Επιμέλεια συνέντευξης: Μαρία Μαρή
Αεικίνητος, τολμηρός, ανήσυχος, ζεις επικινδύνως και περνάς τον εαυτό σου από άπειρες δοκιμασίες! Είσαι ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης και χορογράφος. Μετράς σημαντικές συνεργασίες, εντός και εκτός συνόρων. Από το 2010 δίνεις συχνά το παρών στο θερινό εργαστήρι του Bob Wilson με τον οποίο έχεις συνεργαστεί επανειλημμένα. Το 2015 εμφανίστηκες στο Wattermill Center του Bob Wilson, δημιούργησες για το ετήσιο Gala μία εικαστική χορογραφία σε συνεργασία με τη Ρουμάνα καλλιτέχνιδα Adriana Dinelescu. Η ιδέα ήταν δική της και η κατασκευή της χορογραφίας και η εκτέλεση δική σου. Συνεργάστηκες με τους Ρ. Τούμινας, Δ. Παπαιωάννου, Μ. Αμπράμοβιτς E. Gramms, Pina Bausch Group, Στ. Λιβαθινό, Δ. Χρονόπουλο, Ε. Λασκαρίδη, Μ. Μαρμαρινό, Μ. Καβαλιεράτο σε παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, του Piccolo Teatro , του Guggenheim Museum , του Κ.Θ.Β.Ε, του Θεάτρου Τέχνης και του Φεστιβάλ Αθηνών.
Μου φαίνεται πως μιλάς για κάποιον άλλον. (γελά). Είμαι όντως τυχερός που έχω συνεργαστεί με τόσο έμπειρους «τεχνίτες». Όλοι τους ξεχωρίζουν για το όραμα, την αισθητική και τον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης τους στην τέχνη. Με προίκισαν με τις γνώσεις και την πείρα τους. Με έμαθαν να πειθαρχώ και να ταξιδεύω σε «νέους τόπους και χρόνους». Θα τους είμαι πάντα ευγνώμων.
Ενώ δεν προέρχεσαι από καλλιτεχνική οικογένεια, πώς προέκυψε αυτό το πάθος για την τέχνη σε όποια της μορφή, γιατί αυτό που κάνεις είναι σύνθετο;
Υποθέτω πως προέκυψε από μια βαθύτερη ανάγκη. Προφανώς βρήκα έναν τρόπο να μιλώ για όσα με απασχολούν, να γίνομαι καλύτερος παρατηρητής της ζωής και να γνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Μου αρέσει να ερευνώ την ζωή μέσα από τη τέχνη. Η ζωή είναι σκληρή, πολύπλευρη, σύνθετη, γεμάτη πάθη, εμμονές και δυσκολίες. Η ενασχόλησή μου με την τέχνη αποτελεί το καταφύγιο μου.
Πόσο σε καθόρισε και σε ωφέλησε το γεγονός, ότι προέρχεσαι από μια «κανονική», «συμβατική» οικογένεια, γειωμένη; Αυτή η γείωση, νομίζω ότι στην τέχνη γενικά, άλλα και στη δική σου τέχνη, έχει αποβεί σημαντική, όσον αφορά την ένταση και την επιμονή με την οποία αντιμετωπίζεις την ίδια τη ζωή, αλλά και την τέχνη. Ποια είναι η γνώμη σου επ’αυτού;
Η οικογένειά μου είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μου. Μπορεί να ακούγεται λίγο κλισέ αλλά είναι αλήθεια. Οι γονείς μου ήταν υποστηρικτικοί και σύμμαχοι σε όλες τις επιλογές μου, είτε προσωπικές είτε επαγγελματικές. Ο πατέρας μου έφυγε πρόσφατα από την ζωή. Ήταν εργατικός, γειωμένος και αφοσιωμένος στη οικογένεια του. Με έμαθε να ακούω, να αναγνωρίζω τα λάθη μου και να νιώθω ευγνωμοσύνη για όσα καλά μου συμβαίνουν.
Ό, τι έχεις κάνει, απαιτεί τεράστια προσήλωση και απίθανο κόπο και επιμονή. Σε εκείνο το 22ο Gala του Bob Wilson, με θέμα «Circus of Stillness» η Adriana Dinelescu εμπνεύστηκε μια εικαστική σύνθεση από τη φράση του ινδού συγγραφέα Deepak Chorpa: «Η ψευδαίσθηση γίνεται πραγματικότητα όταν την βιώνουν πολλοί». Στόχος της ήταν να δημιουργήσει μια ονειρική κατάσταση στο θεατή και εσύ χορογράφησες και χόρευες μια λούπα 15 λεπτών για 2 ολόκληρες ώρες όση η διάρκεια του Gala;
Ναι. Η ιδέα ήταν ένα αντρικό κορμί στην κορυφή ενός δέντρου, φορώντας μια τεράστια φούστα και έχοντας μια λάμπα πάνω από το κεφάλι του, να δίνει την ψευδαίσθηση ότι μετακινείται στους κήπους του Watermill Center και να γίνεται πόλος έλξης για τους επισκέπτες.
Συνεχίζεις να πηγαίνεις κάθε χρόνο στο Watermill Center; Ποιο είναι το κέρδος από αυτή σου τη δραστηριότητα εκεί;
Όχι, δεν πηγαίνω κάθε χρόνο, αν και θα το ήθελα πολύ. O Ρόμπερτ Γουίλσον δίνει τη δυνατότητα σε 80 νέους καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, κάθε καλοκαίρι για πέντε βδομάδες, να συναντηθούν, να συνεργαστούν και να συνδημιουργήσουν στο Watermill Center, πάντα υπό την καθοδήγηση και την αισθητική του. Αυτό από μόνο του είναι συναρπαστικό.
Θα αναφέρω ότι στη συμμετοχή που είχες στο «As Οne», το μεγάλο project του οργανισμού ΝΕΟΝ και του Ινστιτούτου «Μαρίνα Αμπράμοβιτς» (ΜΑΙ), έφερες σε πέρας μια άκρως ενδιαφέρουσα και ριψοκίνδυνη περφόρμανς. Ενώ έχεις υψοφοβία, αποφάσισες να ανέβεις σε ένα κτίριο και να αναμετρηθείς με τον φόβο σου. Έμεινες εκεί να κρέμεσαι κυριολεκτικά στο κενό, στην παλιά εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία απέναντι από την κεντρική είσοδο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς, κάθισες εκεί επί οκτώ ώρες για τέσσερεις μέρες από την Πέμπτη 10 Μαρτίου μέχρι την Κυριακή 13 Μαρτίου. Είχες να αντιμετωπίσεις το κρύο, τον ήλιο, τη βροχή και τον τεράστιο φόβο του ύψους. Πες μου πώς αντιλαμβάνεσαι το γεγονός ότι φτάνεις στα άκρα;
Δεν φτάνω στα άκρα συνέχεια, δεν είναι αυτοσκοπός μου. Επιχείρησα μια ακραία και δύσκολη δράση στα πλαίσια του «As One».
Η Marina Abramovic προσεγγίζει την καλλιτεχνική δημιουργία μέσα από ακραίες και σκληρές δράσεις που πρωταγωνιστεί το ίδιο της το σώμα. Θεώρησα λοιπόν ότι η συμμετοχή μου στο «As One» δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το να φλερτάρω με τον ίδιο μου τον φόβο για το ύψος.
Η διαχείριση του φόβου εκ μέρους του, ήταν και μια μορφή αντίστασης και διαμαρτυρίας. Τόσοι άνθρωποι στο δρόμο, μετανάστες και όχι μόνο, δίνουν καθημερινά έναν άνισο αγώνα επιβίωσης, παρόλο που είναι αόρατοι για τους περισσότερους γύρω τους. Εκείνος επέλεξε την ακινησία σε αυτό το ύψος, σαν μια σταθερή υπενθύμιση του δράματος που βιώνουν.
Μου άρεσε αυτό που διάβασα ότι έχεις πει για το φόβο. Ότι «η κοινωνία μας μπολιάζει καθημερινά με το φόβο για να μας αποδυναμώνει». Εγώ το βλέπω να το κάνει με χίλιους τρόπους. Ένας μηχανισμός ελέγχου κι εργαλείο επιβολής είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που διασπείρουν το φόβο, οπότε μετά, ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο σε μια διαδικασία ντόμινο. Πώς το αντιμετωπίζεις αυτό;
Προσπαθώ να αντιστέκομαι και να μην δέχομαι άκριτα ότι μου σερβίρεται από τους επιτήδειους. Ομολογώ δεν το πετυχαίνω πάντα. Δυστυχώς όσο εξελίσσεται η κοινωνία τόσο θα εξελίσσονται και τα μέσα χειραγώγησής της. Φαίνεται ότι ο μοναδικός τρόπος αντίστασης αυτήν την περίοδο είναι οι προσωπικές επιλογές του καθενός.
Πόσο δυναμικά η τέχνη μπορεί να αναμετρηθεί με την πολιτική;
Η τέχνη και η πολιτική διαφέρουν στον τρόπο που προσεγγίζουν την κοινωνία οπότε δεν τίθεται ζήτημα αναμέτρησης. Η τέχνη μιλάει στο συναίσθημα ενώ η πολιτική στη λογική. Η τέχνη καλλιεργεί πνευματικά τον άνθρωπο, τον ψυχαγωγεί, τον εμπνέει, τον θεραπεύει ψυχικά ενώ η πολιτική του ορίζει κανόνες και πλαίσια, μέσα στα οποία κινείται και εξελίσσεται.
Πριν τέσσερα χρόνια πήρες μέρος στην εικαστική performance «Window». Βασισμένη σε μια ιδέα της σκηνογράφου Ματίνας Μέγκλα, με μουσική του Theodore, τον οποίο εκτιμώ, και χορογραφία της Καλλιόπης Σίμου και δική σου. Ήταν μια εικαστική performance εμπνευσμένη από τους πίνακες του Τσέχου φωτογράφου Jan Saudek. Παρουσιάστηκε αρχικά στο θέατρο Κακογιάννη και στις αρχές του φθινοπώρου 2015 στο Θέατρο 104. Σε αυτό το project ήσουν επηρεασμένος από όσα κάνετε στο Wattermill Center με τον Bob Wilson; Το ρωτώ γιατί είναι μια σύνθετη, ομαδική δουλειά, που πρέπει να έχει έναν κοινό στόχο. Πόσο πέτυχε αυτό στο ελληνικό έδαφος;
Στις περισσότερες παραστατικές τέχνες χρειάζεται ομαδικό πνεύμα, συνεργασία, κοινός και σαφής στόχος. Το Window ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας.
Ποιοι άνθρωποι από αυτούς που συνάντησες σε καθόρισαν; Για παράδειγμα έχεις πει ότι «Η Ζουζού Νικολούδη σου γνώρισε έναν ξεχωριστό τρόπο μελέτης και ενασχόλησης με την τέχνη. Υπήρξε ορόσημο για τις μετέπειτα επιλογές σου» Θα ήθελες να μου το εξηγήσεις λίγο αυτό;
Η Ζουζού Νικολούδη ήταν μια σπουδαία χορογράφος. Η σημαντικότερη χορογράφος που διαμόρφωσε το αισθητικό επίπεδο της ορχηστικής τέχνης στο είδος του αρχαίου δράματος στην Νεότερη Ελλάδα. Υπήρξε μια φωτισμένη και εμπνευσμένη γυναίκα για όσους την γνώριζαν. Ήταν εκπληκτική δασκάλα και συνεργάτης. Ανθρώπινη και διορατική. Με έμαθε να δουλεύω σκληρά και επίμονα για να πετύχω τον στόχο μου. Να μην επαναπαύομαι στο ‘εύκολο’. Να αναζητώ την αλήθεια και την ουσία.. Η περίοδος που δούλεψα μαζί της και με την ομάδα της τα ‘Χορικά’ υπήρξε ορόσημο για τις μετέπειτα επιλογές μου σε καλλιτεχνικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο.
Στο καιρό της κρίσης, το ότι είσαι, ας μου επιτραπεί ο όρος, «πολυεργαλείο» είναι καταπληκτικό! Δε δίνονται επιχορηγήσεις και δεν ξοδεύονται λεφτά για ακριβές παραγωγές. Ως εκ τούτου η «κασκαντερική» σου φύση κι η ασκητική σου αφοσίωση συνιστούν μια σπάνια κι ιδιαίτερη καλλιτεχνική συνθήκη. Πόσο γίνεται αυτό κατανοητό στην Ελλάδα; Πώς εννοείς το ταλέντο; Τι βαρύτητα του δίνεις; Σε ρωτώ γιατί υποπτεύομαι ότι συμφωνούμε απόλυτα. Αν κρίνω από τη μέχρι τώρα πορεία σου, το ταλέντο σου έχει καλλιεργηθεί από επίπονη, σκληρή εκπαίδευση, συνεχή, να το πω έτσι, προπόνηση κι αυστηρή πειθαρχία.
Το ταλέντο είναι φυσικό χάρισμα, μια έφεση, μια ευκολία που έχει κάποιος σε μια μορφή τέχνης ή σε οποιοδήποτε άλλο τομέα της ζωής. Αν δεν επενδύσει σε αυτό παραμένει απλά ένα χάρισμα. Σαφώς πχ. κάποιος που έχει «καλό μουσικό αυτί» και το καλλιεργεί, έχει περισσότερες πιθανότητες να εξελιχτεί σε έναν εκπληκτικό μαέστρο- μουσικό.
Μετά τον Pessoa πέρυσι, τελευταία σου συμμετοχή ήταν φέτος το χειμώνα στον «Ορφανό του Τζάο» του Ζι Ζουν Ζιανγκ στην κεντρική σκηνή του Εθνικού. Επρόκειτο για μια συνεργασία του Εθνικού με το Εθνικό Θέατρο της Κίνας, «Ο Ορφανός του Τζάο», έργο του 13ου αιώνα, που έχει αγαπηθεί και μεταφραστεί και επηρεάσει μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς, χαρακτηρίζεται ως ο Άμλετ της κλασικής κινεζικής λογοτεχνίας. Είναι ένα έργο «ζαζού» - μια σκηνική σύνθεση πρόζας και ποίησης, χορού και παντομίμας, με έμφαση στο κωμικό στοιχείο ή στο αίσιο τέλος. Μίλα μου λίγο για αυτή την εμπειρία σου! Πες μου λίγα για το ρόλο σου!
Ο ορφανός Τζάο είναι μια παραδοσιακή κινέζικη τραγωδία που μιλάει για το καλό έναντι του κακού, την τιμή, την αυτοθυσία, τη αφοσίωση και την εκδίκηση. Ήταν μοναδική εμπειρία. Η διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα δεν αποτέλεσαν εμπόδιο επί σκηνής, αντιθέτως κινητοποίησαν θετικά και δημιουργικά την συνάντηση μεταξύ των ηθοποιών και του σκηνοθέτη.
Ο Χαν Τσουέ (ο ρόλος μου) ενώ είναι ο πιο αφοσιωμένος στρατηγός στον πρωθυπουργό Τουάν Γκού, βρίσκεται για μια στιγμή αντιμέτωπος μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα, να παραμείνει πιστός στο καθήκον του ή να σώσει τον ορφανό Τζάο. Αφαιρώντας την ίδια του την ζωή, σώζει το βρέφος και επιβεβαιώνει την ρήση του Κομφούκιου: «Ο ενάρετος άνθρωπος δεν θυσιάζει τα ιδανικά του για να σώσει τη ζωή του, αλλά θυσιάζει την ζωή του για να σώσει τα ιδανικά του.»
Φτάνουμε φέτος στο «Pessoa». Πέρυσι είδαμε την παράσταση στο πλαίσιο της θεατρικής και οπτικοακουστικής πλατφόρμας Μαύρο Κουτί (Black Box), με θεματική την ενηλικίωση, που διοργάνωνε το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ασχολήθηκες και σκηνοθέτησες αυτή την παράσταση γύρω από έναν ιδιαίτερο συγγραφέα και ως σκηνοθέτης πέτυχες να αναδείξεις την πολυπρισματικότητα αυτής της περσόνας που ξεχωρίζει για την καταβύθισή του μέσα στις αντιθέσεις του. Στη σκηνοθεσία σου εγώ είδα μεγάλη επιρροή των δασκάλων σου. Λάτρεψα τον τρόπο με τον οποίο διαμοίρασες τα χαρακτηριστικά του Pessoa σε όλους τους ήρωές του. Ανέλυσες τον ψυχισμό ενός ανθρώπου σε διαταραχή, με ένα τόσο μεγάλο έργο. Έκρινα στη Θεατρομάνια ότι ήταν μια «Εμπνευσμένη παράσταση, που αποτελεί ένα πλήρες καλλιτεχνικό δημιούργημα.» Πόσο πολύ ταυτίζεσαι με τον συγγραφέα; Φέτος θα το δούμε στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ.
Με συγκινεί πολύ που η αδυναμία του να ζήσει τον πραγματικό κόσμο, τον ώθησε να πλάσει ένα φαντασιακό κόσμο και μέσα σ’ αυτόν να μεγαλουργήσει. Όπως λέει κι ο ίδιος ως Μπερνάρντο Σοάρες στο Βιβλίο της Ανησυχίας «Θέλω να είμαι ακριβώς όπως θέλησα να είμαι και δεν είμαι. Θέλω να είμαι ένα έργο τέχνης, ψυχής τουλάχιστον, μιας και του σώματος δεν μπορώ να είμαι.» Ο Πεσσόα είναι σύγχρονος, οικείος και διαχρονικός, Αγγίζει υπαρξιακά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο όλες τις εποχές. «Ζωή είναι να είσαι άλλος», γράφει. «Έχουμε όλοι δύο ζωές: Την αληθινή, αυτήν που ονειρευόμαστε στα παιδικάτα μας. Και που εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε ως ενήλικες, πνιγμένη στην ομίχλη. Την ψεύτικη, αυτήν που μοιραζόμαστε με τους άλλους, την πρακτική ζωή, την ωφέλιμη ζωή, Αυτήν που στο τέρμα της είναι το φέρετρο».
Μελλοντικά σχέδια;
Κάνω πρόβες στον Άνθρωπο που Γελά του Βίκτορ Ουγκό που σκηνοθετεί ο Θ. Αμπαζής στο Εθνικό Θέατρο.
Πως νομίζεις ότι πρέπει να ενεργεί ένας καλλιτέχνης;
Ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση. Δεν συμβιβαζόμαστε! Δεν πρέπει να είμαστε ακίνητοι. Φυλακισμένος είναι αυτός που φυλακίζει τη σκέψη του. Τον άνθρωπο τον καθορίζει η σκέψη του και μετά η πράξη του.
Θανάση σε ευχαριστώ, που μπήκες στον κόπο να μου απαντήσεις σ’αυτές τις ερωτήσεις και να μου αφιερώσεις τον πολύτιμο χρόνο σου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ