Επιμέλεια συνέντευξης: Ναντίν Αθανασίου
Γιατί επιλέξατε το κείμενο αυτό του Βασίλη Κατσικονούρη και τι καινούργιο θα δώσετε σε ένα έργο που έχει ανέβει ήδη κάποιες φορές στο ελληνικό θέατρο;
Γιατί διαπίστωσα πως έχει μία ανεξίτηλη διαχρονικότητα πάνω σε μία σειρά θεμάτων που ταλανίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα –και όχι μόνο– όπως είναι οι ερωτικές σχέσεις, οι φιλικές σχέσεις, η διάθεση προς τη φυγοπονία, η προσπάθεια εξεύρεσης μεσσιανικών ή μαγικών λύσεων στα καθημερινά προβλήματα, οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, η απουσία ουσιαστικής παιδείας καθώς και η έλλειψη πνευματικότητας και πολλά άλλα που είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Σε μία δεύτερη ανάγνωση, στη χειραγώγηση που υφίστανται οι χαρακτήρες του έργου, διέκρινα τη χειραγώγηση που υπέστησαν οι πολίτες αυτής της χώρας την τελευταία τριετία. Κι όλα αυτά τα σπουδαία συμβαίνουν μέσα από τη φόρμα της κωμωδίας, κάτω απ’ την ομπρέλα του γέλιου και γύρω από έναν πυρήνα νεανικής αφέλειας και πονηριάς, τρυφερότητας και σκληρότητας. Εμείς, οι συντελεστές της παράστασης εμπιστευτήκαμε αυτή τη διαχρονικότητα και όλοι μαζί προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τα ρεαλιστικά πλαίσια του μύθου για να προεκτείνουμε το έργο στον χώρο και τον χρόνο.
Η ευθύνη για τη γενιά αυτή των παιδιών που καλούνται να αντιμετωπίσουν ευθύνες χωρίς να είναι σωστά προετοιμασμένα, ανήκει αποκλειστικά στους γονείς τους;
Αν λέγαμε κάτι τέτοιο δεν θα οδηγούμασταν πουθενά. Γιατί και για τους γονείς τους μπορεί να φταίνε οι δικοί τους γονείς κ.ο.κ. Η ευθύνη όμως μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, μόνο που αυτό δεν γίνεται μέσα σε μια στιγμή. Τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Οι γονείς κάποτε παύουν να υπάρχουν και τότε η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στα παιδιά που είναι πια μεγάλοι.
Αν θέλουμε πάντως να αποδώσουμε ευθύνες εντός του κοινωνικού συνόλου, τότε τις μεγαλύτερες ευθύνες τις έχουν αυτοί που έχουν την περισσότερη εξουσία και δύναμη (οικονομική, πνευματική, κοινωνική κλπ.). Υπάρχει μία σαφής ποσοτική διαφορά. Κανείς δεν απαλλάσσεται αλλά δεν φταίνε όλοι το ίδιο. Γι’ αυτό και διαφωνώ με ισοπεδωτικά συμπεράσματα του τύπου «μαζί τα φάγαμε», «όλοι φταίνε» κλπ. Αυτά τα λένε αυτοί που έφαγαν περισσότερο, αυτοί που φταίνε περισσότερο, αυτοί που πήραν τις κρίσιμες και σημαντικές αποφάσεις.
Οι νέοι ηθοποιοί τελειώνοντας τη δραματική σχολή έχουν επίγνωση των συνθηκών που θα αντιμετωπίσουν στο ελληνικό θέατρο;
Πιστεύω πως τώρα πια γνωρίζουν πολύ περισσότερο τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν. Βέβαια στις δραματικές σχολές φουσκώνουν τα μυαλά και η απογοήτευση μετά το πτυχίο δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Το κυριότερο πρόβλημα πάντως –κι αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο όπου τον χορό σέρνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία– είναι πως δεν υπάρχει επίγνωση του κοινωνικού και πολιτικού ρόλου του θεάτρου.
Κάποια στιγμή θα μπορέσουμε πιστεύετε ως χώρα να δημιουργήσουμε και το «Γκρικ ντρίμιν»;
Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του πλανήτη καμία χώρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνη της το δικό της «ντρίμιν». Δεν υπάρχουν ατομικοί ή εντοπισμένοι παράδεισοι. Κι όσοι προσπάθησαν να πείσουν για το αντίθετο, γρήγορα διαψεύστηκαν. Η ζωή θα μπορούσε να γίνει πιο ευχάριστη αν οι άνθρωποι παραιτούνταν από τη θεοποίηση της ύλης, απ’ την εφήμερη ιδιοκτησία πάνω στα παιδιά τους, τους συντρόφους τους, τους συνεργάτες τους, απ’ τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αν έβρισκαν τη χαρά στο να δίνεις και όχι στο να παίρνεις, στο να φτιάχνεις και όχι στο να καταστρέφεις. Πιστεύω πως κάποτε θα συμβεί το «παγκόσμιο ντρίμιν». Η φύση του ανθρώπου είναι ο πολιτισμός. Η ανοησία σιγά-σιγά θα εξαφανιστεί.
Πίσω απ’ την υπόσχεση ενός παραδείσου κρύβεται ένας κολασμένος απατεώνας, πίσω απ’ τις εύκολες λύσεις βρίσκονται οι μεγάλες απογοητεύσεις και πίσω απ’ τα προκατασκευασμένα όνειρα περιμένει το ξύπνημα της μιζέριας.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ