Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής
Ποια σημεία του έργου ξεχωρίζετε και γιατί;
Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο σημείο της παράστασης πλέον, αφενός επειδή νομίζω ότι ολόκληρο το βιβλίο από μόνο του είναι γεμάτο εικόνες και επεισόδια που μου προκαλούν όλων των ειδών τα συναισθήματα και αφετέρου, δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω κάποιο γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης είμαστε και οι 5 επί σκηνής, οπότε όλα όσα διαδραματίζονται έχουν γίνει μοιραία «κομμάτι» μας.
Οφείλω να παραδεχτώ όμως, πως δύο είναι οι σκηνές που μου «μιλούν» περισσότερο` και κάθε φορά τις βιώνω με διαφορετικό τρόπο. Αυτές είναι, η σκηνή του τέλους, που για εμένα είναι μία σκηνή βαθιά συγκινητική και αποκαλυπτική κάθε φορά εκ νέου, σχεδόν «μεταφυσική». Η άλλη, είναι μια σκηνή που για εμένα σηματοδοτεί την αρχή του τέλους, νομίζω δηλαδή πως μέσω αυτής θα μπορούσε και η παράσταση όπως και η ιστορία, να χωριστεί σε δύο μέρη. Είναι η σκηνή της διαπόμπευσης και λόγω της οποίας, το έργο φέρει και το όνομα του «Η μητέρα του σκύλου». (δεν θα πω περισσότερα για να μην κάνω spoil.)
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στις πρόβες;
Στις πρόβες μας συναντήσαμε αρκετές δυσκολίες δραματουργικής φύσεως αλλά και λόγω πρακτικών ζητημάτων. Αρχικά, αυτή η παράσταση είχε τον χαρακτήρα της διπλωματικής εργασίας στην υποκριτική (δικής μου και της Ανδρομάχης Μπάρδη). Οπότε έπρεπε να προσαρμοστεί ανάλογα και σε αυτό το πλαίσιο. Μας δυσκόλεψε το γεγονός πως είναι ένα βιβλίο γεμάτο με ιστορίες, εικόνες, επεισόδια και πρόσωπα που εναλλάσσονται, πέρα από την κεντρική ηρωίδα. Όλα αυτά, εμείς έπρεπε να τα βάλουμε σε μία τάξη, ώστε η παράσταση μας να έχει συνοχή και να μπορεί κάποιος να την παρακολουθήσει χωρίς να χάνεται. Δυσκολευτήκαμε, γιατί δεν ξέραμε τι να πρωτοκρατήσουμε από το βιβλίο, πραγματικά με πόνο καρδιάς παραλείψαμε κάποια κομμάτια (εάν μπορούσαμε θα το μεταφέραμε αυτούσιο και θα έβγαινε μία παράσταση 5 ωρών…).
Φυσικά, υπήρχαν και οι τεχνικές δυσκολίες, οι πρόβες μας έγιναν την περίοδο των λοκντάουν, οπότε έπρεπε να βρούμε χώρο (το πανεπιστήμιο ήταν κλειστό για ένα μεγάλο διάστημα) αλλά και χρόνο, να γυρίζουμε σπίτι πριν τις 12 το βράδυ, να κάνουμε συνεχώς ράπιντ τεστ κτλ. Ευτυχώς βρήκαμε έναν χώρο, χάρη στην κ. Γιάννα Τσόκου και στην κ. Γλυκερία Καλαϊτζή (σε αυτό το σημείο θέλουμε να τους πούμε ένα τεράστιο ευχαριστώ που μας βοήθησαν με αμέριστη προθυμία και στήριξη) και προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε ανάλογα. Εννοείται ότι τον πρώτο καιρό κυρίως των προβών, έπρεπε να λύσουμε βασικά θέματα όπως ρεύμα, νερό, θέρμανση και να βρούμε εναλλακτικές έτσι ώστε να μπορέσουμε να στήσουμε αυτή την παράσταση. Εν τέλει όλα πήγαν καλά, και είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιτέλους θα μπορέσουμε να μοιραστούμε αυτή τη δουλειά που έγινε με όρεξη, κόπο και πολλή αγάπη.
Το χρονικό πλαίσιο του έργου έχει ομοιότητες με το σήμερα;
Το έργο, μέσω της Ραραούς, αφηγείται μνήμες από την παιδική και εφηβική της ηλικία λίγο πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, περνάει στην Κατοχή, και φτάνει μετά την Απελευθέρωση. Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται με κάποιον τρόπο μας αφορούν όλους ακόμα, και γιατί μιλούν για ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό αλλά και γιατί, όλοι έχουμε μνήμες από αφηγήσεις της τότε κατάστασης από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες κτλ. Πιστεύω πως ενώ δεν είναι ένα αμιγώς πολιτικό έργο, κάνει ένα βαθύτατο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την τότε αλλά και την τωρινή κατάσταση την οποία βιώνουμε. Πολλά γεγονότα που παρουσιάζει μας φέρνουν στο μυαλό μας καταστάσεις τις οποίες δυστυχώς βιώνουμε ακόμα και σήμερα, όπως, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, οι κρυφές συναντήσεις σε σπίτια, η αντιμετώπιση που είχαν οι ηθοποιοί και κυρίως οι γυναίκες εκείνης της εποχής, το κλίμα σεξισμού που ήταν πολύ έντονο, η «αντίσταση» της τέχνης απέναντι σε όλα αυτά που συνέβαιναν κοινωνικοπολιτικώς. Ήρωες του έργου είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, οι αντιήρωες της ζωής. Άνθρωποι με ευαισθησίες, καλοσύνη, αδυναμίες και ιδιαιτερότητες, που κινούνται καθοδηγούμενοι από την ανάγκη για επιβίωση και μοχθούν καθημερινά να βρουν έναν τρόπο να υπάρξουν μέσα σε έναν κόσμο όπου φαίνεται να μην τους χωράει .
Η Θεσσαλονίκη καλύπτει τα όνειρα ενός/μιας ηθοποιού;
Η Θεσσαλονίκη για εμένα, είναι η πόλη μου, αυτή, που με έχει διχάσει όσο καμιά(όπως όλα τα πράγματα που αγαπάμε πολύ στη ζωή). Πρέπει να ομολογήσω, πως για τους ηθοποιούς της πόλης η παραμονή εδώ δεν είναι κάτι εύκολο, κάτι που γίνεται αναίμακτα και χωρίς κόστος (σε πολλά επίπεδα). Παλιότερα, έχω την αίσθηση, πως τα καλλιτεχνικά πράγματα σε όλους τους κλάδους (μουσική, θέατρο), ήταν σε πολύ καλύτερη φάση από την σημερινή που βιώνουμε σε αυτήν την πόλη. Η Θεσσαλονίκη είχε πάντα τη φήμη του «φυτώριου» καλλιτεχνών αλλά νομίζω ότι κάποτε ήταν σε θέση να σε κρατήσει εδώ πολύ περισσότερο από σήμερα. Ήδη τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μία μαζική κάθοδος φίλων προς την πρωτεύουσα, ηθοποιών, τραγουδιστών κτλ. (Έχω βαρεθεί να αποχωρίζομαι). Με τον κορονοϊό έκλεισαν πολλοί χώροι, studio, θέατρα, και όσα έχουν παραμείνει, συντηρούνται με νύχια και με δόντια. Η δουλειά στο ελεύθερο θέατρο έχει γίνει πια πολύ δύσκολη, φορείς όπως το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος νομίζω πως διανύουν μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας, αλλά και οι σχολές (δραματικές, το τμήμα θεάτρου της καλών τεχνών κτλ.) λειτουργούν πλέον με πάρα πολλές ελλείψεις και λόγω μεγάλης προσπάθειας και αγάπης κάποιων ανθρώπων. Ακόμα, σίγουρα εδώ, δεν υπάρχουν οι ίδιες δυνατότητες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση όσο στην Αθήνα.
Νομίζω λοιπόν πως σε επαγγελματικό επίπεδο, η Θεσσαλονίκη έχει «θαμπώσει» αρκετά. Ωστόσο, επειδή έχω μεγάλη πίστη στις ομάδες, στους ανθρώπους που τους ενώνει η αγάπη για το θέατρο, η όρεξη και η αφοσίωση στην τέχνη μας, βλέπω, πως ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες (ίσως και λόγω αυτών των συνθηκών, καθώς η ανάγκη για επικοινωνία και εξωστρέφεια αυξάνεται) γίνονται πολύ όμορφα και δημιουργικά πράγματα, φρέσκα, γεμάτα όρεξη και διάθεση. Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξη, αν και δεν είναι πάντα εύκολο. Περιμένω να έρθουν πιο φωτεινές ημέρες για όλους μας και ελπίζω, αυτή η πόλη να ανακάμψει, να μπορέσει να βρει τρόπους και να προσφέρει λόγους, έτσι ώστε να κρατήσει κοντά της τους ανθρώπους της.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας στέκι στη Θεσσαλονίκη και γιατί;
Το αγαπημένο μου στέκι στην πόλη εδώ και πολλά χρόνια, ήταν το FLOU, καθώς όχι μόνο σύχναζα εκεί αλλά δούλευα κιόλας την τελευταία δεκαετία(!) Όπως είναι φυσικό, το έχω συνδέσει με πάρα πολλές καταστάσεις, αναμνήσεις, πρόσωπα, εμπειρίες… Ήταν για πάρα πολλά χρόνια το «σπίτι» μου. Μετά ήρθε ο κορονοϊός, κλειστήκαμε όλοι (γενικώς), έκλεισε και το φλου και πήρε μαζί του την πρώτη νιότη μας.
Αυτό που κάνει για εμένα ένα μαγαζί στέκι πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποί του, όσοι δουλεύουν εκεί αλλά και αυτοί που μπορεί να συναντήσεις όταν πας. Η συνάντηση είναι γενικώς, μία έννοια πολύ βασική για εμένα. Για να κάνω ένα μαγαζί «στέκι» θα πρέπει να είναι ζεστό, οικείο, να με κάνει να νιώθω ασφαλής, να μπορώ να πάω και μόνη μου χωρίς να νιώθω μοναξιά ή περίεργα, γιατί θα ξέρω πως θα συναντήσω εκεί φίλους, γνωστούς, θαμώνες, την Πωλίνα, τον Kώστα, την Αθηνά, τα παιδιά που δουλεύουν σήμερα κοκ. Ένα μαγαζί για να γίνει στέκι, θα πρέπει για εμένα, να μυρίζει «ανθρωπίλα», να μπορεί να «αγκαλιάζει» στιγμές. Χαρές, διαφωνίες, συζητήσεις, πάρτι, αποχαιρετισμούς, αγκαλιές, εξομολογήσεις ονείρων και φόβων. Να ακούσεις ένα βράδυ κάποιο τραγούδι που θα σε κάνει να συγκινηθείς, να μπορέσεις να μοιραστείς ένα μυστικό με τον διπλανό σου.
Δυστυχώς, ακόμα δεν έχω καταλήξει ποιο θα είναι το επόμενο στέκι μου, νιώθω ακόμα λίγο «άστεγη» και είμαι σε φάση αναζήτησης. Παρ ’όλα αυτά, μου αρέσει πάρα πολύ η περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς και της Ολύμπου, μαγαζιά όπως το Λουξ, η πλατεία Ναβαρίνου που με γυρνάει πάντα στη φοιτητική μου ζωή (το καφέ Ηλιοτρόπιο και η Αστόρια), αλλά και η παλιά μου «γειτονιά» (η περιοχή του Λευκού Πύργου), που δύσκολα αποχωρίζομαι (ο Ήλιος, αλλά και τα πιο after- Berlin, Resident-).
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδω