Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής
1.Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο λόγος που το έργο αυτό δεν ανεβαίνει στο θέατρο;
Κάθε έργο, από τα δέκα ολοκληρωμένα θεατρικά της Λούλας Αναγνωστάκη, είναι ένας φωτεινός φάρος της εποχής που γράφτηκε, καθώς και ολοζώντανο δείγμα της κοινωνίας και της πολιτικής κατάστασης που το πλαισιώνει. Η Αναγνωστάκη έγραφε πάντα για τους καιρούς που ζούσε, μιλούσε για το παρόν της, κουβαλώντας ένα τραύμα από το παρελθόν και μια ανησυχία για το μέλλον. Στα έργα της μεσαίας και της τελευταίας της περιόδου, από τη Νίκη και μετά δηλαδή, αυτά εκφράζονται όλο και περισσότερο με πιο στρωτή γραμμή αφήγησης, πιο ευανάγνωστους χαρακτήρες και πιο «καθαρό» λόγο. Αυτό δεν συμβαίνει στα έργα της πρώτης της περιόδου και ειδικότερα στον Αντόνιο που είναι το πιο αινιγματικό και κρυπτικό της έργο. Το έργο αυτό δεν σου αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά και αυτό ίσως είναι αποτρεπτικό για κάποιους. Ένας από τους στόχους της στον Αντόνιο ήταν να μείνουν εμμονικά αναπάντητα τα ερωτήματα που προκύπτουν από τους χαρακτήρες και την ίδια την πλοκή αφήνοντας τον αναγνώστη και τον θεατή μέσα σε μία ατμόσφαιρα μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Τι τελικά ισχύει; Κι αυτό ωστόσο το στοιχείο είναι απόρροια της εποχής που γράφτηκε. Το έργο γράφεται το 1971 και παρουσιάζεται το 1972 κάτω από τη σκιά της χούντας των συνταγματαρχών που κι αυτοί με τη σειρά τους εμμονικά παραποιούσαν και έκρυβαν την αλήθεια. Βρισκόμαστε σε ένα σπίτι κάπου στην Αγγλία - που ωστόσο δεν κατονομάζεται ποτέ - στο οποίο βλέπουμε την αναγκαστική συνύπαρξη κάποιων ανθρώπων, διωγμένων από τις χώρες τους καθώς η σκιά ενός όλο και μεγαλύτερου επικίνδυνου Καθεστώτος απλώνεται πάνω από την Ευρώπη. Μελετώντας την εποχή και το έργο λοιπόν βρίσκεις πως όλα έχουν μία απάντηση. Κι αυτή η απάντηση βρίσκεται στο τραύμα που κουβαλάει ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες και στο πώς έχει αφήσει το παρόν του να τον διαβρώσει, να τον αλλάξει, να τον μετακινήσει ριζικά και να ξεχάσει ηθελημένα ή μη το ποιος ήταν. Τα μισόλογα που επιλέγει να μοιραστεί με τους άλλους είναι όσα του επιτρέπονται από τον φόβο για τους άλλους που τον διακατέχει, από την έλλειψη εμπιστοσύνης και από την επίμονη ανάγκη του να είναι κάποιος άλλος από αυτό που είναι γιατί μόνο έτσι καταφέρνει να επιβιώσει. Ο Αντόνιο είναι ένα έργο που «κρύβεται» αλλά περιμένει με λαχτάρα τους ανθρώπους που θα ασχοληθούν μαζί του για να τους αποκαλυφθεί.
Επίσης, θα τολμούσα να πω ότι ένας επιπλέον λόγος που δεν ανεβαίνει είναι ότι ακόμη δεν έχουμε καταλάβει το σύνολο του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη επαρκώς. Δεν έχουμε περάσει ακόμη το σημείο όπου το σύμπαν το οποίο συστήνει στα έργα της φεύγει από την εποχή και τον τόπο του και μιλάει για όλους τους ανθρώπους και για όλους τους καιρούς. Η Αναγνωστάκη είναι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική θεατρική συγγραφέας της χώρας. Αν περάσεις αυτό το σημείο, σου αποκαλύπτεται ένα τεράστιο ανοιχτό σύστημα στο οποίο βλέπεις ότι μιλάει με πόνο και ιδρώτα για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών, για τους ανθρώπους που προσπάθησαν και προσπαθούν να επιβιώσουν παρόλο το στρεβλό, χυδαίο και διεφθαρμένο πολιτικό και κοινωνικό σύμπαν που αφήνουμε να μας επιβάλλεται - ιδιαίτερο γνώρισμα της δικής μας εποχής. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς ο Αντόνιο μιλάει ακριβώς για αυτό που ζούμε τώρα.
2.Το έργο χρειάστηκε «επεμβάσεις» για να ανεβεί στο σήμερα;
Με τα παραπάνω ως δεδομένα, θα έλεγα ότι τα νοήματα και οι ιδέες του έργου ζουν χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε επέμβασης. Μετά από μελέτη του συνόλου των έργων της Αναγνωστάκη, υπήρξε δυνατή δραματουργική επέμβαση στο έργο με μόνο στόχο όμως την ανάδειξη των ιδεών του έργου και μάλιστα με έναν τρόπο που, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, θα ήταν ο τρόπος που θα επέλεγε σήμερα η ίδια η συγγραφέας. Δουλέψαμε μήνες πριν την παράσταση με την Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου και την Κορίνα Χαρίτου που συνυπογράφουν τη δραματουργία κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές και μετατροπές που θα πρόσθεταν κατά την άποψή μας περισσότερες ανάσες στο έργο σήμερα. Με τον καιρό βέβαια συνειδητοποιήσαμε ότι το έργο μάς οδηγούσε από μόνο του και όσο περισσότερο το ανακαλύπταμε τόσο συνειδητοποιούσαμε ότι δεν χρειαζόταν πολλές από τις δικές μας παρεμβάσεις. Ο Αντόνιο ήταν και είναι ένα δυνατό πολιτικό έργο. Η ανάγκη της προσωπικής αλλά και κοινωνικής αντίστασης στη βία που δέχονταν οι άνθρωποι από τα φασιστικά καθεστώτα της εποχής παραμένει δυστυχώς ίδια και σήμερα. Η προβληματική του «τι κάνουμε», η ανημπόρια μας, το «κάψιμό» μας, η ανησυχία μας για όλα όσα βλέπουμε και ζούμε χωρίς να αντιδρούμε, οι ματαιώσεις και οι προδοσίες μας είναι καταστάσεις διάχυτες σήμερα παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι λαμπερό χαρακτηριστικό της εποχής. Κάτι που ξεφεύγει ακόμη και από το ερώτημα του αν θα σηκωθώ επιτέλους από τον καναπέ. Και να σηκωθώ δηλαδή, τί είναι αυτό που πρέπει να κάνω; Και τί μπορώ να κάνω εγώ μόνος; Πώς μπορώ να συντονιστώ με τους άλλους; Συντονισμός. Μία έννοια που κυριαρχεί πάνω από τις σκέψεις και τα λόγια των ανθρώπων του έργου αλλά και των ανθρώπων γύρω μου σήμερα, τώρα. Πώς θα καταλάβω ότι η μοναξιά μου είναι μόνο μία σε έναν ολοζώντανο στρατό από μοναξιές, όλων των άλλων γύρω μου και πώς θα την αλλάξω, θα την μετατρέψω σε όπλο; Η Αναγνωστάκη μιλάει για τους «χαμένους της γης». Για τους ανθρώπους που σκέφτονται πώς και πότε, για μία φορά στη ζωή τους, έστω και για λίγο, θα «νικήσουν».
3.Γιατί επιλέξατε το Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ για την παράσταση;
Το θέατρο πια μετά την πανδημία δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Με τον θάνατο τόσο δίπλα μας κάθε μέρα, πώς μπορεί η Τέχνη να μείνει ίδια και απαράλλαχτη. Προσωπικά συναντώ μεγάλη δυσκολία να κάτσω ξανά στις ίδιες θέσεις που καθόμουν και πριν δυο χρόνια, να μου αφηγούνται ιστορίες σε μια ίδια μετωπική σχέση χώρου που γνωρίζω και αποκωδικοποιώ εύκολα, να μένω ξανά στις ίδιες απολαύσεις και απογοητεύσεις. Τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Ούτε το θέατρο μπορεί να γλιτώσει από αυτήν την «καταστροφή». Οι προκλήσεις που δέχονται τα όρια του θεατρικού χώρου που παλιότερα ήταν αισθητικής κυρίως φύσεως, τώρα πια μοιάζουν αναπόφευκτες. Για αυτό και επιλέξαμε έναν μη θεατρικό χώρο, εντελώς εκτός δικτύου θεατρικών χώρων. Η αποθήκη του ΠΛΥΦΑ μας προσέφερε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε τη σχέση θεατή και δρώντων ανθρώπων ξανά από την αρχή και έτσι, με τη σκηνογράφο Ελίνα Λούκου μπορέσαμε και στήσαμε ένα ιδιότυπο σπίτι όπου εκεί πια προσκαλούμε το κοινό. Οι θεατές μπαίνουν κυριολεκτικά μέσα στο δωμάτιο του Αντόνιο και καλούνται να παρατηρήσουν τον κόσμο της ιδιοκτήτριας του σπιτιού Αλίκης και των κατατρεγμένων από το Καθεστώς φιλοξενούμενών της μέσα από τις πόρτες και τα ανοίγματα των τοίχων που περιβάλλουν το κοινό. Ορμώμενοι από την ιδιαίτερη σχέση του «μέσα» και του «έξω» που έχουν όλα τα έργα της Αναγνωστάκη, θελήσαμε να συμπεριλάβουμε τους θεατές στο θεατρικό συμβάν και να δώσουμε την ευκαιρία έτσι σε όλες τις αισθήσεις να παίξουν τον ρόλο τους. Έτσι ο θεατής καλείται να δει κάποια πράγματα, να ακούσει άλλα, να συνθέσει με τη φαντασία του κάποια άλλα και να νιώσει πολλά περισσότερα.
4.Ποια η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία;
Νομίζω ότι με λίγες εξαιρέσεις η σύγχρονη ελληνική δραματουργία πάσχει από έλλειψη αυθεντικότητας. Κάτι βέβαια από το οποίο πάσχει όλο το ελληνικό θέατρο κατά τη γνώμη μου. Τόσο οι δραματουργοί όσο και οι δημιουργοί μοιάζουν να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να αποκωδικοποιήσουν εργαλεία και τεχνικές που παρατηρούν λειτουργικά στις ευρωπαϊκές κυρίως σκηνές και πολύ μικρότερη επιθυμία να αντλήσουν από το σύγχρονο εδώ και τώρα της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη μου από την εποχή της κρίσης και μετά, η κοινωνία και η πολιτική κατάσταση της χώρας πρόσφερε και προσφέρει αστείρευτο υλικό και θα μπορoύσε το ελληνικό θέατρο, και δραματουργικά και δημιουργικά να συστήσει μια μοναδική ταυτότητα και χαρακτηριστικά που να μην συναντώνται πουθενά. Ανέκαθεν η θεατρική παραγωγή είναι ένα αποτύπωμα αλλά και ένας φάρος για το τι ζει η κοινωνία κάθε στιγμή της Ιστορίας. Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι, ακόμα και αυτή η έλλειψη συγκροτημένου και αυθεντικού θεατρικού λόγου, να είναι από μόνη της αυτό το αποτύπωμα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Όταν δεν υπάρχει πουθενά συγκρότηση και στόχος, γιατί να υπάρχει στο θέατρο;
5.Ποια τα επόμενα σχέδιά σας;
Η αλήθεια είναι ότι είναι από τις λίγες φορές που γνωρίζω τι να απαντήσω στην συγκεκριμένη ερώτηση. Η παρουσία της Ορχήστρας από τη στιγμή που δημιουργήθηκε είχε πάντα έναν χαρακτήρα «επίσκεψης» στα θεατρικά πράγματα. Αραιά, ψύχραιμα και μετά από δουλειά τουλάχιστον δύο χρόνων. Είναι η πρώτη χρονιά που μαζί με την Ξένια Θεμελή, αμέσως μετά τον Αντόνιο, θα ξεκινήσουμε τη μελέτη του βιβλίου ενός από τους πιο καίριους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς, του Εντουάρ Λουί, «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» , με σκοπό να το παρουσιάσουμε μέσα στο 2022. Είναι ένα βαθιά προσωπικό έργο, γραμμένο σε μορφή γράμματος προς τον πατέρα του συγγραφέα που όμως ταυτόχρονα καταδεικνύει τις άμεσες συνέπειες που έχουν οι πολιτικές αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης στη ζωή των χαμηλών στρωμάτων. Μέσα στο μυαλό μου, ο κύκλος που ξεκινάει με τον Αντόνιο συνεχίζεται λογικά και αβίαστα με το έργο Λουί. Είναι μάλλον η χρονιά που η Ορχήστρα θα μιλήσει πιο καθαρά για τους «χαμένους της γης».
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ