Επιμέλεια συνέντευξης: Κωνσταντίνος Πλατής
Ποιος είναι ο σκοπός σας σκηνοθετώντας αυτή την αρκετά "ευαίσθητη" θεματολογικά παράσταση;
O σκοπός μου είναι να θυμίσω στο θεατή ότι η ασφάλεια μέσα στην οποία ζει δεν είναι πραγματική, θα μπορούσαμε εύκολα να βρεθούμε στη θέση αυτών των γυναικών, χωρίς λεφτά, χωρίς πατρίδα, χωρίς τους δικούς μας ανθρώπους. Μπορεί να έρχονται από μακριά αλλά οι επιθυμίες τους και οι φόβοι τους δεν διαφέρουν από τους δικούς μας. Αυτό που διαφέρει είναι το πόσο απεγνωσμένα έχουν γαντζωθεί στη ζωή και παλεύουν με νύχια και με δόντια για να επιβιώσουν και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Μοιάζει σα να είναι πιο ζωντανές από μας. Θέλω όλοι μας να δούμε, μέσα από την κατάθλιψη και την αδράνεια που μας έχει βυθίσει η κρίση πώς είναι να είναι κανείς ζωντανός. Γιατί αυτές οι γυναίκες έχουν χιούμορ, αυτοσαρκάζονται, έχουν αξιοπρέπεια. Έχουν ξεπεράσει μεγάλες δυσκολίες και έχουν βγει ζωντανές. Θέλω να φέρω στη σκηνή αυτή την αίσθηση που πήρα από αυτές, κάτι γλυκόπικρο και γεμάτο ελπίδα και ζωή.
Οι ηθοποιοί, κάποιες από τις οποίες δεν είναι επαγγελματίες στο θέατρο, τι αντιδράσεις είχαν κατά τη διάρκεια των προβών;
Για τις ερασιτέχνες ηθοποιούς αυτή είναι μια διαδικασία γεμάτη εκπλήξεις. Για τις περισσότερες από αυτές είναι η πρώτη φορά που έρχονται σε επαφή με το θέατρο σαν ηθοποιοί. Έχουν δυσκολίες και φόβους που σιγά σιγά ξεπερνούν, ανασφάλειες που μαθαίνουν να διαχειρίζονται και πολλή όρεξη για δουλειά και για εξερεύνηση αυτού του νέου πεδίου. Το να βγεις μια μέρα στη σκηνή χωρίς προηγούμενη εμπειρία, χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση και να σταθείς ισάξια δίπλα στους επαγγελματίες είναι μεγάλο κατόρθωμα. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστες. Για τις επαγγελματίες είναι επίσης κάτι ασυνήθιστο το να δουλεύουν με ερασιτέχνες. Και για μένα φυσικά ο συντονισμός αυτής της ομάδας είναι κάτι πρωτόγνωρο. Η παράσταση αυτή είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς και πολύ καλής συνεργασίας.
Το κοινό στην παράσταση παρατηρεί μόνο ή μπορεί και να βιώσει σε ένα βαθμό το δράμα αυτών των γυναικών;
Όταν οι Σύριες λένε ότι δεν ήθελαν να ‘ρθουν στην Ευρώπη, ήθελαν μόνο να είναι καλά η οικογένειά τους, τα παιδιά τους να σπουδάσουν και να παντρευτούν, ποιος δεν αναγνωρίζει σε αυτό την ελληνική οικογένεια; Όταν μιλάνε για περασμένα μεγαλεία, για τους ανθρώπους που χάσανε, ποιος δεν αναγνωρίζει τις δικές του απώλειες; Ακόμη και η περιγραφή του γάμου που γίνεται στη Γεωργία ενώ ταυτόχρονα στην Ελλάδα γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι παρακολουθούν μέσω skype «όσο κράτησε εκεί μέχρι το πρωί», η αδερφή, η μητέρα και οι φίλες, ακόμη και σ’ αυτό υπάρχει η μοναξιά των ανθρώπων που το σαββατόβραδο βλέπουν στην τηλεόρασή τους μια εκπομπή όπου κάποιοι άλλοι γλεντάνε. Όταν οι Γεωργιανές λένε «Ότι λεφτά είχαμε στην τράπεζα μια μέρα μας είπαν έχετε μηδέν» πώς μπορούμε να ξεχάσουμε ότι περιμέναμε να μας συμβεί το ίδιο από μέρα σε μέρα;
Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τελειώσει το "οδυνηρό" ταξίδι για αυτές τις γυναίκες;
Απ’ ότι φαίνεται το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει. Οι Σύριες απλώς δεν χωράνε πουθενά. Περιφέρονται στην Ευρώπη νόμιμα ή παράνομα αλλά δεν τους χωράει καμιά πατρίδα.. Όσο πιο καταρτισμένος είσαι, όσο πιο πλούσιος , όσο νεότερος , όσο λιγότερο μουσουλμάνος , όσο λιγότερο σκουρόχρωμος , όσο λιγότερο γυναίκα, όσο λιγότερο αντιδραστικός, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να χωρέσεις. Σε μια χώρα, σε μια δουλειά, σε μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Και αν ο πόλεμος τελειώσει και γυρίσουν πίσω θα βρουν μόνο ερείπια και πάντα θα υπάρχουν κάποιοι άλλοι που θα περισσεύουν
Όσο για τις Γεωργιανές στην ερώτηση τί περιμένετε απαντάνε: «Κορίτσια όταν θα γυρίσουμε πατρίδα θα είμαστε γιαγιάδες και θα θέλουμε εμείς κοπέλες να μας φροντίσουν. Θα σας μαζέψω όλες και θ’ ανοίξουμε ένα γηροκομείο»
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ