Επιμέλεια συνέντευξης: Κωνσταντίνος Πλατής
Τι είναι αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σας διαβάζοντας ένα κείμενο που γράφτηκε πριν είκοσι χρόνια;
Αναμφίβολα ο λόγος, αυτή η εκρηκτική αφηγηματική ροή του κειμένου που σε εγκλωβίζει σε μια σχεδόν αυτιστική συνθήκη, από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις εύκολα, ούτε και να αποφασίσεις σχετικά με αυτήν. Επέστρεφα συστηματικά στο κείμενο και για μεγάλο διάστημα μέχρι να αποφασίσω τι είναι αυτό με κεντρίζει, ώστε να καταλήξω με κάποια σχετική σιγουριά για το πώς θα ήταν η προσωπική μου ανάγνωση. Η διαδικασία του φαγητού από μόνη της είναι ένα πολύ ισχυρό σύμβολο γιατί σου εξασφαλίζει αμέσως έναν δίαυλο επικοινωνίας με τον θεατή και, ακριβώς σε αυτό το σημείο, αρχίζει να διαφαίνεται η ανατομία ενός εγκλήματος. Πάντα κάτι χρειάζεται να θυσιάσουμε και κάτι να υποκαταστήσουμε για να επιβιώσουμε.
Το κείμενο της Μαρίας Λαϊνά μιλάει ρεαλιστικά ή πλησιάζει περισσότερο τη γραφή του Μπέκετ και το θέατρο του παραλόγου;
Έχω την αμυδρή υποψία ότι τόσο ο Μπέκετ όσο και ο Ιονέσκο άκρως ρεαλιστική γραφή χρησιμοποίησαν, κι αυτή η διάκριση μου προκαλεί μια κάποια αμηχανία. Αν το δούμε πιο συγκροτημένα, όλα υπάρχουν ανάμεσά μας, σε καθημερινή βάση. Στο σύνολο των παραστατικών τεχνών και ιδίως στο θέατρο όλα εξαρτώνται από το όραμα που έχει ο κάθε καλλιτέχνης πάνω σε ένα κείμενο. Σίγουρα η Μαρία Λαϊνά υπηρετεί μια γλώσσα δύσκολη, με γοητευτικές παγίδες ή με πολλά αδιαπέραστα και άρρητα νοήματα, αλλά είναι μια γλώσσα ζωντανή. Και στο «Φαγητό» αυτό ακριβώς με καθήλωσε: πώς ένα τόσο ιδιότυπο κείμενο μπορεί να έρθει σε επαφή με τον θεατή τόσο λιτά, απέριττα και άμεσα.
Η ανάγκη για τροφή μας απομακρύνει από την ανθρώπινη φύση και μας πάει πιο κοντά στα ζωώδη ένστικτα μας;
Δεν γνωρίζω κατά πόσον είναι εφικτό εντέλει να απομακρυνθεί κανείς από την ίδια του τη φύση. Κι αυτή ακριβώς η θέση συνιστά, αν θέλετε, έναν από τους από τους κεντρικούς δραματουργικούς πυλώνες της παράστασης μας. Η ανάγκη μας για τροφή δεν μας απομακρύνει αφού το φαγητό από μόνο του παραπέμπει σε κάποιας μορφής κατάφαση απέναντι σε αυτό που λέμε ζωή, σε αυτό που βιώνουμε ως κόσμο. Είναι μια αναγκαία συνθήκη, η οποία όμως αν δεν ικανοποιηθεί, κάθε ζωντανός οργανισμός είναι έτοιμος να αντιδράσει, να διεκδικήσει και να αναμετρηθεί με τα κατώτερα ένστικτα του. Και έχω την αίσθηση ότι έτσι ακριβώς προκύπτει και η απορία για το τι είναι εντέλει το φαγητό.
Στην παράσταση υπάρχει και σύμβουλος δραματουργίας. Ποια είναι η χρησιμότητα του και γιατί δεν υπάρχει στις περισσότερες παραστάσεις στην Ελλάδα;
Πολλές φορές παραλείπεται ο σύμβουλος ή ο εκάστοτε δημιουργός υπογράφει ο ίδιος και την δραματουργία της παράστασης, καθώς πρόκειται για δυο διαφορετικά νήματα που πρέπει να βρίσκονται συνεχώς σε επαφή και ισορροπία. Δεν θα βρισκόμασταν τώρα εδώ, αν σε αυτή τη δουλειά δεν είχα την στήριξη και την βοήθεια φίλων και συνεργατών που στάθηκαν δίπλα μου σε όλα τα στάδια του εγχειρήματος. Είχα συναίσθηση ότι από την στιγμή που αποφάσισα να αναμετρηθώ με ένα τέτοιο έργο, πρέπει να φέρω ακέραιη και την ευθύνη του. Έτσι είναι. Πλην όμως, ακόμη και στη σκέψη ότι ένα καθαρό τρίτο μάτι και ένα τόσο δυνατό μυαλό, όπως αυτό της Τζωρτζίνας, θα ήταν εκεί για μένα με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο ασφαλής και σίγουρος.
Έχετε κάποια σχέδια για τη συνέχεια;
Λίγο πριν από την πρεμιέρα μας, όλα περιστρέφονται γύρω από «το Φαγητό» κι έχω μεγάλη προσμονή. Χρωστάω κάπου ένα να ταξίδι στο Παρίσι, μερικές ημέρες διακοπών και, τέλος, έχω έναν ευγενή πόθο: να περιοδεύσουμε με αυτή την παράσταση.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ