι τα μνημεία των πεσόντων ηρώων έχουν και ονόματα κάποιων που είναι «μαλάκες» όπως τους χαρακτηρίζει.

    Ο Σερζ (Λάζαρος Γεωργακόπουλος), υπέρμαχος της απόλυτης ιλουστρασιόν εμφάνισης, με τα καλύτερα εστιατόρια, σπίτια και ρούχα, με μια σύζυγο που χρησιμοποιεί κυνικά και μια ευτυχία προσχηματική που χάσκει από παντού. Φλερτάρει, πουλώντας τον εαυτό του για τις επικείμενες εκλογές, διακόπτει συνέχεια τη γυναίκα του και όταν πια γίνονται οι αποκαλύψεις και φοβάται για την εκλογή του αποφασίζει να αποσύρει την υποψηφιότητά του. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ευτυχία του Ρικ, του γιου του, που μαζί με τον Μισέλ διέπραξαν το έγκλημα. Από αυτό διαχωρίστηκε ο άλλος τους γιος, ο υιοθετημένος, ο Μπο, που τους παράτησε και έφυγε και έτσι δε συμμετείχε στο έγκλημα. Η αντιμετώπιση του στη συνέχεια υποθάλπει και μια ρατσιστική διάκριση, καθώς το παιδί ήταν υιοθετημένο από την Αφρική και ο Πωλ παρατηρεί ότι δε θα γίνει ποτέ Ολλανδός με τα τυπικά λευκά χαρακτηριστικά, τοποθέτηση που θα κάνει το θεατή να σκεφτεί «ευτυχώς».

    Οι σύζυγοί τους θα έλεγε κάποιος ότι είναι ο παραμορφωτικός καθρέφτης τους. Η Κλαρ, σύζυγος του Πωλ (Κατερίνα Λέχου), χαριτωμένη και κομψή, νομίζει κανείς, αφού κιόλας έχει αρρωστήσει στο παρελθόν, ότι είναι ευαίσθητη και με αναπτυγμένη ενσυναίσθηση. Ωστόσο την ακούει ο θεατής να δίνει το ελεύθερο στο παιδί της 16 ετών, που πια το θεωρεί έξυπνο και ικανό, να διαχειριστεί μόνο του το αδιέξοδο της εγκληματικής του πράξης και τον εκβιασμό, που έχει δεχθεί. Και οι δυο είναι φανερό ότι δεν είναι ευτυχισμένες. Η Μπαμπέτ (Κατερίνα Μισιχρόνη), με κομψή εμφάνιση και υπέροχο στήσιμο του κορμιού, να της δίνει χρόνο ο άνδρας της να μιλήσει για ένα θέμα και αμέσως να τη διακόπτει για να παρέμβει εκείνος. Τον ανέχεται να φλερτάρει ακόμα και τη σερβιτόρα και τελικά όταν δηλώνει την αποχώρησή του από τις εκλογές, ξεσπά, εξοργίζεται, του λέει ότι σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και όχι εκείνη και τα παιδιά τους, ούτε τις θυσίες που αυτή έχει κάνει γι΄αυτόν. Κλονίζεται και για εκείνη το σαθρό τους οικοδόμημα με την επικείμενη απόσυρση της υποψηφιότητάς του συζύγου της κάτι που απειλεί με κατάρρευση τους φιλόδοξους σχεδιασμούς τους, που οπωσδήποτε δεν πρέπει να συμβεί.

    Ο Γιώργος Κοτανίδης, αφοπλιστικός, μια παρουσία που προβάλλει το νόημα του έργου. Στην αρχή ως αφηγητής κάνει την εισαγωγή στο έργο και μετά με την υπέροχη παρουσία του, τις απολαυστικές περιγραφές των σπάνιων εδεσμάτων, ενορχηστρώνει με τις δυο μικρές μπαγκέτες του, τα μικρά δακτυλάκια των χεριών του την κίνηση των σερβιτόρων δίνοντας εντολή άφιξης και αποχώρησης στο τραπέζι, την παρουσίαση των πιάτων, χτύπημα στο στομάχι μιας σαρκοφαγικής κοινωνίας, που ενώ είναι ντυμένη με τα καλύτερα μυρίζει αποφορά, όπως το σώμα της αστέγου, θύμα της ακραίας, άρρωστης νεανικής ορμής, τέκνο αυτής της ίδιας της κοινωνίας.

    Με τέτοια ευδαιμονία, ευτυχία, οικονομική ευμάρεια, φιλοδοξίες, όνειρα, Καλή Όρεξη!

    Υπέροχη σκηνοθεσία και διδασκαλία των ηθοποιών από τη Λίλλυ Μελεμέ, ώστε οι ερμηνείες να μην σκεπάσουν το κείμενο και να αναδείξουν τις αιχμές του. Τα σκηνικά του Μιχάλη Σαπλαούρα, ένα μοντέρνο τραπέζι σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο, ένας χώρος ΑTM, και χώρος για να βγαίνουν από τη σάλα του εστιατορίου και να απομονώνονται οι ρόλοι, να τηλεφωνούν οι πρωταγωνιστές και επίσης χώρος εγκλήματος. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου επέτειναν το κλίμα θρίλερ της παράστασης και ενίσχυσαν την αγωνία και το δέος, μπροστά στα δεινά μιας κοινωνίας, για τα οποία όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι.

    Μια παράσταση για τη σύγχρονη δομή της κοινωνίας, τη διαφθορά των ηθών, την απώλεια των αξιών και τον ευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης.