Επιμέλεια συνέντευξης: Νίκος Κολίτσης
Υπάρχει έλλειμα μεγάλων ηθοποιών, σκηνοθετών και συγγραφέων στη σύγχρονη εποχή στην Ελλάδα και το εξωτερικό;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει έλλειμμα. Μεγάλος καλλιτέχνης γίνεται κανείς μέσα στην πορεία. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες, οι οποίοι αξίζει να πειραματιστούν με νέα κείμενα.
Aν σας προσκαλούσε ο συγγραφέας του έργου που σκηνοθετείτε, Γιάννης Μακριδάκης, στο αγρόκτημά του στη Χίο, σε τι θα μπορούσατε να συνεισφέρετε σε επίπεδο αγροτικής ζωής;
Θα ήθελα πολύ να παρακολουθήσω την καλλιέργεια σπαραγγιών, μιας που τα τελευταία χρόνια την Άνοιξη αγαπώ να μαζεύω άγρια σπαράγγια με τον πατέρα μου, με τον οποίο έχουμε μαζέψει ελιές και έχω παρακολουθήσει τη διαδικασία παρασκευής καθώς και τρύγο σταφυλιών και πάτημα. Αγαπώ τη σχέση με το χώμα, το φύτεμα λουλουδιών και το μαγείρεμα.
Γιατί επιλέξατε το θεατρικό μονόλογο για ένα έργο που βασίζεται στις μαρτυρίες πολλών διαφορετικών ανθρώπων; Eίναι συγκυριακή η φετινή χρονιά των πολλών μονολόγων στη θεατρική Αθήνα;
Όταν η Χριστίνα με έφερε σε επαφή με τους Συρματένιους, γνωρίζοντας τις υποκριτικές της ικανότητες, με ενέπνευσε να αντιμετωπίσω τις διαφορετικές ιστορίες σαν μία ενιαία ιστορία. Ο πρόσφυγας δεν έχει φύλο, ηλικία, γένος. Δεν θεωρώ τον μονόλογο εύκολη επιλογή, ίσα-ίσα ήταν παράλληλα μία προσωπική καλλιτεχνική πρόκληση. Δεν έχω παρακολουθήσει πόσοι μονόλογοι παίζονται στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Σίγουρα συμφέρει τις παραγωγές, αλλά παράλληλα είναι ένα μεγάλο στοίχημα.
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των προσφύγων από τη Χίο, που εξιστορούν την προσωπική τους ιστορία και αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της παράστασης; Ποιους συνειρμούς και ποιες συσχετίσεις κάνετε με τη σημερινή πραγματικότητα στο προσφυγικό/μεταναστευτικό και ποια συναισθήματα σας δημιουργούνται;
Στο βιβλίο αναγράφεται ότι ο κόσμος είχε δύο επιλογές όταν τελείωναν τα τρόφιμα στη Χίο: ο ένας το νεκροταφείο και ο άλλος τα απέναντι παράλια. Το κοινό χαρακτηριστικό των προσφύγων είναι η πάλη και ο αγώνας για επιβίωση, αντιμετωπίζοντας πολύ σκληρές καταστάσεις. Είναι σαφώς, το σύγχρονο προσφυγικό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από Χίο στη Συρία και Μέση Ανατολή. Μέσα από τις αφηγήσεις παρακολουθεί κανείς τις πραγματικές συνθήκες των ταξιδιών: την πάλη με τα κύματα, την έλλειψη τροφίμων, τις ψείρες και βρώμα, τον κίνδυνο να τους πιάσουν οι Γερμανοί ή να τους γυρίσουν πίσω οι Τούρκοι, τον φόβο των Τούρκων πως οι Έλληνες θα τους πάρουν τις δουλειές αν ζήσουν στην Τουρκία. Καμία μαρτυρία δεν χαρακτηρίζεται από μεμψιμοιρία και αυτό μου προκαλεί συναισθήματα δέους και θαυμασμού προς τον Άνθρωπο και τις δυνάμεις που διαθέτουμε μέσα μας.
Ο Γιάννης Μακριδάκης μια μέρα αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να φύγει από την Αθήνα και το έκανε πράξη επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του στη Χίο. Σας έχει περάσει ποτέ από το μυαλό κάτι αντίστοιχο ή είναι μονόδρομος η ζωή στην Αθήνα και οι δυνατότητες που παρέχει, παρά τις δυσκολίες της;
Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι η Αθήνα και οι ρυθμοί της δεν μου ταιριάζουν. Δεν αντέχω καθόλου την κίνηση στους δρόμους και πολλά σημεία της Αθήνας μου φαίνονται πολύ άσχημα και απάνθρωπα. Από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ήταν όταν σπούδαζα στο Ναύπλιο, όντας πολύ κοντά στη θάλασσα και στη φύση, αλλά και τόσο κοντά στην Αθήνα, όπου κυρίως ερχόμουν να δω αγαπημένους ανθρώπους, να παρακολουθήσω θέατρο και να πάω σε συναυλίες. Φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή μετά από χρόνια θα επέστρεφα στο Ναύπλιο να ζήσω ή ιδανικά θα μοίραζα τη ζωή μου κάποιους μήνες στην Αθήνα και άλλους μήνες –τους καλοκαιρινούς- εκτός πόλης.
«Ε, φίλε
πες μου για τις ελπίδες
που παράτησες
σου’ χει γίνει συνήθεια
ο πόνος
Ε, φίλε
πες μου για τις πατρίδες
πίσω που άφησες
τώρα ψάχνεις αλήθεια
σαν ξένος» Πρόσφυγας (Φίλε), Κοllectiva
Πώς μπορεί να επουλωθεί ο ο πόνος που έγινε συνήθεια και πώς μπορεί να βρεθεί η αλήθεια για έναν πρόσφυγα που νιώθει ξένος;
Η επούλωση του πόνου έχει στάδια, ειδικά όταν έχει γίνει συνήθεια ως μόνη επιλογή. Θα έλεγα με ψυχολογική υποστήριξη και ομάδες κοινού ενδιαφέροντος ότι πόνος μπορεί να μοιραστεί και οι άνθρωποι να βρουν νέα εστία από την αλληλοϋποστήριξη. Ο πόνος δεν ξεχνιέται, διαχειρίζεται.
Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο η παράσταση ν’ ανέβει, εν είδει περιοδείας, σε θέατρα των νησιών του Βορείου Αιγαίου (Χίος, Μυτιλήνη, Σάμος...), που σχετίζονται ακόμη περισσότερο με το ιστορικό περιεχόμενό της; Αν ναι, πόσο εφικτό θα ήταν κάτι τέτοιο; Υπάρχει έδαφος επικοινωνίας και βοήθειας από την Πολιτεία με τους νέους δημιουργούς;
Θα ήταν μεγάλη μας τιμή να ταξιδέψει η παράστασή μας σε νησιά του Βορείου Αιγαίου. Προσωπικά δεν περιμένω τίποτα από την Πολιτεία. Θα προσκαλούσα όμως, ενδιαφερόμενους φορείς και δήμους να πάρουν την πρωτοβουλία και να μας βοηθήσουν στη διοργάνωση.
Όταν δε ζωγραφίζετε και δε μελοποιείτε ποιήματα με την κιθάρα σας, τι σας αρέσει να κάνετε;
Ζωγραφίζω, παίζω κιθάρα και γράφω στίχους στον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος δεν υπάρχει πια συχνά. Πέρα από τα καλλιτεχνικά αγαπώ να βρίσκομαι με φίλους και αγαπημένους μου ανθρώπους, να περπατάω, να γυμνάζομαι, να μαγειρεύω, να τρώω έξω, να ταξιδεύω, να διαβάζω, να ακούω μουσική, να λιάζομαι στη θάλασσα, να βλέπω ταινίες ή σειρές τα βράδια.
Έχετε δημιουργήσει στο παρελθόν ομάδες θεάτρου για παιδιά και έχετε γράψει και σκηνοθετήσει αντίστοιχα θεατρικά έργα. Ποια είναι η εμπειρία που αποκομίσατε από τη σχέση σας με τα παιδιά και ποια είναι σήμερα η θεατρική πραγματικότητα στην Αθήνα για το συγκεκριμένο είδος θεάτρου;
Με τα παιδιά έχουμε δημιουργήσει παραστάσεις, αξιοποιώντας και τις δικές τους ιδέες. Το θέατρο με τα παιδιά γυρνά στη βάση του, είναι παιχνίδι, μία μορφή έκφρασης και ένας τρόπος να μάθουν και πράγματα έμμεσα.
Η πολυσχιδής δράση σας με θεατρικά μαθήματα, ομάδες έκφρασης, συλλόγους, σχολεία και πληθυσμούς με ειδικά χαρακτηριστικά, είναι η αποτύπωση μιας ευρύτερης προσωπικότητας ή καταγράφει και τις αυξημένες ανάγκες της εποχής για επιβίωση στον καλλιτεχνικό κόσμο;
Πάντοτε μου άρεσε να ασχολούμαι με πολλά διαφορετικά πράγματα. Απολαμβάνω μέσα στην εβδομάδα την επαφή με διαφορετικές ομάδες, διαφορετικού ενδιαφέροντος και ηλικίας, νιώθω ότι προσφέρω. Σίγουρα δεν θα άντεχα να κάνω άλλη δουλειά, επαγγελματικά νιώθω ευτυχισμένη. Αλλά παράλληλα, προσδοκώ από τον εαυτό μου την διαρκή εξέλιξη. Η επιβίωση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι άλλη κουβέντα, ξέχωρη και ο καθένας το παλεύει όπως μπορεί.
Με την ηθοποιό της παράστασης, Χριστίνα Λυκοτσέτα, έχετε επεξεργαστεί δραματουργικά το έργο του συγγραφέα. Ποιες λεπτομέρειες των άγνωστων πτυχών της ιστορίας σας εντυπωσίασαν περισσότερο; Θα μπορούσε το έργο ν’ αποτελέσει προϊόν κινηματογραφικής παραγωγής;
Καταρχάς, ότι δεν γνώριζα ότι υπήρξαν Έλληνες πρόσφυγες προς τη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Επειδή έγινε διαλογή από πολλές αφηγήσεις, αυτές που με εντυπωσίασαν θα τις παρακολουθήσετε στην παράσταση. Ναι, φυσικά θα μπορούσε το βιβλίο να αποτελέσει τη βάση σεναρίου για τον κινηματογράφο!
Τελικά πώς διδάσκεται η ιστορία στο ελληνικό σχολείο και γιατί οι μαθητές δυσκολεύονται να τη μάθουν;
Ως μαθήτρια είχα τύχει σε πολύ κακούς, αλλά και πολύ καλούς καθηγητές Ιστορίας. Ο καλός καθηγητής είναι αυτός που τολμά να αφήσει κάτω το βιβλίο και την «ύλη» και κουβεντιάζει με τους μαθητές. Οι άνθρωποι σε ατομικό επίπεδο είμαστε η ιστορία μας, έτσι και σε κοινωνικό-συλλογικό επίπεδο, θα καταλάβουμε καλύτερα τον Κόσμο γύρω μας εάν καταλάβουμε από πού ερχόμαστε, ποια είναι η Ιστορία μας, πώς και γιατί βρισκόμαστε εκεί που είμαστε σήμερα. Είναι μέσο κατανόησης του εαυτού και των συνανθρώπων μας η Ιστορία. Δεν είναι απλώς Συνθήκες, γεγονότα και ονόματα.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ