Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής
Επανέρχεστε με τη θεατρική απόδοση ενός έργου του Γκυ ντε Μωπασάν. Τι ήταν αυτό που σας έδωσε το κίνητρο για να ασχοληθείτε με το πρώτο κείμενο που δημοσίευσε ο σπουδαίος αυτός συγγαφέας;
Η νουβέλα «Η Χοντρομπαλού» γράφτηκε από τον Γκυ ντε Μωπασάν το 1880. Όταν το διάβασα είπα ότι ήταν Μπρεχτ πριν από τον Μπρεχτ. Έχει όλα τα στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής αλληγορίας που έχουν και οι ιστορίες του Μπρεχτ. Το μπρεχτικό στοιχείο στον Μωπασάν το θεωρώ μία σημαντική θεατρολογική ανακάλυψη, αγνοώ εάν έχει επισημανθεί πιο πριν, και ένιωσα την ανάγκη έμπρακτα να το αποδείξω και να το αναδείξω. Στην πορεία, μαζί με την Ευσταθία, είδαμε και τις οντολογικές προεκτάσεις του αρχικού κειμένου –τις οποίες και φωτίσαμε θεατρικά, επαρκώς πιστεύω.
Πως προέκυψε η συνεργασία με την Ευσταθία;
Ήταν ιδέα της Ευσταθίας ότι η Χοντρομπαλού θα μπορούσε να γίνει θεατρικό με μουσική και τραγούδια. Λόγω της εγνωσμένης της ευαισθησίας για την ιστορία της γυναικείας χειραφέτησης (Η Εφημερίς των Κυριών – Η απολογία της Μαρί Κιουρί), η Ευσταθία είδε στη Χοντρομπαλού ακριβώς μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για την εκμετάλλευση της γυναίκας. Διαβάζοντας τη νουβέλα –η Ευσταθία από τα γαλλικά κι εγώ από την εξαιρετική μετάφραση της Αμαλίας Τσακνιά (Εκδ. Κίχλη)- είδαμε και τις άλλες πτυχές και δυνατότητες αυτής της ιστορίας, όπως είπα πιο πριν. Τα τραγούδια της Ευσταθίας προέκυψαν σαν μέρος της συγγραφικής διαδικασίας και αποτελούν αναπόσπαστο μέλος του σώματος του έργου. Γενικά ήταν μία πολύ όμορφη και δημιουργική συνεργασία, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι η Ευσταθία δεν πολυάντεχε το ξενύχτι.
Το έργο έχει δύο πλευρές. Η πρώτη, στην αρχή του έργου, παρουσιάζει με εύθυμο τρόπο τους χαρακτήρες μέσα σε μια εμπόλεμη περίοδο και η άλλη στην τρίτη σκηνή που ανατρέπει το ύφος του έργου και απο κωμωδία βλέπουμε βαθιά κοινωνικά και πολιτικά σχόλια που σίγουρα θα προβληματίσουν τους θεατές. Αυτό ήταν εμφανές και στο αρχικό κείμενο ή προέκυψε από τη δική σας ανάγκη για ένα δράμα με επικάλυψη κωμωδίας όπως μας έχετε συνηθίσει?
Τίποτε δεν βγαίνει από το τίποτα, όπως λέει και ο Ληρ. Κάθε έργο που δίνει το έναυσμα για να δημιουργηθεί ένα άλλο καλλιτεχνικό έργο, φέρει, ως μήτρα, όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα έρθει ο νέος δημιουργός να τα αναδιατάξει έτσι ώστε να προκύψει το νέο έργο. Έτσι έγινε και με την «Τύχη της Χοντρούλας», προέκυψε ένα νέο θεατρικό έργο, βασισμένο στην κυρίως ιστορία της «Χοντρομπαλούς», δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για μία θεατρική μεταφορά της νουβέλας, αλλά για τη μετασκευή της σε ένα είδος «κωμικοδράματος» μετά μουσικής. Η στόχευση πάντως παρέμεινε η ίδια, μόνο που εμείς πήγαμε και λίγο παρακάτω, στα πιο σκοτεινά δωμάτια της ύπαρξης κάποιων ηρώων. Όπως και να `χει, ο εντιμότατος ντε Μωπασάν, αν μπορούσε να διαβάσει το έργο, θα συνέχιζε να γελάει, πιστεύω, κάτω απ` τα μουστάκια του με την υποκρισία κάποιων απ` αυτούς τους ήρωες, τυπικά δείγματα ευγενών, αστών αλλά και ψευτοπροοδευτικών της εποχής του (και όχι μόνο της δικής του).
Παρατηρείτε τους ανθρώπους στην καθημερινότητα σας; "Κλέβετε" χαρακτήρες και καταστάσεις για τα έργα σας;
Παρατηρώ, ή μάλλον επισημαίνω, συμπεριφορές, πώς διαμορφώνονται υπό το βάρος των καταστάσεων, των περιστάσεων και της αναγκαιότητας. Κι όταν επισημαίνω κάτι, θέλω και να το σημαίνω μέσα από την κατ` εξοχήν τέχνη της εμφάνειας του αφανούς. Του θεάτρου δηλαδή.
Η χοντρομπαλού είναι ένας χαρακτήρας που μπορεί να συναντήσει κάποιος στην καθημερινότητα του; Υπάρχουν άνθρωποι που θυσιάζονται σε τέτοιο βαθμό για ανθρώπους που δεν θα έπρατταν το ίδιο;
Όλη η ανθρώπινη ιστορία έχει γραφτεί με το αίμα ανθρώπων που θυσιάστηκαν για κάποιους άλλους που ποτέ δε θα έκαναν το ίδιο. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι είναι πάντα που την τυπώνουν και την εκδίδουν στην τελική της μορφή.
Είστε από τους συγγραφείς που ανανέωσαν και διατήρησαν ακμαίο το ελληνικό έργο σε μια περίοδο που οι ξένοι συγγραφείς κυριαρχούσαν στις επιλογές των σκηνοθετών. Θεωρείτε ότι έχει αλλάξει αυτή η συνθήκη στο ελληνικό θέατρο?
Φαίνεται πως ναι. Όσον αφορά τις επιλογές σκηνοθετών, παραγωγών και ομάδων και κυρίως του κοινού, που είναι πάντα και ο τελικός καταλύτης των εξελίξεων στο θέατρο. Οι κρατικές σκηνές της Ελλάδας θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν αυτή την τάση, δίνοντας ένα credit παραπάνω και ένα πιο ισχυρό και οπωσδήποτε έγκυρο σήμα στο κοινό. Ας μην ξεχνάμε ότι και το Γάλα, στο βαθμό που σηματοδότησε μία στροφή στο ελληνικό έργο, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό επί Νίκου Κούρκουλου.
Έχετε δοκιμαστεί πρόσφατα και στη σκηνοθεσία στο θέατρο. Το αντιμετωπίσατε ως ένα ρίσκο ή ως φυσική ανάγκη;
Οπωσδήποτε όχι σαν ρίσκο, τουλάχιστον όχι με την έννοια ότι πρέπει να αποδείξω κάτι. Το αισθάνομαι σαν μία φυσική προέκταση της δραματουργίας. Το ότι γράφω θέατρο είναι ένα ατού για να σκηνοθετήσω. Και από την άλλη μεριά, αυτές οι λίγες σκηνοθεσίες που έχω κάνει, με βοηθάνε στο να γράφω καλύτερα. Είναι μία win-win περίπτωση. Χώρια που, στη μοναδική περίπτωση όταν σκηνοθέτησα δικό μου έργο, δεν είχα και τους «καβγάδες» μεταξύ συγγραφέα και σκηνοθέτη.
Να περιμένουμε το ανέβασμα κάποιου έργου σας τη προσεχή θεατρική σεζόν;
Οι «Λευκές νύχτες ενός κλόουν». Καινούργιο έργο, καραντινάτο, βασισμένο στις Λευκές νύχτες του Ντοστογιέφσκι. Οι δύο ήρωες σε αυτήν τη νουβέλα δεν είναι εμπύρετοι ή παροξυσμικοί, όπως τις πιο πολλές φορές στα μεγάλα του μυθιστορήματα. Είναι χαμηλόφωνοι, τα πάθη τους παίζονται με σουρντίνα, κι όμως, από κάτω κραυγάζει το αίτημα. Κάτι σαν ένα είδος πρώιμου, τσεχοφικού θεάτρου. Ήταν για μένα λοιπόν άλλη μία πρόκληση μετά τον Μωπασάν.
Πληροφορίες για το νέο θεατρικό του Βασίλη Κατσικονούρη εδώ