Πέθανε σήμερα (18/11/2018) έπειτα από βαριά επιδείνωση στην υγεία του, σε ηλικία 78 ετών, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης. Ο Γιώργος Σκούρτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και έζησε όλη την ζωή του. Είχε γράψει πολλά θεατρικά έργα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, σενάρια καθώς και στίχους τραγουδιών, ανάμεσά τους το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» και «Φάμπρικα» σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ο Γιώργος Σκούρτης πρωτοεμφανίστηκε το 1970 στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν με το θεατρικό έργο «Οι νταντάδες», ένα έργο-σταθμό της σύγχρονης δραματουργίας μας. Ακολούθησαν: Οι μουσικοί, Οι εκτελεστές, Οι ηθοποιοί, Κομμάτια και θρύψαλα, Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης, Απεργία, Το θρίλερ του έρωτα, η άπαιχτη ακόμα Ιστορική τριλογία (Η δίκη του Σωκράτη, Η κωμωδία του βασιλιά Ιουγούρθα, Υπόθεση Κ.Κ.), Εφιάλτες και πολλά άλλα, γραμμένα σε μια πρωτόφαντη για το ελληνικό ρεπερτόριο σκληρή και συνάμα αποκαλυπτική γλώσσα, με πολύ χιούμορ, προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες.
Τα έργα αυτά, μαζί με τα πεζογραφήματά του (Mπάρμπα-Tζωρτζ, Αυτά κι άλλα πολλά, Ιστορίες με πολλά στρας, Το χειρόγραφο της Ρωξάνης, Το συμπόσιο της Σελήνης, Πήδημα Θανάτου, Ο Κίλερ, Αυτός ο μπάτσος), δημιούργησαν «τομή» στο ελληνικό θεατρικό και το λογοτεχνικό πεδίο, επηρεάζοντας τους νεότερους συγγραφείς, με το καινούργιο ήθος και ύφος γραφής.
Τα θέματα του Γιώργου Σκούρτη έχουν να κάνουν με το «δίδυμο» Πολίτης-Εξουσία, με ξεκάθαρο το στοιχείο της κοινωνικοπολιτικής καταγγελίας, αλλά και την ψυχολογική εμβάθυνση στις διαπροσωπικές σχέσεις και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου.
Εχει πει σε συνεντεύξεις του...
Για το πότε ένα έργο θεωρείται διαχρονικό
Όταν προσφέρει απόλαυση και γνώση στον, κάθε φορά συγκεκριμένο, αναγνώστη όποτε κι αν έχει γραφτεί. Εξαρτάται και από τη διάθεση και από τα γνωστικά ενδιαφέροντα της στιγμής. Κι αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ τις πρώτες 10-20 σελίδες. Εγώ ως αναγνώστης έτσι αντιδρώ. Αν δεν με ρουφήξει το βιβλίο το πετάω, το χαρίζω. Ίσως κάποια άλλη στιγμή… Ήμουν πάντα φανατικός αναγνώστης «εξωσχολικών» κι όχι των άλλων που τους έριχνα μια γρήγορη ματιά και τ’ άφηνα. Δεν διαβάζω «υποχρεωτικά» ένα βιβλίο, ακόμη κι αν θεωρείται κλασικό ή σπουδαίο.
Για τη νέα γενιά
Απ’ την Ιστορία δεν γλιτώνει κανείς. Αυτά που κι εμείς τα είχαμε, αλλά σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό – βλακεία, αμορφωσιά, απομόνωση στο Ίντερνετ και στα κινητά, αταλαντοσύνη, αγαμία, αφραγκία, απελπισία. Η χειρότερη γενιά. Και βέβαια, όλ’ αυτά και άλλα αρνητικά, τα εννοώ ως αποτέλεσμα του Μεγάλου Αδελφού. Ο καπιταλισμός είναι πανούργος κι αδυσώπητος. Για ποια νέα γενιά μιλάμε; Την ελληνική, την αμερικάνικη, την κινέζικη, τη νιγηριανή, τη βραζιλιάνικη; Όλες ίδιες είναι. Βλέπεις ντοκιμαντέρ απ’ τα βάθη της ζούγκλας, απ’ τις φαβέλες ως την Αρκτική κι όλοι με το κινητό στο χέρι, μπλουζάκια με λογότυπο μονοπωλίων, τηλεόραση και μπροστά της μια ολόκληρη φυλή να παρακολουθεί σαπουνόπερες και μαγειρικές και επιδείξεις μόδας και σφαγές, γενοκτονίες, τον όλεθρο της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα αντιδρούν ή επαναστατούν ή τρομοκρατούν τον καπιταλισμό! Σε κάθε εκπομπή της τηλεόρασης θα δεις παρουσιαστές και καλεσμένους να φοράνε μπλουζάκια που διαφημίζουν μονοπώλια, δηλαδή σκλαβοπάζαρα. Και καμαρώνουν! Είναι μες στην καλή χαρά της μόδας! Και στη συνέχεια παραπονούνται «πώς κατάντησε η ζωή μας!» «Ω, Δία, τι μαλακία!» που αναφωνεί κι ο Αριστοφάνης στους Ιππής. Σε τέτοιες ανθρωποβόρες συνθήκες τι μπορεί να κάνει μια «νέα γενιά» σ’ ένα χρεοκοπημένο –οικονομικά και ιδεολογικά– κράτος, πνιγμένη απ’ την ανεργία, την έλλειψη κοινών οραμάτων, τον χυδαίο ευτελισμό της πολιτικής, την ερημοποίηση του περιβάλλοντος και λοβοτομημένη απ’ την τεχνολογία των μονοπωλίων; Κι εμείς μες στη φτώχια μεγαλώσαμε, περάσαμε δύσκολα, αλλά ήτανε ωραία. Γιατί υπήρχε το «αύριο θα είναι όλα καλύτερα». Αυτό πάει και τελείωσε… Σήμερα που ο θάνατος είναι το πιο διασκεδαστικό θέαμα, τι μπορεί να αλλάξει η νέα γενιά; Εδώ θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει υπέρ της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Νέες γενιές σ’ όλο τον κόσμο, αλλά «όλες μια Ιδέα είναι».
Τι θα πρότεινε σε έναν νέο συγγραφέα
Να διαβάζει πολύ, ό,τι του βρεθεί που δεν το ξέρει και μπορεί να το μάθει, να μην κωλώνει με τίποτα, να κυνηγάει τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη και το σεξ, να είναι περίεργος για τα πάντα γύρω του και μέσα του, ποτέ να μην περιμένει τις εκπλήξεις, αλλά να τις δημιουργεί –από παντού μπορεί να ξεπηδήσει η σπίθα της έμπνευσης–, και φυσικά… να γράφει, να γράφει, να γράφει… και να έχει πάντα ένα φιλικό ακροατήριο να διαβάζει τα έργα του και ν’ ακούει τις όποιες γνώμες. Συγγραφέας που γράφει και δεν τα διαβάζει, μαλακίες θα γράψει. Και το κυριότερο: να νιώθει πάντα ανταγωνιστική άμιλλα. Να θέλει να είναι ο καλύτερος. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη».
Τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα με τα οποία μεγάλωσε
Το Θέατρο Σκιών, οι ιστορίες που άκουγα, τα βιβλία που διάβαζα, το θέατρο του δρόμου – της ζωής εννοώ.
Για την τέχνη ως αντιστάθμισμα σε μια δύσκολη εποχή
Απ’ την εποχή των σπηλαίων ο άνθρωπος ζητούσε και ζητάει και σήμερα ένα όνειρο για να αντέξει τον εφιάλτη της πραγματικότητας.
https://www.youtube.com/watch?time_continue=126&v=E6KErMeNFd4